«Στα Χανιά μόνο εξαιτίας της διάβρωσης των ακτών, χάνονται 20 στρέμματα παραλίας. Κάθε τετραγωνικό εκμετάλλευσης της παραλίας εισφέρει 10 ευρώ την ημέρα. Υπολογίστηκε, λοιπόν, ότι με την εμφάνιση του φαινομένου χάνονται 2 εκατομμύρια ευρώ ετησίως», σύμφωνα με στοιχεία του καθηγητή του Πολυτεχνείου Κρήτης Κώστα Συνολάκη, από ερευνητικό πρόγραμμα που υλοποίησε το Πολυτεχνείο Κρήτης σε συνεργασία με το ΕΛΚΕΘΕ.
Αυτό επεσήμανε το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) Νίκος Χιωτάκης, μιλώντας στην ημερίδα με θέμα: «Διάβρωση ακτών: Αίτια – αντιμετώπιση – θεσμικό πλαίσιο», που διοργάνωσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ).
Στη διάρκεια των εργασιών της ημερίδας παρουσιάστηκαν αποκαλυπτικά -για την έκταση του φαινομένου- στοιχεία, με ιδιαίτερη αναφορά στην Κρήτη. Οπως αναφέρθηκε, το ποσοστό των παραλιών που παρουσιάζει σήμερα φαινόμενα διάβρωσης ανέρχεται στο 28,6%. Το πρόβλημα είναι εντονότερο ανά περιοχές: για παράδειγμα, στην Κρήτη, με 1.148,3 χλμ. παραλιών, υπό διάβρωση βρίσκονται 756 χλμ., ήτοι το 65,8%. Αντίστοιχα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με 821,8 χλμ. παραλιών, πρόβλημα διάβρωσης αντιμετωπίζουν τα 371 χλμ., δηλαδή το 45,1%. Και στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, υπό διάβρωση βρίσκονται τα 582 χλμ. από τα 1.491 χλμ. παραλιών, δηλαδή το 39%.
ΣΤΟ «ΚΟΚΚΙΝΟ» ΤΟ 65,8% ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Η ακτογραμμή της Κρήτης σε ποσοστό 65,8% αντιμετωπίζει πλέον σοβαρό πρόβλημα διάβρωσης. Μάλιστα, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν οι άστοχες επεμβάσεις που γίνονται κατά καιρούς και οι οποίες επιτείνουν αντί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η έρευνα αφορά τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην παράκτια ζώνη του νησιού και πραγματοποιήθηκε από επιστημονικές ομάδες του Εργαστηρίου Παράκτιας Ερευνας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ.
Τα στοιχεία για την έκταση του φαινομένου στο νησί είναι αποκαλυπτικά. Για παράδειγμα η παραλία της Σητείας, με μέσο πλάτος 10 μέτρα, έχει ήδη χάσει το 47,6% της έκτασής της. Σημαντικές είναι οι απώλειες και σε άλλες γνωστές παραλίες: στην Ιεράπετρα το 23,8%, στις Γούβες το 20,4%, στο Βάι και στην Αγία Ρούμελη το 17,8%, στην Αμμουδάρα το 11,9%, στη Γεωργιούπολη και στο Ελαφονήσι το 10,2%.
Γιατί είναι τόσο έντονο το πρόβλημα στην Κρήτη; «Στο νησί μας η διάβρωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε ανθρωπογενείς παράγοντες, σε άστοχες παρεμβάσεις που οδηγούν στην απώλεια των παραλιών», ανέφερε στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο διευθυντής Ερευνών στο Εργαστήριο Παράκτιας Ερευνας Νίκος Καμπάνης.
«Ενα “κλασικό” παράδειγμα είναι η κατασκευή ενός τοιχίου που εμποδίζει την αναρρίχηση του κύματος στην ακτή. Ως αποτέλεσμα, η ενέργεια του κύματος εκτονώνεται επιστρέφοντας, παρασύροντας στη θάλασσα την άμμο. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζουν οι παρεμβάσεις στα ποτάμια και τα ρέματα (όπως το μπάζωμά τους), αλλά και στα αρδευτικά φράγματα που συγκρατούν τα φερτά υλικά, εμποδίζοντας τη φυσική αναπλήρωση των ακτών».
Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η κλιματική αλλαγή. «Η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας και η εντατικοποίηση των καιρικών φαινομένων επιτείνουν το φαινόμενο. Οι ακτές της Κρήτης είναι επίσης ευαίσθητες γεωλογικά: έχουν μικρές κλίσεις και μικρόκοκκη άμμο που παρασύρεται εύκολα», είπε ο κ. Καμπάνης.
Η έρευνα του ΙΤΕ (πρόγραμμα ΑΚΤΑΙΑ) έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφορά ένα νησί σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τον τουρισμό. Στο πλαίσιο της έρευνας επελέγησαν 93 παραλιακές περιοχές στις οποίες έγιναν ειδικότερες μετρήσεις, ενώ καταγράφηκαν και όλες οι παρεμβάσεις στον αιγιαλό.
«Το κύριο μέρος της τουριστικής υποδομής βρίσκεται στην παράκτια ζώνη. Επομένως δεν είναι εύκολο να μιλήσουμε για στρατηγικές λύσεις, ούτε να πάρουμε… μια μπουλντόζα και να κατεδαφίσουμε τα πάντα», σημείωσε ο κ. Καμπάνης. «Στο σημείο που βρισκόμαστε, τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπίζονται μόνο κατά περίπτωση».
Ο ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΚΕΔΕ
Από την πλευρά του, το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) Νίκος Χιωτάκης, επεσήμανε ότι «η διάβρωση των ακτών και η σταδιακή εισχώρηση της θάλασσας στη στεριά αποτελεί ένα πρόβλημα με σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην οικονομία, στην τοπική κοινωνία, αφού επηρεάζει αρνητικά το οικοσύστημα, τους παράκτιους οικισμούς και τις οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην παράκτια ζώνη με ιδιαίτερες επιπτώσεις στον τουρισμό, τις μεταφορές αλλά και σε κάθε άλλη δραστηριότητα που συναντάμε στη ζώνη αυτή».
Τόνισε, δε, ότι «το φαινόμενο παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια λόγω και της κλιματικής αλλαγής αλλά και των βίαιων ανθρώπινων παρεμβάσεων που διαταράσσουν τη λειτουργία του κάθε οικοσυστήματος, απειλεί την ασφάλεια του πληθυσμού και δοκιμάζει τις αντοχές των παράκτιων υποδομών και έχει άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις σε όλες τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην παράκτια ζώνη».
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο εκπρόσωπος της ΚΕΔΕ ανέφερε στοιχεία για την έκταση και τις επιπτώσεις του φαινομένου, σύμφωνα με τα οποία:
• Στην Ελλάδα τουλάχιστον στο 28,6% των ακτών παρατηρείται διάβρωση.
• Η ακτογραμμή υποχωρεί κάθε χρόνο, που σημαίνει πως για κάθε μέτρο παραλίας χάνουμε πάνω από 1 τετραγωνικό μέτρο παράκτιας ζώνης ετησίως.
• Από τα 16.000 χιλιόμετρα στα οποία εκτείνονται οι ελληνικές ακτές, περίπου τα 7.000 χιλιόμετρα είναι αμμώδεις παραλίες. Περιοχές με χαμηλή κλίση, δέλτα ποταμών, λιμνοθάλασσες και άλλα παράκτια οικοσυστήματα. Τα σημεία αυτά είναι τα πιο ευάλωτα στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Τα φαινόμενα αυτά αναμένονται να ενταθούν τα επόμενα χρόνια, γιατί απλά εντείνονται και οι αιτίες που τα προκαλούν.
• Η στάθμη της θάλασσας αναμένεται να ανυψωθεί σημαντικά. Η ζήτηση του νερού αυξάνεται συνεχώς, με συνέπεια την ανάγκη κατασκευής φραγμάτων.
• Η ήδη σημαντική ανθρώπινη παρέμβαση είναι σταθερά αυξανόμενη, λόγω της υψηλής κοινωνικοοικονομικής σημασίας της παράκτιας ζώνης.
• Οι ανταγωνιστικές χρήσεις γης και οι επιπτώσεις όλων αυτών των δραστηριοτήτων, έχουν ως συνέπεια να ασκούνται σημαντικές πιέσεις στο παράκτιο περιβάλλον.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ο κ. Χιωτάκης επεσήμανε ότι το φαινόμενο της διάβρωσης των ακτών είναι περιβαλλοντολογικό αλλά και κατά κύριο λόγο οικονομικό, το οποίο στοιχίζει ακριβά στην περιβαλλοντολογική ισορροπία και στην οικονομία της χώρας και παρουσίασε συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου, τονίζοντας ότι χρειάζεται αποσαφήνιση των θεσμικών αρμοδιοτήτων της αυτοδιοίκησης.
«Πρέπει από την πλευρά της πολιτείας, μέσα από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, μέσα από το χωροταξικό σχεδιασμό της χώρας, μέσα από την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, αν απαιτείται να ξεκαθαρίσουν οι αρμοδιότητες, οι χρήσεις και η διαχείριση των παράκτιων περιοχών» είπε ο κ. Χιωτάκης τονίζοντας ότι: «Δεν μπορεί σε μία χώρα που ο πλούτος της είναι η θάλασσα και οι ακτές της, να κυνηγάει ο ένας τον άλλον για τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες».
Ο ίδιος εξήγησε ότι: «Είναι γεγονός ότι η χάραξη της γραμμής του αιγιαλού υπολογίζεται με τη μέγιστη αναρρίχηση του χειμέριου κύματος. Λόγω της διάβρωσης η αναρρίχηση αυτή προωθείται προς το εσωτερικό της παράκτιας ζώνης και συνεπώς μεταβάλλεται και πρέπει να επαναοριοθετείται τακτικά η χάραξη της γραμμής του αιγιαλού. Δεν είναι λίγες οι φορές που αιρετοί της τοπικής αυτοδιοίκησης ή Πρόεδροι Δημοτικών Λιμενικών Ταμείων, απειλούνται ακόμα και με σύλληψη ή συλλαμβάνονται εξαιτίας παραβάσεων αποκατάστασης ζημιών στο παράκτιο μέτωπο, φροντίζοντας για την άρση των επιπτώσεων και την ομαλοποίηση της κατάστασης. Και έρχεται το Λιμενικό να τους συλλάβει, γιατί ιδιοκτησιακά ο χώρος ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών ή γιατί δεν έχει καθοριστεί η γραμμή του αιγιαλού, αλλά οι πολίτες απευθύνονται στα όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στον Δήμαρχο και στον Πρόεδρο».
Ο εκπρόσωπος της ΚΕΔΕ, στη δέσμη των προτάσεων που παρουσίασε συμπεριέλαβε επίσης:
• Tη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων, με τα στοιχεία του αιγιαλού και της παραλίας για όλη τη χώρα. Ένα εθνικό ακτολόγιο, με τακτική επικαιροποίηση των στοιχείων του, με βάση τη διάβρωση.
• Τη δημιουργία, σε κάθε Περιφέρεια, ενός Παρατηρητηρίου για την πρόληψη και τη διαχείριση του κινδύνου διάβρωσης των ακτών, όπως έχει μέχρι τώρα δρομολογήσει η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με πόρους του ΕΣΠΑ και χρηματοδότηση 1,9 εκατομμύρια ευρώ.
• Την εκπόνηση ενός εθνικού προγράμματος, με περιφερειακή και τοπική διάρθρωση και εξειδίκευση για την προστασία των ακτών από τη διάβρωση, με συγκεκριμένα μέτρα, έργα και πρωτοβουλίες και με ιεραρχημένες τις ανάγκες, όπως αυτές θα προσδιορίζονται από την καταγραφή και τον καθορισμό των ζωνών επικινδυνότητας ανά τη χώρα.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΕ
Την ανάγκη ενός ενιαίου και ολοκληρωμένου εθνικού σχεδιασμού, με τη συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας, της διοίκησης, της αυτοδιοίκησης και των άλλων εμπλεκομένων φορέων, για την ουσιαστική και σε βάθος αντιμετώπιση του προβλήματος της διάβρωσης των ακτών, που συνεχώς εντείνεται, τόνισε ο πρόεδρος του ΤΕΕ Γιώργος Στασινός κατά τον εναρκτήριο χαιρετισμό του στην ημερίδα.
Στο πλαίσιο αυτού του εθνικού σχεδιασμού, ο Πρόεδρος του ΤΕΕ υπογράμμισε ότι πρέπει να τεθούν σε απόλυτη προτεραιότητα οι αναγκαίες δράσεις και τα απαιτούμενα έργα, να χρηματοδοτηθούν και να υλοποιηθούν, υπογραμμίζοντας ότι η διάβρωση των ακτών «είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια», διότι, όπως υπογράμμισε, «επηρεάζει αρνητικά ορισμένα από τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, όπως είναι ο τουρισμός και το φυσικό της περιβάλλον».
Τονίζοντας την ανάγκη μιας ενιαίας και ολοκληρωμένης δραστηριότητας ο Πρόεδρος του ΤΕΕ είπε ότι «είναι σημαντικό να υπάρχει μία στρατηγική στην επίλυση του προβλήματος, να υπάρχει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση στην επίλυση του προβλήματος. Καλό είναι να λύσουμε μεταξύ μας τις διαφορές, και εννοώ και τις επιστημονικές διαφορές που έχουμε, και να μην σκεφτόμαστε όπως σκεφτόταν η Ελλάδα, για όλα τα θέματα όχι μόνο για αυτό. Δηλαδή ο καθένας να έχει το μαγαζί του και να μην προσεγγίζει κανείς αυτό το μαγαζί, επίσης, αυτή είναι η δική μου λύση και όχι δεν πάω στον άλλον ή κυνηγάω να πολεμήσω τον άλλον, και δεν κοιτάμε το πρόβλημα ούτε τους πολίτες ούτε τους επενδυτές. Κοιτάμε πώς θα διατηρήσουμε ένα μαγαζί. Επομένως θα συνεργαστούμε όλοι οι επιστήμονες, όλοι όσοι ασχολούνται με το συγκεκριμένο πρόβλημα να βρούμε τις εφικτές λύσεις, και στη συνέχει να πολεμήσουμε όλοι μαζί έτσι ώστε αυτά τα έργα να μπουν σε απόλυτη προτεραιότητα και να χρηματοδοτηθούν».
ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ
Τις δαιδαλώδεις και πολύπλοκες διαδικασίες, μεταξύ των συναρμοδίων υπουργείων, φορέων και εμπλεκόμενων οργανισμών, που προβλέπονται με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, του νόμου 2971/2001, ιδιαίτερα από τα άρθρα 12 και 14 του συγκεκριμένου νόμου, που αναφέρονται στην προστασία των ακτών και την ανάπλαση των ακτών αντίστοιχα, προκειμένου να βγει μία άδεια ενδιαφερόμενου, συνήθως δήμου, για έργα προστασίας της ακτής από το φαινόμενο της διάβρωσης περιέγραψε κατά την ομιλία του στην ημερίδα του ΤΕΕ ο Ορέστης Μεσοχωρίτης, πολιτικός μηχανικός ΑΠΘ, MSc in Maritime Civil Engineering.
Ο ίδιος σημείωσε ότι μία τέτοια άδεια, με τις συνήθεις συνθήκες απαιτεί 18 έως 20 μήνες για να εκδοθεί, χρόνος που είναι πολύς και λόγω της έκτασης και έντασης του φαινομένου θα πρέπει να μειωθεί, χωρίς βεβαίως να γίνει καμία έκπτωση στην ποιότητα των μελετών και των έργων και στην προστασία του περιβάλλοντος. Ο κ Μεσοχωρίτης παρουσίασε αναλυτικά τα αίτια του φαινομένου της διάβρωσης των ακτών και το πλέγμα των επιπτώσεων τόσο της κλιματικής αλλαγής, όσο και των ανθρωπογενών παρεμβάσεων, που συντελούν στην δημιουργία και την ένταση της εμφάνισης του.
Παράλληλα, τόνισε ότι για να γίνουν έργα, που σχετίζονται με το φαινόμενο θα πρέπει κάθε φορά να εκπονούνται μελέτες με κύριο χαρακτηριστικό την επιστημονική γνώση και υπευθυνότητα, αναφέροντας ότι υπάρχουν παραδείγματα άστοχών έργων, π.χ. μαρίνες αλιευτικά καταφύγια κ.α., τα οποία διέβρωσαν παρακείμενες παραλίες και κάποια από αυτά απασχολούν προσφυγές στη δικαιοσύνη.
Ο κ. Μεσοχωρίτης παρουσίασε επίσης ως βασικές παρεμβάσεις, που μπορούμε να ακολουθήσουμε για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της διάβρωσης των ακτών τις ύφαλες κατασκευές, που τοποθετούνται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και παρεμβάσεις με γεωυφάσματα και γεωσωλήνες. Έργα, που επιλέγονται κατά περίπτωση με βάση ακτομηχανική μελέτη, για την εκπόνηση της οποίας χρησιμοποιούνται μαθηματικά μοντέλα, που εντοπίζουν τις αιτίες του προβλήματος και επιλέγονται οι κατάλληλες λύσεις για την αντιμετώπιση του. Ο κ. Μεσοχωρίτης είπε ακόμη ότι για έργα αντιμετώπισης της διάβρωσης των ακτών υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι από το ΕΣΠΑ 2014 – 2020, αναφέροντας ως επιτυχημένο παράδειγμα έργα που υλοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα, με πρωτοβουλίες της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Ο Σεραφείμ Πούλος, καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος ΕΚΠΑ Τομέας Γεωγραφίας και Κλιματολογίας, ανέλυσε τις ανθρωπογενείς και φυσικές αιτίες της διάβρωσης των ακτών και στο διαχειριστικό θεσμικό πλαίσιο. Όπως επεσήμανε, η παράκτια διάβρωση πλήττει όλες τις Μεσογειακές χώρες. Στη χώρα μας, το 28,6% της ακτογραμμής βρίσκεται υπό συνθήκες διάβρωσης.
Ο καθηγητής Παράκτιας Μηχανικής και Τεχνικής Προστασίας Ακτών ΑΠΘ, Θεοφάνης Καραμπάς, αναφέρθηκε στα έργα προστασίας ακτών. Όπως είπε, αιτίες της διάβρωσης αποτελούν: Φυσικές διεργασίες, άστοχα παράκτια έργα, κατασκευή φραγμάτων – οικιστική δόμηση, οι ποτάμιες/παραλιακές αμμοληψίες. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διάβρωσης μπορούν να γίνουν επεμβάσεις στις μορφοδυναμικές διεργασίες, με σκοπό τη μείωση της διαβρωτικής τάσης των κυματισμών και των κυματογενών ρευμάτων. Ειδικότερα: κατασκευή παράκτιων τεχνικών έργων προστασίας, τεχνητή ανάπλαση ακτής (beach nourishment), καθώς και «σκληρές» και «ήπιες» μέθοδοι.
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ Τομέας Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος, διευθύντρια Εργαστηρίου Λιμενικών Έργων, Βασιλική Τσουκαλά, αναφέρθηκε στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στο σχεδιασμό των παράκτιων έργων στην πρόβλεψη και αντιμετώπιση. Υπογράμμισε την ανάγκη συνεργασίας επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων, καθώς και επαρκών προβλέψεων των καιρικών μεταβολών ώστε να λαμβάνεται υπόψη το κυματικό κλίμα μιας περιοχής σε βάθος χρόνου. Και ακόμη τόνισε πως δεν υπάρχουν προδιαγραφές για τις μελέτες που αφορούν στην ακτογραμμή.
Ο διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), Βασίλης Καψιμάλης, υπογράμμισε πως για τη διάβρωση των ακτών υπάρχουν φυσικά, αλλά και ανθρωπογενή αίτια. Σε μερικές δε περιπτώσεις, η φύση διορθώνει ως ένα βαθμό τη βλάβη, γι’ αυτό και είναι ανάγκη να δίνεται ένας εύλογος χρόνος για φυσική αποκατάσταση. Και ανέφερε ότι το φαινόμενο της διάβρωσης μπορεί να χαρακτηριστεί σοβαρό όταν κινδυνεύουν ή απειλούνται: ανθρώπινες ζωές, δραστηριότητες και υποδομές, το τοπικό οικοσύστημα (βιοποικιλότητα) και η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος.