Καθώς κατευθυνόμουν στο Ρέθυμνο για να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση, από τις τρεις που φιλοξένησε η ρεθυμνιώτικη ομάδα «Αντίβαρο», στο πλαίσιο του ομώνυμου πολιτιστικού φεστιβάλ που διοργάνωσε -μικρό κατά τα λεγόμενα, μεγάλο για τα δεδομένα μιας ομάδας που δραστηριοποιείται σε μια πόλη της περιφέρειας-, σκεφτόμουν πόσο όμορφες καλλιτεχνικές δουλειές παρουσιάζονται ακόμα ή μάλλον ιδιαίτερα τώρα.
Καθώς περίμενα μαζί με πολλούς ακόμα ανθρώπους όλων των ηλικιών, για να πάρω το εισιτήριό μου, σε ένα στενάκι της φροντισμένης παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, σκεφτόμουν τις κατάμεστες παραστάσεις -μουσικές και θεατρικές- που παρακολουθήσαμε το δύσκολο περυσινό καλοκαίρι στα Χανιά , από αυτές που τόλμησαν να ταξιδέψουν στην Κρήτη και να μην υποκύψουν στις σειρήνες που προέβλεπαν άδεια ταμεία. Και διαπίστωσα πόσο διψάμε για πολιτισμό ακόμα ή μάλλον ιδιαίτερα τώρα.
Θυμήθηκα τις όμορφες βραδιές του περασμένου καλοκαιριού, που πολλοί μαζί ανηφορίζαμε στο πανέμορφο πέτρινο θέατρο Κρεμαστός του Εμπρόσνερου , όπου ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος κάνει ό, τι μπορεί για να το κρατήσει ζωντανό. Θυμήθηκα που χρειάστηκε να αφήσουμε το αυτοκίνητό μας σχεδόν ένα χιλιόμετρο έξω από τον Κεφαλά , αφού ο κόσμος που δεν δίστασε τελικά να πάει στις εκδηλώσεις, που διοργάνωσε ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος, ήταν πάρα πολύς. Και διαπίστωσα πως στο νου μου ανακαλούσα κυρίως αναμνήσεις και πολύτιμα βιώματα που μου δημιούργησε η ακάματη δράση πολιτών που μέσα από συλλόγους και ομάδες επιμένουν στον πολιτισμό και στις καλές παραστάσεις. Πολίτες, που η αγάπη τους για τον τόπο και τον πολιτισμό, τους ωθεί να μην υποκύψουν στην εσωτρέφεια, στο φόβο της ανέχειας και να επιμείνουν κατά προτεραιότητα σε θεμελιώδεις αξίες που συγκολλούν συλλογικότητες και εκπαιδεύουν πολίτες.
Θυμήθηκα, ακόμα, τις φορές που τα τελευταία χρόνια προσπαθήσαμε, εμείς οι διψασμένοι πολίτες, εντελώς αφιλοκερδώς να φέρουμε παραστάσεις από την Αθήνα στα Χανιά και τα ενοίκια στους χώρους που διαθέτει ή διαχειρίζεται η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν απαγορευτικά. Και οι μη δημοτικοί χώροι με κατάλληλη υποδομή δεν ξεπερνούσαν τον ένα. Θυμήθηκα να ξεφυλλίζω το πρόγραμμα του πολιτιστικού καλοκαιριού του Δήμου Χανίων και να μη συναντώ παρά μία ή δύο παραστάσεις από αυτές που γέμισαν θέατρα και χώρους πολιτισμού στο κλεινόν άστυ. Από αυτές που σημειώναμε όλο το χειμώνα στην πολιτιστική μας ατζέντα, μήπως και καταφέρουμε να ανέβουμε για μια πολιτιστική ανάσα στη μεγάλη πόλη.
Αναρωτήθηκα και αναρωτιέμαι γιατί το ΔΗΠΕΘΕΚ δεν ξεπερνάει αποφασιστικά την εμμονή στις «μεγάλες παραγωγές» και τα «τηλεοπτικά πρόσωπα», ώστε να μην απειλείται από το λουκέτο που προβλέπει ο συνεχόμενα ελλειματικός ισολογισμός. Γιατί δεν επιμένει στο ρόλο που του αναλογεί δίνοντας χώρο και φωνή σε νέους ανθρώπους και ομάδες από την πόλη μας αλλά και από αλλού. Πότε οι Δήμοι θα ανοίξουν κτίρια που κείτονται παραδομένα στη φθορά του χρόνου (μόνο ένα παράδειγμα με λαμπρό παρελθόν αποτελεί η Βίλα Κούνδουρου ) και θα πάρουν την πρωτοβουλία να παρέχουν στέγη σε καλλιτεχνικές ομάδες του τόπου. Πότε θα καλέσουν τους ανθρώπους και τις ομάδες, που χρόνια καταθέτουν προσπάθεια και έργο, για να τους ενεργοποιήσουν στο σχεδιασμό ενός πολιτιστικού χρόνου -και όχι μόνο καλοκαιριού-, και στη σύμπραξη. Γιατί ακόμα αυτοί οι πολίτες, που γεμίζουν σε δύσκολους καιρούς πέτρινα θέατρα σε γειτονικά χωριά και κωμοπόλεις, δεν μπορούν να απολαμβάνουν ένα φεστιβάλ αντάξιο της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς και παραγωγής τους, που θα μπορούσε να μετατρέψει τα Χανιά σε σημείο αναφοράς και πόλο έλξης, όπως έγινε με το φεστιβάλ χορού στην Καλαμάτα , ταινιών μικρού μήκους στη Δράμα , κινητογράφου στη Θεσσαλονίκη κ.λπ.
Πράγματι, η οικονομική κατάσταση στους Δήμους δεν είναι ανθηρή. Αν εστιάζουμε, όμως, στην τοπική αυτοδιοίκηση και επιμένουμε σε αυτή, είναι γιατί εκεί υπάρχουν ακόμα ορισμένες δυνατότητες, αλλά εκλείπουν οι προτεραιότητες. Διότι δαπάνες επιλέγονται -άρα λεφτά υπάρχουν-, αλλά διοχετεύονται σε κατευθύνσεις που δεν απηχούν σχεδιασμό και όραμα. Ένα μόνο παράδειγμα προς τούτο αποτελεί η επιλογή του Δήμου Χανίων να συγχρηματοδοτήσει με υπέρογκο ποσό τη μετεγκατάσταση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, αντί να διοχετεύσει αυτά τα χρήματα σε πολύ πιο επείγουσες πολιτιστικές ανάγκες.
Πράγματι, ετοιμάζεται ένας χώρος πολιτισμού στο Παλιό Τελωνείο . Όμως, η αγωνία εστιάζεται στο πώς θα διαχειριστεί ο Δήμος αυτόν το χώρο. Δεν προτρέχουμε, αλλά ανακαλούμε τη μέχρι σήμερα εμπειρία. Θα διαθέσει το χώρο σε ντόπιες και νέες δυνάμεις στο χώρο του πολιτισμού; Θα συντονιστεί με και θα συντονίσει τους ανθρώπους που καταθέτουν πολιτιστικό έργο στο σχεδιασμό δράσεων; Θα συγχρηματοδοτήσει, παραχωρώντας χαμηλό ενοίκιο, παραστάσεις από τις άλλες πόλεις της χώρας; Θα προχωρήσει στην επιλογή παραστάσεων ή θα εμμείνει στο να επιλέγεται από παραγωγούς που έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν τις παραστάσεις τους στην Κρήτη;
Ευτυχώς, και στην πόλη μας, είναι πολλοί αυτοί που θέλουν και μπορούν αποδεδειγμένα να συνδράμουν την τοπική αυτοδιοίκηση και τους οργανισμούς που υπάγονται σε αυτήν να συν-σχεδιάσουν και να συν-πράξουν στην υλοποίηση απαντήσεων.
* Η Ζωή Γεωργούλα είναι δημοσιογράφος