Ο Μιχάλης Ψιλάκης έχει αποκτήσει πολλές από τις υψηλότερες τιμές στον κόσμο της γαστρονομίας. Το 2008 τιμήθηκε με το βραβείο Food & Wine’s Best New Chef and Bon Appetit’s Chef of the Year, ήταν υποψήφιος για A-List Chef από την Bravo TV, ενώ το πολυτελές ελληνικό εστιατόριό του, που ονομάζεται «Anthos», ήταν υποψήφιο για το βραβείο James Beard Award στην κατηγορία «καλύτερο νέο εστιατόριο».
Ήταν επίσης Chef της χρονιάς από το περιοδικό Esquire, ενώ το εστιατόριό του βραβεύτηκε με ένα αστέρι Michelin και καταχωρήθηκε τρίτο στη λίστα των 10 καλύτερων νέων εστιατορίων από το The New York Times.
Η μητέρα του, Γεωργία, γεννήθηκε στην Καλαμάτα ενώ ο πατέρας του ήταν από την Κρήτη. Και οι δύο πλευρές της οικογένειάς του, συνέχεια από τον εμφύλιο, την επανάσταση και την εξορία που σημάδεψαν την Ελλάδα τον περασμένο αιώνα, έφτιαξαν ένα πραγματικά ελληνικό σπίτι στο Long Island.
Η ζωή του ως παιδί ήταν επικεντρωμένη στις χριστιανικές γιορτές στην εκκλησία ή τις οικογενειακές γιορτές με περίπου 200 συγγενείς που μαζεύονταν στις μεγάλες γιορτές. «Οι γονείς μου πήραν μέσα στο μυαλό τους την Ελλάδα που άφησαν το 1950 και προσπάθησαν να μας μεγαλώσουν μέσα σε αυτήν την εικόνα», λέει, «δεν είχα καν μάθει αγγλικά μέχρι που πήγα στο σχολείο».
Σε εκείνον τον «κόσμο» οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι και μαγείρευαν κάθε βράδυ και οι άντρες έσφαζαν κι έψηναν ολόκληρα αρνιά στην πίσω αυλή, ενώ τα παιδιά έπρεπε να πάνε στο σχολείο και μετά να αποκτήσουν ένα επάγγελμα.
Ως ο μεγαλύτερος γιος πρώτης γενιάς μιας ελληνικής οικογένειας στο Long Island, ο Μιχάλης Ψιλάκης έμελλε να είναι εκείνος που θα δώσει «σάρκα και οστά» στην εκτίμηση για το φαγητό και τη φιλοξενία, που, για την οικογένειά του, ήταν πολύ σημαντικά.
Όταν ο πατέρας του εγκατέστησε ένα τεράστιο μπάρμπεκιου στο πίσω μέρος του κήπου, τον δίδαξε πως να ψήνει ολόκληρο το αρνί στη σούβλα. Μια εξαιρετική μαγείρισσα, η μητέρα του, τον δίδαξε τα πάντα γύρω από τη γεύση και τις τεχνικές της κλασσικής ελληνικής κουζίνας και παραμένει η μεγαλύτερή του επιρροή στην κουζίνα.
«Ακόμη και σήμερα οι γεύσεις των πιάτων μου είναι οι γεύσεις της μητέρας μου», λέει ο Μιχάλης Ψιλάκης, «και το ένστικτό μου για να οδηγήσω την ελληνική κουζίνα σε νέες κατευθύνσεις το κληρονόμησα από εκείνη».
Στο κολλέγιο απέκτησε το ΒΒΑ (Bachelor) στη λογιστική και διοίκηση επιχειρήσεων σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του αλλά στη συνέχεια βρήκε δουλειά ως σερβιτόρος στο εστιατόριο T.G.I. Fridays, όπου άρχισαν να φαίνονται οι πιθανότητες για μια καριέρα στη διαχείριση εστιατορίου. Αργότερα εργάστηκε στο Café Angelica, μια trattoria στο Long Island και τελικά το αγόρασε. Ο Μιχάλης Ψιλάκης το μετονόμασε σε «Ecco» και καθιερώθηκε ως ένας καλός εστιάτορας.
Ο Μιχάλης Ψιλάκης διατηρεί για δύο χρόνια το Ecco μέχρι τη μέρα που ο σεφ δεν εμφανίστηκε. Με τις κρατήσεις να εκκρεμούν εκείνο το βράδυ ο Μιχάλης Ψιλάκης μπήκε στην κουζίνα. Εκείνη η στιγμή της κρίσης επέτρεψε στο έμφυτο και αδιαμφισβήτητο ταλέντο του ως σεφ να αποκαλυφθεί. Ένα χρόνο αργότερα ο Μιχάλης Ψιλάκης λαμβάνει δύο αστέρια από το The New York Times για την κουζίνα του.
Το άνοιγμα της επόμενης επιχείρησής του, το εστιατόριο «Onera» στη δυτική πλευρά του Μανχάταν, του επιτρέπει να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο του όνειρο και να γυρίσει στο πάθος του για το μαγείρεμα. Τα μοναδικά ελληνικά και εμπνευσμένα φαγητά που σερβίρει στο «Onera» του δίνουν τη φήμη του ανερχόμενου γαστρονομικού αστέρα.
Το 2006 συνεργάζεται με την εστιάτορα Donatella Arpaia για να ανοίξουν ένα εστιατόριο Dona όπου σερβίρονταν κουζίνα «πρώτης γενιάς» -φαγητό στο οποίο αναμειγνύονταν οι σύγχρονες αμερικάνικες εμπειρίες τους με την κουζίνα των γονιών τους και τη μεσογειακή καταγωγή τους- ελληνική και ιταλική. Το εστιατόριο έλαβε δύο αστέρια από το The New York Times και ονομάστηκε ως ένα από τα καλύτερα νέα εστιατόρια από το Esquire το 2006.
Το 2007 το Dona αναγκάζεται να κλείσει λόγω προβλημάτων του ακινήτου. Ήδη επεξεργάζεται τα σχέδιά του για να φέρει νέες ιδέες στη γαστρονομική σκηνή της Νέας Υόρκης. Ο Μιχάλης Ψιλάκης μετατρέπει το Onera σε Kefi, ένα ρουστίκ, φιλόξενο μέρος όπου σερβίρονταν το ελληνικό φαγητό που έτρωγε από παιδί.
Στη συνέχεια μετακινείται σε μια πιο αναβαθμισμένη κουζίνα κι από το Onera πηγαίνει σε ένα μεγαλύτερο χώρο που ονομάζεται Anthos και βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Σε αυτό το εστιατόριο λαμβάνει το αστέρι Michelin και αποτελεί το ένα από τα δύο ελληνικά εστιατόρια σε ολόκληρο τον κόσμο που έλαβαν αυτό το βραβείο.
Τα εστιατόρια του Μιχάλη Ψιλάκη: Kefi, FISHTAG, MP Taverna (τέσσερα εστιατόρια με αυτό το όνομα σε διαφορετικές περιοχές της Νέας Υόρκης) & The Hall
Η ελληνική σαλάτα του Michael Psilakis
Υλικά
(για 10-15 άτομα)
24 ντοματίνια, κομμένα στα δύο
350 γρ. αγγούρι, καθαρισμένο και κομμένο σε χοντρές φέτες
1 μεγάλο μαρούλι, λεπτοκομμένο
500 γρ. φινόκιο, κομμένο σταυρωτά σε λεπτές φέτες
4 μικρές κόκκινες πιπεριές, ψημένες
1 μεγάλο γλυκό κρεμμύδι, κομμένο σε χοντρές φέτες
8 φρέσκα κρεμμυδάκια, κομμένα σε λεπτές φέτες
1 κόκκινο κρεμμύδι, κομμένο σε λεπτές φέτες
1/2 φλιτζάνι κλωναράκια άνηθο, χοντροκομμένα
1/2 φλιτζάνι κλωναράκια μαϊντανό, χοντροκομμένα
1 κ.σ. ρίγανη ξερή
50 πράσινες και μαύρες ελιές (ανάμεικτες), χωρίς το κουκούτσι και κομμένες στη μέση
1/2 φλιτζάνι μεγάλη κάπαρρη
3/4 φλιτζανιού βινεγκρέτ από κόκκινο κρασί και φέτα
2/3 φλιτζανιού τυρί φέτα, τριμμένη
4 pepperoncini (πιπεριές τουρσί), κομμένα σε φέτες
έξτρα παρθένο ελαιόλαδο
χοντρό αλάτι & φρεσκοτριμμένο μαύρο πιπέρι
Εκτέλεση
1. Αλείφουμε τις φέτες κρεμμυδιού με λίγο ελαιόλαδο και τις αλατοπιπερώνουμε. Σε ένα τηγάνι τις ψήνουμε μέχρι να μαλακώσουν και ύστερα τις χωρίζουμε σε ροδέλες.
2. Σε ένα μεγάλο μπολ ανακατεύουμε μαζί όλα τα υλικά εκτός από τη βινεγκρέτ, τη φέτα και τα pepperoncini.
3. Περιχύνουμε με τη βινεγκρέτ και ανακατεύουμε καλά με τα χέρια. Πασπαλίζουμε με τη φέτα και σερβίρουμε.
Πηγή: ellines.com – arttable.gr