Σε παρέμβασή της για το νομοσχέδιο της Παιδείας, η βουλευτής Χανίων Βάλια Βαγιωνάκη σημειώνει ότι το παρόν σχέδιο νόμου «ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις προσδοκίες της κοινωνίας για μόρφωση, ποιοτική έρευνα και διαφάνεια» και τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες και με δεδομένο το μνημονιακό πλαίσιο, θέτει τις βάσεις για την εξασφάλιση της απρόσκοπτης πρόσβασης στην εκπαίδευση σε όλους τους πολίτες, ενισχύει την έρευνα και αναδεικνύει την Παιδεία ως μέσον για καλύτερη μόρφωση, καλλιέργεια, αλλά ταυτόχρονα, και ως μέσο για ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για τη χώρα».
Αναλυτικά η παρέμβαση της κ. Βαγιωνάκη:
«Από τις αρχές της δεκαετίας του 80 στην Ευρώπη και λίγο αργότερα στην Ελλάδα, η επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και της νεολαίας εντάθηκε. Και φυσικά στο στόχαστρο αυτής της μάχης βρέθηκε η Παιδεία, η απαξίωση της οποίας επιχειρήθηκε με συστηματικό τρόπο και επιχειρήματα που αναπαράγονται δυστυχώς ακόμα και σήμερα από συγκεκριμένα πολιτικά και επιχειρηματικά κέντρα: «δεν είμαστε ανταγωνιστικοί», «δεν στοχεύουμε στα έσοδα», «διαθέτουμε ένα άχρηστο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης» κ.α..
Ως θεσμικός ρόλος, ως κοινωνική διαμεσολάβηση, ως χώρος διακίνησης ιδεών και απόψεων το Πανεπιστήμιο αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται σε πολλαπλά επίπεδα, με πολλαπλά σημεία αναφοράς και πολλαπλούς αναδόχους. Τα παραπάνω στοχεύουν το εκπαιδευτικό σύστημα να καταλήξει να αξιολογείται με αγοραίους κανόνες και στη βάση συγκεκριμένης ιδεολογικής ατζέντας, η οποία αντιμετωπίζει τη γνώση και τη μόρφωση ως εμπόρευμα, το Πανεπιστήμιο ως επιχείρηση και τους φοιτητές ως πελάτες.
Ο Καστοριάδης πριν χρόνια σχολίαζε σχετικά: «Η εκπαιδευτική υπερκατανάλωση σχετίζεται με το χαρτί που τα παιδιά θα πάρουν. Αυτός ο παράγοντας απέκτησε ακόμα περισσότερο βάρος με την αύξηση της ανεργίας, αφού το χαρτί δεν προσφέρει αυτόματα εργασία. Τώρα το παιδί πρέπει να πάρει ένα πιο καλό χαρτί. Και το εκπαιδευτικό σύστημα είναι το μέρος όπου κάποιος αποκτά (ή δεν αποκτά) αυτό το χαρτί. Είναι απλά συντελεστικό όργανο – δεν αποτελεί πλέον τον χώρο εκείνο που θα κάνει το παιδί άνθρωπο. Πριν τριάντα χρόνια, στην Ελλάδα, η παραδοσιακή λαϊκή έκφραση ήταν: “Σε στέλνω στο σχολείο για να γίνεις άνθρωπος”». Κάπως έτσι λοιπόν, συμπυκνώνεται η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση στην πατρίδα μας και θα έλεγε κανείς ότι τα τελευταία 10 χρόνια βλέπουμε την απόληξή της: μια χώρα σε επιτροπεία, με μύρια οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα. Φυσικά θα πείτε: «Το νομοσχέδιο για την Παιδεία έρχεται να λύσει όλα τα προβλήματα;».
Το παρόν νομοσχέδιο εντάσσεται σε ένα πλέγμα νομοθετικών πρωτοβουλιών, αλλά και δράσεων της Κυβέρνησης για την ανώτατη εκπαίδευση, όπως η προκήρυξη 500 νέων θέσεων για μέλη ΔΕΠ σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, κι άλλων τόσων το 2018, η χρηματοδότηση υποτροφιών για προπτυχιακούς, διδάκτορες, μεταδιδάκτορες και ερευνητικές μονάδες συνολικού ύψους 203 εκατ. ευρώ για τα επόμενα 4 χρόνια, η καθιέρωση του θεσμού του ακαδημαϊκού υποτρόφου με κονδύλια 42 εκατ. ευρώ και 3.700 ωφελούμενους, η συγκρότηση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας και άλλων πολλών, όπως οι αλλαγές στον ΔΟΑΤΑΠ ή στον προσανατολισμό των ΕΣΠΑ της νέας προγραμματικής περιόδου.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες και με δεδομένο το μνημονιακό πλαίσιο, το παρόν σχέδιο νόμου θέτει τις βάσεις για την εξασφάλιση της απρόσκοπτης πρόσβασης στην εκπαίδευση σε όλους τους πολίτες, ενισχύει την έρευνα και αναδεικνύει την Παιδεία ως μέσον για καλύτερη μόρφωση, καλλιέργεια, αλλά ταυτόχρονα, και ως μέσο για ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για τη χώρα. Και για την υπηρέτηση του παραπάνω στόχου εισάγεται μια σπουδαία διάταξη που εξασφαλίζει σε όλους τους φοιτητές που έχουν κάτω από ένα εισόδημα, λίγο πάνω από τις 8000€ ατομικό και 15-16.000 οικογενειακό, να έχουν δωρεάν πρόσβαση σε οποιοδήποτε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών επιλέξουν.
Επιπλέον, επί πολλά χρόνια γίνεται συζήτηση για τη συμβολή των ΑΕΙ στην ανάπτυξη. Μια ακόμη καινοτομία του νόμου είναι ότι για πρώτη φορά προωθείται ο Ενιαίος Χώρος Εκπαίδευσης και Έρευνας και δίνεται η δυνατότητα θεσμικής συνεργασίας και συνεννόησης μεταξύ πανεπιστημίων, ΤΕΙ και ερευνητικών κέντρων μιας περιφέρειας, για την αξιοποίηση του τεράστιου δυναμικού και των υποδομών παράγοντας προστιθέμενη αξία.
Τέλος, ως προς τα ξενόγλωσσα τμήματα, ένα σχόλιο: Ισχυρίζεται η ΝΔ ότι τα πανεπιστήμια μας διαθέτουν δυνατότητες προσέλκυσης αλλοεθνών φοιτητών, οι οποίοι, μέσω της καταβολής διδάκτρων, θα συντείνουν στην οικονομική ενδυνάμωση των ΑΕΙ. Την ίδια στιγμή όμως, αναπτύσσει μια πολεμική ρητορική για την ανώτατη εκπαίδευση που αποτελεί ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα προσέλκυσης φοιτητών. Συνεπώς, όχι μόνο αυτοαναιρείται, αλλά υπονομεύει και τις δυνατότητες της χώρας.
Οφείλουμε ως βουλευτές να προστατέψουμε την δημόσια εκπαίδευση, να αναδείξουμε την κοινωνική χρησιμότητα της και να υπογραμμίσουμε τη δυνατότητα του δημόσιου πανεπιστημίου να αποτελέσει τον θεσμό που θα συνεισφέρει στην κοινωνική αλλαγή. Το νομοσχέδιο αυτό και παρά τις προσπάθειες των ΜΜΕ και μερίδας της Αντιπολίτευσης να το απαξιώσει, υπηρετεί τους παραπάνω στόχους, μα πάνω απ’ όλα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις προσδοκίες της κοινωνίας για μόρφωση, ποιοτική έρευνα και διαφάνεια.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που απαντά με σαφή τρόπο στο αν η δημόσια εκπαίδευση και η έρευνα πρέπει να είναι προσανατολισμένη στην κοινωνία ή στην αγορά. Εμείς με βεβαιότητα επιλέξαμε το πρώτο. Η αντιπολίτευση;»