Καζίνο, σύμφωνα με τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, αποφασίζεται να δημιουργηθεί στην Κρήτη, ως και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας. Προφανώς, με το επιχείρημα της «ανάπτυξης» του τόπου και της «προβολή» της Μεγαλονήσου, με την προσέλκυση και προσέλευση οπαδών του τζόγου. Και μάλιστα, όπως ακούγεται, οι παίχτες θα μπορούν να δανειστούν από το καζίνο έως και το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00 €!) γιατί άραγε; Μήπως για να… «διευκολυνθούν» να ολοκληρώσουν την αυτοκαταστροφή τους και όχι μόνον;
Στο άκουσμα αυτό γεννώνται, εύλογα φαντάζομαι, πολλά ερωτήματα. Το πρώτο, σε ό,τι αφορά τον τόπο και το νησί μας. Διερωτώμαι: δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι ανάπτυξης και προβολής αυτού του… επίγειου παράδεισου που λέγεται Κρήτη; Οι κάμποι, τα βουνά και τα λαγκάδια, οι δαντελωτές παραλίες, η χλωρίδα και η πανίδα, το φυσικό κάλλος, η ιστορία, οι παραδόσεις και ο πολιτισμός, όλος αυτός ο ακένωτος πλούτος και ομορφιά που αγκαλιάζουν το νησί από άκρου σε άκρον, δεν αρκούν, μέσα από ισόρροπη ανάπτυξη, να γίνουν αιτία και πηγή πολιτισμού και ανάπτυξης;
Το δεύτερο και ίσως κρισιμότερο ερώτημα: Τελικά… τι είναι πολιτισμός, ανάπτυξη και πρόοδος; Γιατί αν αμαρτία είναι, πρώτα απ’ όλα, η πτώση του ανθρώπου από ένα απίστευτα ανώτερο ύψος και η άρνηση της «ύψιστης κλίσεως» του, τότε τι μπορεί όλα αυτά να σημαίνουν σ’ ένα πολιτισμό, ο οποίος αγνοεί και αρνείται αυτό το «ανώτερο ύψος» και αυτή την «κλήση»; Ίσως, επιχειρηματολόγησε συνομιλητής μου, χρειάζεται να αποδεχθούμε ότι ζούμε σε εποχή όπου τίποτα πια δεν μπορεί να μας ξαφνιάσει: καμιά αιρετική δοξασία, καμιά ανατρεπτική «πρόοδος», καμιά βλάσφημη καλλιτεχνική εκκεντρικότητα, κανένα σκάνδαλο. Όλα τα έχουμε συνηθίσει. Η συχνή επανάληψή τους τα έχουν κάνει να χάσουν το «πλεονέκτημα» της πρόκλησης.
Αυτή η αντιμετώπιση των πραγμάτων, ανταπάντησα, θα μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα πνευματικής ωριμότητας ή, ακόμη, φυγής από κάθε ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα πράγματα, λόγω του ότι έχουμε αναχθεί σε ένα ανώτερο νόημα για τη ζωή μας. Φοβούμαι όμως πως δεν ισχύει τίποτα απ’ όλα αυτά. Η κατάστασις αυτή μοιάζει να είναι αδράνεια των ψυχικών και πνευματικών αντανακλαστικών λόγω κορεσμού από αναφομοίωτες πληροφορίες που μιλούν για αλλεπάλληλα τραγικά και προκλητικά γεγονότα. Ο τρόπος ζωής που προβάλλεται και στις κοινωνίες μας συγκροτείται γύρω από το γενικό κλίμα των εξορθολογισμένων αντανακλαστικών του «έτσι κάνω γιατί έτσι πρέπει να κάνει ο κάθε σύγχρονος άνθρωπος». Και γι’ αυτό έχουμε πειστεί ίσως ότι πνευματικά είμαστε μια ανερμάτιστη, ακυβέρνητη κοινωνία, που διαρκώς θεσπίζει νόμους για να διασφαλίζει ακόμα καλύτερα την ακυβερνησία της. Αιτία του φαινομένου; Είναι του κόσμου που έχασε την καρδιά και περιορίστηκε στην λογική, που άφησε την φυσικότητα της ζωής και δουλώθηκε στην τεχνική, που έχασε τον Θεό και φυλακίστηκε στις ιδεολογίες της φιλαυτίας, στο κυνήγι του μέγιστου κέρδους, στην επιδίωξη της ευδαιμονίας και της ευζωίας.
Μήπως λοιπόν, όπως εύστοχα σημειώθηκε, ο πολιτισμός αυτός έχει βάλει την ανθρώπινη ύπαρξη στην κλίνη του Προκρούστη και αφού την αποκεφάλισε, έτσι ώστε να χωράει μέσα στις μεταφυσικές του προϋποθέσεις, στη συνέχεια αγωνίζεται να θεραπεύσει τις συνέπειες του «αποκεφαλισμού» με τα πολλά και ποικίλα ανθρώπινα κατασκευάσματα και ιδεολογήματα του; Μήπως είναι ελαφρότητα και ανωριμότητα για κάθε ώριμο και σκεπτόμενο άνθρωπο, να αποδέχεται απροβλημάτιστα πρότυπα και συμπεριφορές ενός πολιτισμού, που κρινόμενος σε υπαρξιακό επίπεδο, είναι χαρακτηριστικά φτωχός, μοιάζει περισσότερο με «πολιτισμό θανάτου» και λιγότερο οδηγεί στο φως και το ξέφωτο της ελπίδας;
«Αλλοίμονο… τι ελευθερία θα φτιάξω εγώ που θεωρώ τη μόδα αρετή και την ελαφρότητα την ονομάζω τόλμη; Ποια ελευθερία θα προσφέρω στον κόσμο, εγώ που μη θέλοντας να συλλογιέμαι ελεύθερα, δεν ξέρω πως να συλλογιέμαι σωστά; Εγκλωβισμένος σε εύκολες ιδέες, σε εντυπωσιασμούς… κυνηγώντας χίμαιρες και ακολουθώντας κενόδοξα ινδάλματα… Δεν κοιτώ το φως κατάματα γιατί κυκλοφορώ με γυαλιά ηλίου και στο σκοτάδι, δεν έχω οράματα γιατί τα όνειρα μου περιορίζονται στο ταμπελάκι μιας φίρμας… δεν θέλω να βελτιωθώ γιατί μπορώ να γίνω γνωστός χωρίς ιδιαίτερο κόπο…», σημειώνει σύγχρονος στοχαστής.
Κλείνοντας τον φτωχό αυτό συλλογισμό μας και ως απάντηση σε όσους θα σπεύσουν και πάλι να μας προσάψουν την ταμπέλα περί δήθεν… «πολιτικού λόγου», αφού τους παραπέμψουμε σε κείμενα μας παλαιότερων εποχών όπως: «Η Ελλάδα ξεριζώνει την ψυχή της»;, «Η άλλη… «άλωση», κ.α., δανειζόμαστε λόγια του μακαριστού μεγάλου Γέροντος Μωυσέως του Αγιορείτου: «Να μην έχεις άποψη για τίποτε, να σιωπάς συνεχώς, να συμφωνείς και όταν δεν συμφωνείς, μόνο και μόνο για να περνάς καλά, είναι άνανδρο και ανέντιμο… Ο κόσμος να περιμένει εναγώνια να υψωθεί μια φωνή σοβαρή, συνετή, σεμνή, διακριτική, γνήσια, αληθινή, όταν όλα γύρω καταστρέφονται, και να ακούς λόγους περί ωραίας και ιερής σιωπής. Όσοι δεν μιλούν δίνουν τη θέση τους σε αυτούς που δεν πρέπει να μιλούν. Είναι ανάγκη να λύσουν τη σιωπή τους ορισμένοι ιθύνοντες, για να πληροφορήσουν υπεύθυνα τους σε μεγάλη απορία ευρισκόμενους. Ο κόσμος δεν είναι κουτός. Δεν ξεγελιέται εύκολα πάντοτε. Να τη χαρακτηρίζεις τη σιωπή ως προερχόμενη από σεμνότητα και ταπεινότητα δεν πείθεις, όταν όλα καίγονται γύρω σου τόσο γρήγορα».
1 Σχόλιο
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί –
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μού ‘λεγαν: «σώπα».
Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι
που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:
«κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»
Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρούΈβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια –
«τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,
θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».
Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.
Η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που της έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή –
μας ένωνε όμως το «σώπα».
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτή, το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέταχ ‘την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα ‘χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με ‘σας».
Αχ, πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς –
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις –
κόψε τη γλώσσα σου.
Για να ‘σαι τουλάχιστον σωστός –
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο
μ’ έναν ψίθυρο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή
που θα μου λέει: Μ Ι Λ Α !του Αζίζ Νεσίν