Την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού σε δύο χρονικά και ποσοτικά στάδια, τα οποία θα απέχουν τουλάχιστον ένα έτος μεταξύ τους, κατά το πρότυπο των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων του 2008 και του 2010 (ΕΓΣΣΕ 2008: 680, 59 €, ΕΓΣΣΕ 2010: 751, 39 €) προτείνει η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας.
Η ΕΣΕΕ τονίζει ότι «δεν αντιμετώπισε ποτέ φοβικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού η εν λόγω κίνηση, θα ενισχύσει την κατανάλωση, θα αυξήσει τον τζίρο των επιχειρήσεων και θα επιταχύνει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία είναι και το ζητούμενο σήμερα».
Αναλυτικότερα, η ΕΣΕΕ σημειώνει ότι:
• Η σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (μεικτά) θα αναθερμάνει την οικονομία.
• Η ενίσχυση του κατώτατου μισθού συνεπάγεται υψηλότερη καταναλωτική ζήτηση, παράμετρος η οποία θα μπορούσε να αναχαιτίσει τις αποπληθωριστικές πιέσεις.
• Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλούσε τόνωση της ζήτησης και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα εισέρεαν επιπλέον έσοδα στα δημόσια ταμεία, από τον ΦΠΑ.
• Οι ΜμΕ του εμπορίου προτιμούν τους τοπικούς προμηθευτές, αναγνωρίζοντας εμπράκτως πως η «ανακύκλωση» του χρήματος εντός της ελληνικής αγοράς βοηθάει πρωτίστως την ελληνική οικονομία.
• Η επιβάρυνση των εργοδοτών από την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εν μέρει μεσοπρόθεσμα τόσο από την επιδότηση της εργασίας (αντί της ανεργίας), όσο και από την ενίσχυση.
Ακολουθεί ο πίνακας του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), που δείχνει ξεκάθαρα την εξέλιξη του κατώτατου μισθού και τη σχέση με το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα την περίοδο 2000 – 2016, από τον οποίο προκύπτουν εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα.
ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ
Αναφορικά με το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, η ΕΣΕΕ τονίζει ότι «το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο είναι σύμφωνο με τα διεθνή πρότυπα εργασίας. Φυσικά, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των επιχειρήσεων σε περίπτωση αναδιάρθρωσης ή/και σε περιόδους συγχωνεύσεων και εξαγορών», σημειώνει.
Και προσθέτει: «Εξακολουθούμε να στηρίζουμε τη συμφωνία της Γενεύης. Ζητούμε μεγαλύτερη εμπλοκή του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Συζητούμε την αύξηση του ποσοστού απολύσεων στο 10% μηνιαίως, σε εναρμόνιση και με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία. Επαναβεβαιώνουμε την εμπιστοσύνη μας στην τριμερή διαδικασία του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα. Επιβάλλεται η περαιτέρω θεσμική ενίσχυση του ΑΣΕ, ώστε να μπορεί να αναλάβει ευθύνες σε θέματα εργασιακών σχέσεων, απασχόλησης και ανεργίας με την κατάλληλη υποστηρικτή βοήθεια από το ILO».
ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Για το ζήτημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ΕΣΕΕ επισημαίνει τα εξής:
«Με την εισαγωγή του δεύτερου μνημονίου (ν. 4046/2012), της ΠΥΣ 6/2012 και του δεύτερου μεσοπρόθεσμου (ν. 4093/2012), επήλθαν δραματικές μεταβολές στο καθεστώς της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, όπως το ξέραμε. Η σύμβαση, εξωσυμβατικά και με κρατική παρέμβαση, αποδυναμώθηκε μονομερώς και «πάγωσε», ενώ τις κατώτατες αμοιβές πλέον αποφασίζει το Κράτος, αφού πάρει τις γνώμες των κοινωνικών εταίρων. Θέλουμε το σύντομο «ξεπάγωμα» της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ώστε να επιτελέσει την κοινωνική της αποστολή, επιστρέφοντας στην συμβατική της μορφή και μεταφέροντας τον καθορισμό του κατώτατου μισθού πίσω στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων.
Σ τις κλαδικές διαπραγματεύσεις, ίσως η πιο δραματική από τις τροποποιήσεις που έφερε το μνημόνιο ήταν η αναστολή της δυνατότητας επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων με Υπουργική Απόφαση, η οποία «πάγωσε» με τον ν. 4024/2011.Όλοι ταχθήκαμε εναντίον της αναστολής, καθώς ο περιορισμός της εφαρμογής μόνο στα μέλη των οργανώσεων, αποτελούσε και αποτελεί αντικίνητρο πρώτης γραμμής για την υπογραφή νέων Συλλογικών Συμβάσεων. Ο λόγος είναι απλός: Η ουσιαστική κατάργηση της επέκτασης σημαίνει ότι η οποιαδήποτε κλαδική σύμβαση ισχύει μόνο για τα μέλη των οργανώσεων που την υπογράφουν. Εάν ένα μέλος δεν θέλει να δεσμεύεται από τη σύμβαση, αποχωρεί από την οργάνωσή του. Αντιμετωπίσαμε και εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε θέματα μαζικής αποχώρησης μελών από τους Εμπορικούς Συλλόγους.
Σε ό, τι αφορά το άλλο μεγάλο θεσμικό θέμα, αυτό της μετενέργειας, θεωρούμε ότι είναι οι κοινωνικοί εταίροι αυτοί που πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν με συμφωνία τους το περιεχόμενο της μετενέργειας της κάθε συλλογικής σύμβασης.
Στο γενικότερο πλαίσιο, ζητάμε διορθώσεις στο καθεστώς διαπραγμάτευσης – μεσολάβησης – διαιτησίας και όχι διάλυσή του. Θέλουμε περισσότερη έμφαση στη διαπραγμάτευση και στην μεσολάβηση παρά στην διαιτησία. Δεν τασσόμαστε υπέρ της υποχρεωτικής διαιτησίας, αλλά ζητούμε διαχρονικά τον σοβαρό περιορισμό της, ώστε να μην υπάρχουν αυθαιρεσίες. Στο κοινό έγγραφο των εργοδοτών προς Υπουργό Εργασίας και Βουλή (16 Δεκεμβρίου 2015) διαμαρτυρηθήκαμε από κοινού για την μην ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, του δικαιώματος στην εκούσια (και όχι υποχρεωτική) διαιτησία. Η υποχρεωτική διαιτησία επαναφέρθηκε μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4303/2014 αλλά το όποιο αποτέλεσμά της θα ισχύει μόνο για τις συμβαλλόμενες εργοδοτικές οργανώσεις και τα μέλη τους, την ώρα που η υπόλοιπη αγορά παραμείνει απελευθερωμένη με όριο τον κατώτατο μισθό των 580 €. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, οι εργοδοτικές οργανώσεις που θα αφορά η εν λόγω διαιτητική απόφαση, είναι θέμα χρόνου να μείνουν ολοκληρωτικά χωρίς μέλη, δεδομένου ότι αυτά θα υφίστανται ένα σοβαρό –κατά την γνώμη μας αθέμιτο- ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Σε ό, τι αφορά τις επιχειρησιακές συμβάσεις, αν και αυτή τη στιγμή φαίνεται να γίνεται κατάχρηση των συμβάσεων αυτών, προκειμένου να κατέβουν αναγκαστικά οι μισθοί στο επίπεδο των κατώτατων αποδοχών, δεν παύουν να είναι εργαλείο επιβίωσης του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι μία Συλλογική Σύμβαση, έστω και με ένωση προσώπων είναι προτιμότερη από τη γενίκευση της καταφυγής στην ατομική σύμβαση εργασίας».