Μέρες κατάνυξης και μυσταγωγίας οι μέρες αυτές της πορείας προς το Μέγα Πάσχα.
Με τη μεθυστική μυρωδιά της πασχαλιάς και του νερατζανθού, τις νοικοκυρές που τρέχουν πάνω – κάτω, τα ασβεστώματα εδώ κι εκεί σε όλους τους κήπους του χωριού… και τις καμπάνες που χτυπούν μέρα και νύχτα.
Οι αναμνήσεις όλων μας (ή μάλλον αυτών των τυχερών) από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, αυτές τις μέρες βρίσκονται -θέλουμε δεν θέλουμε, «τρέχουμε» δεν «τρέχουμε», βαρυγκομούμε δεν βαρυγκομούμε- στην άκρη του μυαλού μας.
Η γιαγιά, που, πριν μπει η Μεγάλη Εβδομάδα, “έγδυνε” όλο το σπίτι, έπλενε στα χέρια με αλουσιά τα σεμεδάκια και τις κουρτίνες ν’ ασπρίσουνε, ξεσκόνιζε ταβάνια και ντουλάπια με μια παλιά φανέλα του παππού και άσπριζε με τον ολόλευκο ασβέστη μέσα κι έξω τους τοίχους. Εκανε και μια λωρίδα άσπρη στην αυλή… να χωρίζουν τα σκαλιά από τον κήπο.
Όλα να’ ναι παστρικά και λαμπερά πριν τη μεγάλη Λαμπρή!
Δεν είχες ώρες για ξεκούραση… Και νηστεία, αυστηρή νηστεία. Μικροί – μεγάλοι ακολουθούσαν τις προσταγές της παράδοσης…
Το δεκατιανό ήταν μια φέτα προζυμένιο ζυμωτό ψωμί με λάδι και ένα φρέσκο κρεμμυδάκι. Οταν η γιαγιά “είχε κέφια”, σου ‘δινε και δυο μαύρες αλατσολιές.
Το βράδυ βραστάρι που όμοιό του δεν υπάρχει, με χίλια δυο μυρωδικά, λίγο παξιμάδι και ύπνο…
Η Μεγάλη Εβδομάδα ξεκινούσε και τέλειωνε με δουλειές. Πολλές δουλειές. Ασταμάτητα πήγαινε – έλα, φωνές και «πανικό».
Πρώτα να μαζέψουμε τ’ αυγά. Ένα – ένα, φρέσκα από τις κουφάλες των δέντρων. Να φυλαχτούν προσεκτικά για τη βαφή τη Μεγάλη Πέμπτη.
Κουλούρια τη Μεγάλη Τρίτη. Λαμαρίνες ολόκληρες κι ο ξυλόφουρνος στην αυλή ν’ ανάβει.
Οι κουλούρες, αφράτες πλεξούδες πλουμιστές με απόλυτη μυστικότητα φτιαγμένες, γίνονταν τη Μεγάλη Τετάρτη.
Κι από βραδύς τα γεμιστά. Με φύλλα δροσερά από την κρεβατίνα, δυο ντομάτες, ένα κολοκύθι, μια πιπεριά… Και άνιθο και δυόσμο, πολύ δυόσμο.
Τη Μεγάλη Πέμπτη απ’ το πρωί, πάλι με απόλυτη μυστικότητα και ησυχία, τα κόκκινα αυγά. Δεν ράγιζε κανένα!
Το πλύσιμο των εντέρων και της κοιλιάς του αρνιού… για το βράδυ του Σαββάτου. Τυλιγμένα και πεντανόστιμα.
Και μετά το μεσημέρι όλοι στα χωράφια για νερατζανθούς. Γιρλάντες, μέτρα και μέτρα ολόκληρα, να καλύψουν το γυμνό σώμα του Χριστού το βράδυ στα Ευαγγέλια. Τάξιμο που πάει από γενιά σε γενιά.
Αυτή τη μέρα, λίγα τα λόγια και οι φωνές. Προετοιμασία όλων για τη Μεγάλη ή Μαύρη Παρασκευή, όπως την έλεγε η γιαγιά μου. Οι παλιοί συνήθιζαν να τρώνε τρεις πικρές ελιές αυτή τη μέρα. Μια το πρωί, μια το μεσημέρι και μία το βράδυ.
Και το βράδυ η κορύφωση. Ο Επιτάφιος. Μεγαλειώδης, επιβλητικός και ολοστόλιστος με μαργαρίτες, κρίνους της Παναγίας και νερατζανθούς, ο Επιτάφιος. Μπροστάρης, και πίσω όλο το χωριό να ψάλλει.
Το βράδυ νερόβραστη ψευτόσουπα… και νωρίς ύπνο. Αύριο θα μεταλάβουμε όλοι!
Το Μεγάλο Σάββατο ακόμα πένθος, ούτε φωνές, ούτε χαχανητά επιτρέπονται. Μα ξέρουμε πως είναι για λίγο. Σε λίγες ώρες ο φούρνος θα ξανανάψει για να μπουν οι λαμαρίνες με τα μυζιθρένια πασχαλινά καλιτσούνια, με τη μαλάκα και τον ανθότυρο. Παραδεισένια γεύση. Καμιά άλλη μέρα του χρόνου δεν γίνονται τόσο νόστιμα.
Σε λίγο όλοι θα βάλουν τα γιορτινά τους. Τα λευκά σοσονάκια με τη δαντελίτσα, το φόρεμα που έφερε ο νονός και στο χέρι η λαμπάδα. Πάσχα πραγματικό κι ανάσταση.
Και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα όλοι μαζί στην εκκλησία για το Χριστός Ανέστη!
Ξημερώνει Πάσχα και όλοι μαζεύουν τις δυνάμεις τους για την ημέρα του σουβλιστού αρνιού και της παρέας. Γλέντι τρικούβερτο ως αργά τη νύχτα…
Χριστός Ανέστη, με υγεία!
ΥΓ.: Οσοι τυχεροί έχουμε ζήσει με τις εικόνες αυτές, αδύνατον και αδιανόητο να τις ξεχνάμε. Χρέος μας μεγάλο, θαρρώ, να τις περάσουμε -όπως μπορούμε, πρωτίστως βιωματικά, ει δυνατόν- και στα παιδιά μας. Μα και στους επισκέπτες, που αποφασίζουν να περνούν κάθε χρόνο στον τόπο μας τούτις τις ημέρες…