Μεσημέρι Τετάρτης 18 Ιανουαρίου 2017, λίγο μετά τις 2. Κατευθυνόμαστε οδικώς στον Σταυρό Ακρωτηρίου Χανίων. Μαζί με την Ανδρονίκη Μπαχτσαβάνη (ομάδα “Βοήθα με να μπορώ”), η οποία το προηγούμενο απόγευμα με είχε ενημερώσει για μία οικογένεια Ελλήνων, με δύο παιδιά, που απηύθυνε δραματική έκκληση για βοήθεια. Είχαμε ζητήσει, ως HANIA.news, μέσω της Ανδρονίκης, να επισκεφθώ την οικογένεια, για να διαμορφώσω προσωπική άποψη για τη συγκεκριμένη -δραματική, όπως εκ των υστέρων διαπίστωσα ή, μάλλον, επιβεβαίωσα- ιστορία μιας, ακόμη, διπλανής μας πόρτας. Και είχαμε λάβει καταφατική απάντηση.
Καθ’ οδόν για τον Σταυρό και περνώντας από σχολείο του Ακρωτηρίου, η Ανδρονίκη είδε με την άκρη του ματιού της τα δύο παιδιά της οικογένειας, τα δύο κορίτσια, μαθήτριες Λυκείου, οι οποίες περίμεναν το λεωφορείο για να τις μεταφέρει στο σπίτι τους. «Να τις πάρουμε;», με ρωτά. Ούτε συζήτηση. Λίγα λεπτά αργότερα, με τα δύο κορίτσια να κάθονται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, έχοντας φορέσει τις ζώνες ασφαλείας τους, κατευθυνόμαστε στο σπίτι τους.
Στη διαδρομή, τα λόγια, αρχικά τουλάχιστον, είναι μετρημένα. Η Α. είναι πιο ομιλητική, αν και εξόχως μελαγχολική. Όχι μόνο απαντά στις ερωτήσεις που κάνω, αλλά, κάποιες φορές, «πηγαίνει» τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα. Η Β., από την άλλη, έχει επιλέξει τη σιωπή. Την παρατηρώ μέσω του εσωτερικού καθρέφτη. Μελαγχολικό βλέμμα, καρφωμένο στο… άπειρο. Μόνο όταν της απευθύνω τον λόγο, μου απαντά. Μονολεκτικά συνήθως.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι τους και η Γεωργία, η μητέρα τους, μου άνοιξε την πόρτα για να δω πού μένουν καταλάβα πλήρως πού οφείλεται η μελαγχολία των δύο παιδιών. Οι εικόνες που αντίκρυσα ήταν σοκαριστικές. Ένα πολύ μικρό χαμηλοτάβανο σπίτι, χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, χωρίς… τίποτα ουσιαστικά. Αναζητώ τον πατέρα των παιδιών. Δεν είναι εκεί. Η Γεωργία δικαιολογεί την απουσία του. «Κάπου θα πήγε», μας λέει αρχικά, αλλά λίγο αργότερα, όταν επιμένουμε να τον αναζητάμε, μας εκμυστηρεύεται ότι «ντρέπεται για την κατάστασή μας και γι’ αυτό μάλλον έφυγε».
«Πού να πήγε;», σκέφτομαι. «Κάπου εδώ κοντά». Η οικογένεια, άλλωστε, δεν διαθέτει μεταφορικό μέσο. Ούτε καν ένα δίκυκλο. Τα παιδιά μεταφέρονται στο σχολείο καθημερινά με το λεωφορείο. Και αν κάτι συμβεί και το χάσουν, όπως έγινε εκείνο το πρωί της Τετάρτης; Κάνουν ωτοστόπ… «Ο απόλυτος εγκλωβισμός», σκέφτομαι. Να μένεις στον Σταυρό και να μην έχεις μεταφορικό μέσο…
Η Ανδρονίκη απασχολεί τα κορίτσια, όση ώρα συνομιλώ με τη Γεωργία. Ο άνδρας της, Σεβήμ το όνομά του στην ελληνική του ταυτότητα, Κώστα τον αποκαλεί εκείνη, σημειώνοντας ότι «έχει βαπτιστεί χριστιανός», είναι από την Κομοτηνή, εκείνη από την Αθήνα. Παντρεύτηκαν στη Θράκη, στο χωριό του Κώστα, και ήρθαν στην Κρήτη για διακοπές πριν από 24 χρόνια περίπου. Οι συνθήκες τα έφεραν έτσι και αποφάσισαν να μείνουν. Στον Σταυρό Ακρωτηρίου. Εκείνα τα χρόνια, όπως μου λέει η Γεωργία, υπήρχαν δουλειές. Ο άνδρας της εργαζόταν για μερικά χρόνια σε μια μάντρα οικοδομικών υλικών και, ακολούθως, πότε στην οικοδομή και πότε σε χωράφια. Ωστόσο, σταδιακά και ειδικά τα χρόνια της κρίσης, όλα άλλαξαν. Εκείνος έχει μείνει, εδώ και καιρό, χωρίς δουλειά, ενώ εκείνη εργάζεται περιστασιακά τα καλοκαίρια, όπου βρει. Τελευταία της δουλειά σε εστιατόριο. Λάντζα. Για δύο μήνες περίπου.
Όση ώρα μου μιλά την παρατηρώ προσεκτικά. Είναι -και φαίνεται- πολύ ταλαιπωρημένη. «Είμαι 52 ετών, όπως και ο άντρας μου, αλλά έχουμε ταλαιπωρηθεί πολύ», μου λέει, λες και διαβάζει τη σκέψη μου.
«Πώς είναι να μένεις εδώ;», τη ρωτώ. «Ζυγίζει» τα λόγια της. «Εγώ το ξέρω…» (παύση). «Εγώ το ξέρω», επαναλαμβάνει και ξεσπά σε κλάματα.
«Νερό δεν έχουμε. Ούτε ρεύμα. Ρεύμα μάς δίνει η γειτονιά. Το βράδυ μόνο, παίρνουμε ρεύμα μ’ ένα καλώδιο. Μας δίνει ένας γείτονας. Αν, όμως, δεν έρθει, δεν έχουμε ρεύμα. Αναγκαζόμαστε να περνάμε με κεράκια ή με καντηλάκια. Έτσι διαβάζουν τα παιδιά. Όσο για το νερό, έχουμε εδώ αυτές τις βαρέλες» (σ.σ. μου δείχνει με το χέρι της) «που τις γεμίζουμε και κάνουμε τη δουλειά μας. Ζεσταίνω στη σόμπα νερό και πλένω ή για να κάνουν μπάνιο τα παιδιά. Για τα πιάτα χρησιμοποιούμε νερό από τα μπετόνια που έχουμε εδώ, που είναι πιο καθαρά. Και για να πίνουμε έχουμε κάποια μπουκάλια με νερό, το οποίο το χρησιμοποιούμε και για μαγείρεμα…».
Κάνει παύση και συνεχίζει: «Φαγητό μάς φέρνει ο κόσμος. Ρούχα, παπούτσια… Τώρα, δηλαδή, που κοινοποιήθηκε»…
«Τι θέλετε;», τη ρωτώ.
«Δεν θέλω τίποτα για μένα. Μόνο για τα παιδιά μου» (κλάματα). «Θέλω να βρούμε ένα σπίτι. Δεν θέλω να πάω σε τηλεοράσεις, να με δει ο κόσμος… Θέλω ένα σπίτι για τα παιδιά μου, να δω να τρέχει νερό η βρύση, να δω ν’ ανάβουνε το φως όποτε θέλουνε, να έχω μια δουλειά, να μπορώ να τους προσφέρω ένα χαρτζιλίκι, να τους πω, πάρτε παιδιά να πάρετε ό, τι θέλετε. Αυτό το έχω μαράζι» (κλάματα) … Ένα σπίτι, ν’ ανοίγουνε τη βρύση, να τρέχει νερό, να έχουνε ρεύμα μέρα – νύχτα, να μη φοβούνται όταν θα γυρίζουν από το σχολείο, αν θα έχουν φως για να διαβάσουν ή αν θ’ αναγκαστούν, για άλλη μια φορά, να διαβάσουν με το κερί και το καντήλι. Δεν είναι αυτά ωραία πράγματα. Και γι’ αυτό προσπαθούμε με τον άντρα μου να βρούμε δουλειά. Τουλάχιστον να πληρώνουμε τα βασικά. Αν βρεθεί ένα σπίτι στα Χανιά θα είναι πολύ καλά για εμάς. Τα παιδιά θα μπορούν να έχουν κοινωνική δραστηριότητα, εκεί κοντά μένουν και κάποια κορίτσια που τα γνωρίζουν και θ’ απασχολούνται και με κάτι απογευματινό. Ίσως να μπορέσουμε κι εμείς να βρούμε πιο εύκολα δουλειά εκεί κοντά».
Επισημαίνω ότι στο σπίτι της το καντήλι είναι αναμμένο.
«Πιστεύουμε στον Θεό. Η μαμά μου είχε αναμμένο πάντα το καντηλάκι. Και στο δικό μας το σπίτι είναι αναμμένο μέρα – νύχτα. Μέρα – νύχτα. Υπήρξαν στιγμές που δεν είχαμε και ψωμί να πάρουμε. Πολλά… Διάφορα… Όμως το καντήλι είναι αναμμένο»…
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μπαίνουμε στο σπίτι και καθόμαστε στα δύο κρεβάτια. Η Α. δέχεται να μου μιλήσει. «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ζει κάποιος έτσι, ειδικά όταν έχει ν’ αντιμετωπίσει και τις σχολικές υποχρεώσεις. Και ταυτόχρονα να πρέπει να στηρίζει την οικογένειά του, να βρίσκει τα κατάλληλα μέσα για να τη στηρίζει, ώσπου κάποια στιγμή οι δυνάμεις κάμπτονται, κουράζεται. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εύχομαι να μην τύχει σε κανέναν. Στεναχωριέμαι. Στεναχωριέμαι πάρα πολύ…», μας λέει και από μέσα της βγαίνει ένας βαθύς αναστεναγμός, ένας «λυγμός».
«Ποια τα όνειρά σου;» τη ρωτώ.
«Ήθελα να γράψω πανελλαδικές για να γίνω φυσικοθεραπεύτρια, όμως όλο αυτό με “εξουδετέρωσε”, γιατί είμαι αγχώδης από τη φύση μου και με όσα συμβαίνουν δεν μπορώ να πραγματοποιήσω αυτόν τον στόχο μου. “Κουβαλάω” πράγματα μέσα μου… Μου αρέσει να τραγουδάω, να ζωγραφίζω, να γράφω στίχους και ανακάλυψα ότι τόσα χρόνια δεν μου δόθηκε η ευκαιρία ν’ ανακαλύψω τον εαυτό μου, να τον αγαπήσω πραγματικά και να νιώσω ελεύθερη. Τώρα που ανακαλύπτω καινούρια πράγματα για τον εαυτό μου, εκπλήσσομαι. Δεν περίμενα ότι μπορώ να τα κάνω, ενώ έχω πείσμα ότι θα τα καταφέρω, τη μια όχι, την άλλη ναι, αλλά κάτι μου λέει ότι θα τα καταφέρω στο τέλος…», λέει η Α.
«Είναι στιγμές που θα έχουμε ψωμί, υπάρχουν στιγμές που δεν θα έχουμε… Είναι δύσκολο… Είναι άσχημο όταν ο μπαμπάς δεν δουλεύει. Όταν δεν δουλεύει και η μαμά είναι το ίδιο άσχημο. Θα ήθελα να έχουμε ένα καλύτερο σπίτι. Με ρεύμα και νερό. Αυτό θέλω. Και να βρουν οι γονείς μου μια δουλειά», συμπληρώνει με το βλέμμα της να γίνεται ακόμη πιο μελαγχολικό.
Η αδελφή της, η Β., εξακολουθεί να είναι φειδωλή στα λόγια. «Θα ήθελα μια καλύτερη ζωή. Όχι πολυτέλειες, αλλά τα βασικά. Ένα σπίτι στα Χανιά, με νερό και ρεύμα, για την οικογένειά μας και μια δουλειά για τον πατέρα μας. Αυτό θέλω. Ζούμε σ’ ένα απόμερο μέρος και δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα εδώ».
Ειπώθηκαν και άλλα, πολλά. Πράγματα που δεν γράφονται… Στον γυρισμό συζητάμε με την Ανδρονίκη. «Έχει ευαισθητοποιηθεί πολύς κόσμος», μου λέει, «από τη στιγμή που δημοσιοποιήσαμε το θέμα».
«Υπάρχει ελπίδα;», αναρωτιέμαι. Πρέπει να υπάρξει. Πρωτίστως για τα δύο αυτά κορίτσια…
Διαβάστε ακόμη: Χανιά | Ετσι μπορείτε να βοηθήσετε την οικογένεια που ζει στην απόλυτη φτώχεια στον Σταυρό Ακρωτηρίου