Έναν ακόμα κρυμμένο ελληνικό θησαυρό, που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο της έκτασης της χώρας, αποτελούν οι προστατευόμενες περιοχές, όπως αυτές του δικτύου Natura 2000, μεταξύ των οποίων και ο Εθνικός Δρυμός Λευκών Ορέων (Σαμαριάς), όπως επισημαίνεται σε μία ολοκληρωμένη μελέτη, την οποία ανέθεσε σε μία επταμελή ομάδα ειδικών, με συντονιστή τον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κώστα Τριάντη, η διαΝΕΟσις, ένας ανεξάρτητος, μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός.
Η μελέτη, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στην περίπτωση του Εθνικού Δρυμού Λευκών Ορέων, αποτυπώνει το πρόβλημα, παρουσιάζει συγκεκριμένα παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες και καταλήγει σε μια ολοκληρωμένη πρόταση για τη διαχείριση, την προστασία και την αξιοποίησή των προστατευόμενων περιοχών της χώρας, ενώ, παράλληλα, καταγράφει για πρώτη φορά τα δυνητικά οφέλη για την ελληνική οικονομία από την εφαρμογή αυτών των προτάσεων, τα οποία είναι θεαματικά.
Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΛΕΥΚΩΝ ΟΡΕΩΝ (ΣΑΜΑΡΙΑΣ)
Στη μελέτη επισημαίνεται ότι «η μελέτη της διαΝΕΟσις βασίζεται και στην αναγωγή των επιδόσεων ενός ορθά διαχειριζόμενου χώρου, του Φαραγγιού της Σαμαριάς, στο 40% των ελληνικών προστατευόμενων περιοχών. Οι πόροι από συνεργασίες με επιχειρήσεις, εισιτήρια εισόδου και χώρων στάθμευσης, ξεναγήσεις συγκροτούν την αγορά αυτή. Στην Ελλάδα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε προστατευόμενης περιοχής, τα προς πώληση προϊόντα μπορεί να είναι και αγροτικά ή κτηνοτροφικά τρόφιμα, για τα οποία δημιουργείται υπεραξία μέσω της σύνδεσής τους με την περιοχή προέλευσης. Πολιτική που προτάσσει και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι το Εθνικό Πάρκο Σαμαριάς αποτελεί ένα αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό υπόδειγμα τουριστικής – οικονομικής προβολής και αξιοποίησης καθώς έχει φορέα διαχείρισης, εισιτήριο εισόδου και ένα οργανωμένο τρόπο λειτουργίας, μας δίνει μια αξιόπιστη πρόσβαση σε δεδομένα και μας επιτρέπει να κάνουμε τις σχετικές αναγωγές και να εξάγουμε συμπεράσματα για τη συνεισφορά του συνόλου των περιοχών του δικτύου Natura στην Ελλάδα», επισημαίνεται στη συγκεκριμένη ενδιαφέρουσα μελέτη.
Ο Εθνικός Δρυμός Λευκών Ορέων (Σαμαριάς) ή αλλιώς το φαράγγι της Σαμαριάς ή Φάραγγας είναι ένα από τα επιβλητικότερα και πιο ξεχωριστά φαράγγια που μπορεί να επισκεφθεί κανείς όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το τοπίο του είναι μοναδικής ομορφιάς και περιλαμβάνει ιδιαίτερα στοιχεία φυσικής και πολιτιστικής αξίας. Για τον λόγο αυτό το διέρχονται χιλιάδες επισκέπτες από όλο τον κόσμο κάθε χρόνο. Ο Εθνικός Δρυμός Λευκών Ορέων (Σαμαριάς) ιδρύθηκε το 1962. Η συνολική έκταση του δρυμού είναι 4.850 εκτάρια (ha). Η κύρια δραστηριότητα που μπορεί να κάνει ένας επισκέπτης είναι η διάσχιση του φαραγγιού.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «για την τουριστική σεζόν του 2016 ο Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς παρέμεινε ανοιχτός από τις 15 Απριλίου μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Πιο συγκεκριμένα, για 192 μέρες σε όλο το μήκος του και από τις δύο εισόδους και για 195 μέρες μόνο από τη νότια είσοδο. Ο συνολικός αριθμός επισκεπτών ήταν 147.643, αριθμός αυξημένος κατά 9,81% σε σχέση με την προηγούμενη τουριστική περίοδο του 2015 (134.451 επισκέπτες). Ο μέσος όρος επισκεπτών ανά ημέρα ήταν 757 άτομα, ενώ οι μήνες με τους περισσότερους επισκέπτες ήταν ο Αύγουστος, ο Ιούλιος και ο Σεπτέμβριος με 30.695, 27.392 και 27.911 άτομα, αντίστοιχα. Η τιμή του εισιτηρίου εισόδου για το 2016 ήταν 5€ ανά άτομο. Συνεπώς, τα έσοδα μόνο από τους επισκέπτες του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς, ανήλθαν στα 738.215€. Από έρευνα που εκπονήθηκε για τον Εθνικό Δρυμό Σαμαριάς (2017) από το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων (Μ.Α.Ι.Χ.) σε συνεργασία με τον Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς και τη Διεύθυνση Δασών Χανίων, αντλήσαμε τα απαραίτητα στατιστικά στοιχεία για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης».
Στη μελέτη τονίζεται ότι «η διάρκεια της διαμονής στα Χανιά των επισκεπτών του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς κατά κύριο λόγο είναι μία εβδομάδα σε ποσοστό 40,7%, με 31,5% να διαμένουν για λιγότερο από μία εβδομάδα και 28% για μεγαλύτερο διάστημα. Οι επισκέπτες έρχονται κυρίως από χώρες της κεντρικής Ευρώπης σε ποσοστό 46,2% (κατά κύριο λόγο Γαλλία και Γερμανία) και σκανδιναβικές χώρες σε ποσοστό 21,6%. Ακολουθούν οι μεσογειακές χώρες με 13,5%, οι ανατολικές χώρες με 7,9% και οι λοιπές χώρες με 10,8%. Το 2016, συγκριτικά με την προηγούμενη σεζόν παρατηρείται σημαντική αύξηση των σκανδιναβών (8,8% το 2015) και μεγάλη μείωση των επισκεπτών από μεσογειακές χώρες (29,3% το 2015). Το 48,1% των επισκεπτών διαθέτει ετήσιο προσωπικό εισόδημα πάνω από 35.000€, ποσοστό αυξημένο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2015. Επίσης, το 24,1% των επισκεπτών δήλωσαν ότι επηρεάστηκαν πάρα πολύ ή καθοριστικά από την ύπαρξη του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς στην επιλογή τους να επισκεφτούν τα Χανιά».
Όπως αναφέρουν οι μελετητές, «το ποσοστό αυτό είναι συγκρίσιμο με το αντίστοιχο ποσοστό που αναφέρει η ευρωπαϊκή μελέτη σύμφωνα με την οποία το 21% των επισκεπτών επιλέγουν τον προορισμό τους με βάση την ύπαρξη περιοχής Natura 2000. Με βάση τα παραπάνω γεωοικονομικά στοιχεία για τον τουρισμό κάνουμε μία εκτίμηση των χρημάτων που θα δαπανήσει κατά μέσο όρο ένας επισκέπτης κατά την επίσκεψή του στην περιοχή για μετακίνηση, διατροφή, διαμονή και λοιπές δραστηριότητες, η οποία ανέρχεται στα €35 ανά ημέρα επίσκεψης. Η πρόβλεψη είναι συντηρητική καθώς υπολογίζουμε το ελάχιστο των δυνητικών δαπανών των τουριστών. Άρα τα εκτιμώμενα συνολικά έσοδα από τον τουρισμό σύμφωνα με το Δείκτη 1 (έσοδα ανά εκτάριο) είναι: 5.905.720€ ή 1.218 €/ha, ο οποίος είναι πολύ κοντά στον αντίστοιχο δείκτη για την Ε.Ε.-27 (1.112 €/ha) αναφορικά με τις εκτάσεις που ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000. Όσον αφορά στην απασχόληση γίνεται μία εκτίμηση και αναγωγή των θέσεων εργασίας σε Ισοδύναμες Πλήρους Απασχόλησης (ΙΠΑ), λαμβάνοντας υπόψη τις υποδομές της περιοχής και τον αριθμό εργαζομένων στον Εθνικό Δρυμό και χρησιμοποιώντας την μεθοδολογία που αναφέρθηκε παραπάνω. Πιο συγκεκριμένα, οι υφιστάμενες, άμεσες θέσεις εργασίας στον Εθνικό Δρυμό Σαμαριάς είναι εννιά (9). Η ήπια τουριστική αναβάθμιση και εκμετάλλευση της περιοχής θα οδηγήσει στην ανάπτυξη των υφιστάμενων επιχειρήσεων και στη δημιουργία νέων (π.χ. εστίασης, τουριστικών καταλυμάτων, πώλησης τοπικών προϊόντων και σχετικού τουριστικού υλικού, μεταφορών προϊόντων και επιβατών κ.α.), γεγονός που θα υποστηρίξει τη δημιουργία 18 έμμεσων θέσεων απασχόλησης. Συνεπώς οι ΙΠΑ ανά εκτάριο για τον Εθνικό Δρυμό Σαμαριάς είναι 27 ΙΠΑ / 4.850 ha, δηλαδή 0,0056 ή εναλλακτικά, ο Δείκτης 2 είναι ίσος με 0,00051 ΙΠΑ/ ha/εκατ. πληθυσμού. Παρατηρούμε ότι ο Δείκτης 2 (ΙΠΑ/ha/εκατ. πληθ.) που εκτιμήθηκε με βάση τη μελέτη για τον Εθνικό Δρυμό Σαμαριάς (2017) είναι κοντά στον αντίστοιχο της ευρωπαϊκής μελέτης για τον μέσο όρο των τριών ευρωπαϊκών χωρών με βάση το ενδιάμεσο σενάριο δαπάνης επισκεπτών, ήτοι 0,00055 ΙΠΑ/ha/εκατ. πληθυσμού», τονίζουν οι μελετητές.
Και προσθέτουν: «Συνεπώς, τα συνολικά οικονομικά οφέλη για την Ελλάδα από τις περιοχές Natura 2000 που εκπροσωπούνται από ΦοΔΠΠ αναγόμενα από το επίπεδο του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς στο εθνικό επίπεδο θα ανέρχονται στα 1.218 €/ha x 1.720.000 ha = 2.094.960.000€ και οι θέσεις εργασίας ΙΠΑ (ισοδύναμες πλήρους απασχόλησης) σε 0,00051 x 1.720.000 ha x 11 = 9.650 ΙΠΑ».
Η συνολική εκτιμώμενη ωφέλεια στην εθνική οικονομία παρουσιάζεται στον πίνακα που ακολουθεί.
«Συμπερασματικά και με βάση συντηρητικές προβλέψεις, προέκυψε ότι η ανάδειξη, η προβολή και η αξιοποίηση των περιοχών Natura 2000 μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην αύξηση του ΑΕΠ αλλά και στη μείωση της ανεργίας. Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι τα παραπάνω εκτιμώμενα οφέλη αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους επισκέπτες των περιοχών του δικτύου Natura 2000. Συνεπώς, η ανάπτυξη δραστηριοτήτων, αντίστοιχων με αυτές χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να οδηγήσουν σε πολλαπλάσια οφέλη για την τοπική και την εθνική οικονομία. Με επίκεντρο την προστασία του περιβάλλοντος αλλά και με την ταυτόχρονη ύπαρξη πολιτικής βούλησης για την ανάδειξη και ενίσχυση ιδιωτικών επενδυτικών πρωτοβουλιών, οι περιοχές Νatura 2000 μπορούν να αποδειχθούν ένας δυναμικός πυλώνας ανάπτυξης», τονίζουν οι μελετητές.
Η διαΝΕΟσις είναι ένας ανεξάρτητος, μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός, που:
• Παράγει μελέτες και ερευνητικό έργο πάνω στα σημαντικά θέματα της εποχής μας, επιδιώκοντας να προσφέρει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής.
• Διενεργεί σε βάθος δημοσιογραφικές έρευνες δίνοντας έμφαση στην τεκμηριωμένη ανάλυση και την ολοκληρωμένη πληροφόρηση.
• Αναπτύσσει εργαλεία και πρωτοβουλίες στον χώρο των ανοιχτών δημοσίων δεδομένων, με στόχο τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευσή τους.
ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ανάδειξη και αξιοποίηση των προστατευόμενων περιοχών, όπως αυτές του δικτύου Natura 2000, θα μπορούσε να αναβαθμίσει το ελληνικό τουριστικό προϊόν εν γένει και να φέρει στην ελληνική οικονομία έσοδα δισεκατομμυρίων και χιλιάδες θέσεις εργασίας. Αντ’ αυτού παραμένουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, παραμελημένες και παγιδευμένες σε απαξιωμένους από την κρίση και τη γραφειοκρατία φορείς διαχείρισης, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των μελετητών της διαΝΕΟσις, αν το 40% των περιοχών Natura 2000 της χώρας αναδεικνυόταν και αξιοποιούνταν, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να εξασφαλίζει δύο δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα τον χρόνο και θα προσέθετε 15.000 θέσεις εργασίας.
Οι περιοχές στην Ελλάδα που τελούν υπό προστασία αντιστοιχούν στο 35% της χερσαίας έκτασης της χώρας και στο 1,5% της θαλάσσιας. Οι περισσότερες ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000. Για τη διαχείριση και την προστασία τους δημιουργήθηκαν πριν από 18 χρόνια στην Ελλάδα οι Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦοΔΠΠ) που, όπως επισημαίνει η διαΝΕΟσις, καλύπτουν μόλις το 30% των προστατευόμενων περιοχών, ενώ το 70% παραμένει χωρίς οργανωμένο φορέα για τη διαχείριση και την προστασία τους.
Επιπλέον, λόγω ελλιπούς και περιστασιακής χρηματοδότησης, οι φορείς αυτοί έχουν οδηγηθεί σε οικονομικό και λειτουργικό αδιέξοδο. Το 2016 χρηματοδοτήθηκαν με έκτακτη χρηματοδότηση και για το 2017 επιλέχθηκε, πρόσφατα, η ίδια στρατηγική. Υπάρχουν 28 φορείς που διαχειρίζονται τις 95 από τις 419 προστατευόμενες περιοχές της χώρας. Η μελέτη προτείνει τη δημιουργία 13 νέων φορέων διαχείρισης στα αντίστοιχα γεωγραφικά όρια των περιφερειών της χώρας, με πηγές χρηματοδότησης από εμπορική δραστηριότητα, χορηγίες και ανεκμετάλλευτα ευρωπαϊκά προγράμματα.