Όλα ξεκίνησαν από ένα ερώτημα. Ένα ερώτημα που έπρεπε οπωσδήποτε -στο μυαλό του- ν’ απαντηθεί. Ένα ερώτημα, η απάντηση του οποίου έγινε πρωταρχικός στόχος. Και όταν αυτό το ερώτημα απαντήθηκε επαρκώς ένας ολόκληρος «κόσμος» ξεπρόβαλε, από τον οποίο ξεπήδησαν νέα ερωτήματα. Νέες προκλήσεις, ουσιαστικά…
Όταν στις αρχές Οκτωβρίου ο 35χρονος Ευτύχης Ανδρουλάκης δέχθηκε ένα τηλεφώνημα και, απαντώντας, άκουσε ότι το βιολογικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο που παράγει έλαβε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία «Παραγωγή Ελαιολάδου», του διαγωνισμού βραβείων ποιότητας που διεξάγει για 11 συναπτά χρόνια το περιοδικό «Γαστρονόμος» της εφημερίδας «Καθημερινή», νόμιζε ότι κάποιος… του κάνει πλάκα! Κι επειδή τα ερωτήματα και οι προκλήσεις είναι μια διαρκής διαδικασία στην καθημερινότητά του, που απαιτούν χρόνο, έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε να δουλεύει. Δεν είχε καιρό για πλάκες. Μόνο όταν επικοινώνησε μαζί του μία δημοσιογράφος της εφημερίδας, με την οποία είχαν γνωριστεί λίγο καιρό νωρίτερα για ένα αφιέρωμα στο ελαιόλαδο που παράγει, σε συνεργασία με τον ελαιοπαραγωγό – ελαιουργό Μιχάλη Μάρακα, ο Ευτύχης Ανδρουλάκης συνειδητοποίησε ότι το Pamako, το ελαιόλαδο για το οποίο είναι περήφανος, όντως κέρδισε το συγκεκριμένο Βραβείο Ποιότητας. Ένα βραβείο που ήρθε να προστεθεί σε πολλά ακόμη!
Νοέμβριος 2018. Είναι η εποχή της ελαιοσυγκομιδής. Στο Ξαμουδοχώρι, ένα ημιορεινό χωριό του Δήμου Πλατανιά, 19 χιλιόμετρα περίπου δυτικά των Χανίων, το ελαιουργείο του Μιχάλη Μάρακα είναι σε πλήρη λειτουργία. Ο Ευτύχης Ανδρουλάκης είναι εκεί και μαζί με τον ιδιοκτήτη του ελαιουργείου και φίλο του, πλέον, φροντίζουν τα πάντα, δίδοντας έμφαση ακόμη και στην πιο μικρή, ασήμαντη ίσως για άλλους, λεπτομέρεια.
Τον συναντώ με τη στολή εργασίας, πάνω σ’ ένα μικρό κλαρκ να ξεφορτώνει τον ελαιόκαρπο. Με ξεναγεί στον χώρο. Μου γνωρίζει τη «Θρούμπι», ένα μόλις έξι μηνών θηλυκό σκυλί με απίστευτη ενέργεια, που το βρήκαν εγκαταλελειμμένο στα βουνά, σχεδόν σκελετωμένο από την πείνα. Η «Θρούμπι» επιβίωσε επειδή έμαθε να τρώει… ελιές, μου λέει χαμογελώντας! Και, ακολούθως, ξεκινά να μιλά… Σκέφτομαι, όση ώρα τον ακούω, ότι αυτή είναι μία από τις συνεντεύξεις, στις οποίες δεν χρειάζεται να ρωτήσω πολλά. Θα τα πει όλα εκείνος, με λόγο ρευστό, σαν το ελαιόλαδο που ρέει μετά την έκθλιψη του ελαιοκάρπου.
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
«Στα τέλη του 2011, αρχές του 2012 αποφάσισα να καταλάβω -αποφάσισα να καταλάβω, ακριβώς έτσι- για ποιο λόγο οι ελιές του πατέρα μου και το ελαιόλαδο που έβγαζε πάντα ήταν οξύτητας 1,5 βαθμού, ήταν πολύ γλυκό, δεν ήταν καθόλου πικάντικο ή πικρό όπως άλλα λάδια, τα οποία προέρχονταν από την περιοχή της Κισσάμου ή από άλλες περιοχές της Κρήτης. Ήθελα να καταλάβω γιατί έβγαιναν έτσι τα ελαιόλαδα από τις ελιές του πατέρα μου. Ελαιόλαδα που συνήθως ήταν παρθένα. Σπάνια θα βλέπαμε έξτρα παρθένα ελαιόλαδα, δηλαδή ελαιόλαδα με οξύτητα έως 0,8. Όλοι μου έλεγαν ότι αυτό οφείλεται στις τσουνάτες ελιές που είναι τεράστιες, στο ορεινό της περιοχής. Εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό. Κι έτσι, μου μπήκε η… βίδα ν’ αρχίσω να ψάχνω και να ψάχνομαι. Άρχισα να διαβάζω. Πολύ. Παρόλο που έχω σπουδάσει τεχνολόγος γεωπόνος και ήξερα ότι οι τσουνάτες μπορούν να βγάλουν χαμηλόβαθμα ελαιόλαδα, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί οι συγκεκριμένες και ιδιαίτερα το Σέλινο βγάζει παρθένα και όχι έξτρα παρθένα ελαιόλαδα. Άρχισα, λοιπόν, να πειραματίζομαι. Να πηγαίνω ένα μήνα νωρίτερα για τη συγκομιδή. Ο πατέρας μου άρχιζε τη συγκομιδή τέλη Δεκεμβρίου. Εγώ ξεκίνησα τέλη Νοεμβρίου τότε. Στο ελαιουργείο προσπαθούσα να συνεργαστώ με τον ελαιουργό και να του πω αν γίνεται να έχει χαμηλές θερμοκρασίες και διάφορα άλλα τέτοια και κατάφερα τότε, το 2012, να βγάλω το πρώτο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, το οποίο ήταν οξύτητας 0,7. Έτσι κι έτσι, ως ελαιόλαδο… Τέλος πάντων, δεν μου άρεσε, δεν ήταν για τυποποίηση και δεν προχώρησα», σημειώνει ο Ευτύχης Ανδρουλάκης.
Ο πατέρας του κατάγεται από τον Αγριλέ, ένα χωριό του Ανατολικού Σελίνου, χτισμένο σε υψόμετρο 540 μέτρων, με ελάχιστους κατοίκους. Εκεί βρίσκεται και η πατρική περιουσία.
«Όλες οι ελιές που έχουμε είναι τσουνάτες, εκτός από κάποιες ελάχιστες κορωνέικες. Όλες οι ελιές είναι από 100 χρόνων και πάνω και μερικές από αυτές είναι άνω των 600 – 700 χρόνων. Είναι όλες σε υψόμετρο από 550 έως 780 μέτρα και δεν υπάρχουν δρόμοι για να πας σε αυτές. Πρέπει να σκαρφαλώσεις για να πας στις ελιές. Άρα, μιλάμε για δύσβατες περιοχές και για ελιές πολύ “δύσκολες”. Πολλά από τα δέντρα είναι άνω των 14 μέτρων στο ύψος και χρειάζεται να σκαρφαλώσεις σε κάθε δέντρο για τη συγκομιδή, αφού προηγουμένως έχεις σκαρφαλώσει στο βουνό».
Όλα δύσκολα. Και το -αρχικό- ερώτημα εν πολλοίς αναπάντητο.
«Μέχρι το 2013 είχα φτιάξει το δικό μου τυποποιητήριο στα Λενταριανά, κάτω από το πατρικό μου, σ’ ένα ημιυπόγειο. Ήθελα να είναι σε ημιυπόγειο για να έχω χαμηλές θερμοκρασίες και ήθελα να είναι και κοντά στο κέντρο των Χανίων, ούτως ώστε να είμαι δίπλα στις μεταφορικές εταιρείες. Τελείωσα το τυποποιητήριο κι έκανα κάποιες πατέντες χρησιμοποιώντας το αργκόν στην αποθήκευση, έχοντας ψυχόμενες δεξαμενές και διάφορα άλλα. Τυποποιώ και με αργκόν. Άγνωστη έννοια για πολλούς, το 2013, η τυποποίηση με αργκόν ή η αποθήκευση με αργκόν, οι ψυχόμενες δεξαμενές και άλλα τέτοια… Όμως, δεν μου άρεσε και πάλι το ελαιόλαδο που έβγαλα το 2013, παρόλο που είχα πάει πιο νωρίς για τη συγκομιδή, παρόλο που είχα κάνει και άλλα πειράματα. Κι έτσι δεν το τυποποίησα, αν και είχα έτοιμο το μπουκάλι, το brand και το τυποποιητήριο».
Ωστόσο, την επόμενη χρονιά κάτι αλλάζει και ο απαιτητικός Ευτύχης Ανδρουλάκης… ικανοποιείται με την ποιότητα του ελαιολάδου από τις τσουνάτες ελιές του πατέρα του.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΡΑΚΑΣ
«Το 2014 ήταν η πρώτη χρονιά που μου άρεσε το ελαιόλαδο που έφτιαξα και είπα ότι αξίζει να το βάλω σε αυτή τη φιάλη. Το 2014 ήταν και η πρώτη χρονιά που τυποποίησα», θυμάται και στέκεται στη σημαντική συμβολή των γονέων του.
«Μέχρι κι εκείνη τη χρονιά δεν είχα κανέναν. Ήμουν μόνος μου, ενώ είχα ζητήσει από πολλούς να συνεργαστούμε. Και λόγω οικονομικής δυσχέρειας, καθώς έχοντας φτιάξει το τυποποιητήριο δεν είχα τα χρήματα για να συνεχίσω, να κάνω πράγματα. Μόνοι βοηθοί μου ήταν οι γονείς μου. Κανείς άλλος. Κυριολεκτικά βοηθοί μου. Και οικονομικά με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ και στο τυποποιητήριο με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ. Από το 2015 και μετά, έχουμε δεθεί με τον Μιχάλη, που έχει εδώ, στο Ξαμουδοχώρι, το ελαιουργείο και ουσιαστικά έχουμε κάνει τα πάντα ένα. Είναι καθετοποιημένη η γραμμή. Από το χωράφι μέχρι το τελικό προϊόν, που είναι βιολογικό, είναι δικά μας όλα. Και είναι και… ινκόγκνιτο. Τι εννοώ; Δεν μπαίνει άλλος εδώ. Όπως δεν μπαίνει και στο χωράφι, ούτε έρχεται κάποιος άλλος στο ελαιουργείο για να βγάλει το λάδι του, ούτε στο τυποποιητήριο μπαίνει για να τυποποιήσει το λάδι του. Το καλό με αυτό είναι ότι η σιγουριά που έχεις ότι το ελαιόλαδό σου είναι βιολογικό, είτε υψηλά φαινολικό, είτε υψηλά αρωματικό. Ξέρεις τι γίνεται από πίσω. Και ξέρεις από την αρχή μέχρι το τέλος τι θα πάρει ο πελάτης σου. Και ο πελάτης μου δεν είναι τα καταστήματα, ο πελάτης μου είναι ο τελικός αποδέκτης, ο καταναλωτής, που θα το πάρει και θα το έχει στο τραπέζι του. Τα καταστήματα είναι συνεργάτες μου».
Ο Ευτύχης Ανδρουλάκης στέκεται ιδιαίτερα στη συνεργασία του με τον Μιχάλη Μάρακα.
«Πριν από τέσσερα χρόνια είχα έρθει εδώ και τον είχα παρακαλέσει να βγάλουμε μία παρτίδα, γιατί κι εγώ όπως κι εκείνος είμαστε παραγωγοί βιολογικού ελαιολάδου. Τη δεύτερη χρονιά ξαναήρθα για να βγάλουμε πέντε παρτίδες -πέντε είχα όλες κι όλες- και το δέχθηκε, ενώ δεν έβαζε κανέναν στο ελαιουργείο. Και την τρίτη χρονιά… κολλήσαμε. Όλα μαζί, τα πάντα κάνουμε μαζί. Έχουμε και οι δύο την… τρέλα να κάνουμε κάθε χρόνο πολλά πειράματα. Και να φτιάχνουμε καινούρια μηχανήματα που δεν υπάρχουν. Δηλαδή, στεγνωτήρια ελιάς, που τα έχουμε φτιάξει εδώ και τρία χρόνια, διαλογιστήριο μετά το στεγνωτήριο, αποπυρήνωση, σπαστήρας οδοντωτός που έχει ο Μιχάλης εδώ και δέκα χρόνια. Είναι πράγματα τα οποία είναι άγνωστα. Ακόμα και το διφασικό ελαιουργείο που έχει φτιάξει εδώ ο Μιχάλης από το 2006. Στην Κρήτη δεν ξέραμε τότε τι είναι αυτό…».
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ… ΨΕΚΑΣΜΟΙ
Η «Θρούμπι» τριγυρνά στα πόδια μας. Θέλει παιχνίδια. Ο Ευτύχης Ανδρουλάκης σταματά για λίγο και ασχολείται μαζί της. Βρίσκω ευκαιρία να τον ρωτήσω για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο ξεκίνημά του, πλην της τοποθεσίας των ελαιώνων και της δυσκολίας στη συγκομιδή και τη μεταφορά.
«Κλασικά η γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία για το βιολογικό, η γραφειοκρατία για την αδειοδότηση, η γραφειοκρατία, κάθε χρόνο, για μια σειρά από θέματα. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα, ειδικά όταν ξεκινούσα. Δεύτερη μεγάλη δυσκολία η βιολογική παραγωγή. Και παραμένει κάθε χρόνο. Όταν η Κρήτη βγαίνει πρώτη σε ψεκάσματα της ελιάς πανευρωπαϊκά, είτε είναι για τον δάκο, είτε για ασθένειες, είτε για οτιδήποτε και χρησιμοποιούμε, ως Κρήτες, άπειρες ποσότητες, χωρίς έλεγχο, είναι δύσκολο να είσαι βιολογικός. Έχεις να “παλέψεις” με πολλούς γείτονες και γι’ αυτόν τον λόγο κι εγώ και ο Μιχάλης προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να τα έχουμε καλά και με τους γείτονες, τους ιδιοκτήτες των διπλανών χωραφιών, ούτως ώστε πολλές από τις καλλιεργητικές φροντίδες να τις κάνουμε εμείς. Δηλαδή κάποια ψεκάσματα για τον δάκο να τα κάνουμε με βιολογικά σκευάσματα προκειμένου να γλυτώνουμε τις δικές μας ελιές. Τρίτη δυσκολία; Φυσικά το να καταφέρεις να είσαι και υψηλά φαινολικός, αλλά και να έχεις ένα πολύ καλό γκουρμέ ελαιόλαδο, με μία ποικιλία, την τσουνάτη, που μέχρι πρόσφατα ήταν ουσιαστικά ανεξερεύνητη, μία ποικιλία που όλοι θεωρούσαν ότι δεν μπορεί να έχει αξιώσεις. Κυρίως στο Σέλινο, στην περιοχή μου, όλοι θεωρούσαν ότι, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, δεν μπορεί να βγει ένα ελαιόλαδο που να είναι υψηλά φαινολικό και οργανοληπτικά άριστο. Εδώ μιλούσαμε δύσκολα για έξτρα παρθένο», τονίζει.
«Μία, ακόμη, από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε από το 2013, ήταν να αναφερθούμε στον Ισχυρισμό Υγείας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 432/2012 και να μιλήσουμε για φαινόλες, για ελαιόλαδο με υγειοπροστατευτικές ιδιότητες κ.λπ. Τότε είχαμε βρει το 90% του κόσμου του ελαιολάδου απέναντί μας. Και είναι δύσκολο, στο ξεκίνημά σου, να έχεις δικούς σου ανθρώπους, από το φιλικό σου περιβάλλον, που δεν σε πιστεύουν, αλλά και τον κόσμο του ελαιολάδου απέναντί σου. Πολλές φορές και δημόσια υπήρχε κατακραυγή. Άλλο ότι σήμερα έχει γίνει παγκόσμιο κίνημα και πελάτες σε χώρες του εξωτερικού ζητούν, πέραν των οργανοληπτικών, και τις αναλύσεις για τις φαινόλες…».
TO ONOMA, Η ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Όποιος έχει δει τη συσκευασία του ελαιολάδου αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα τη σημασία που δίνει ο Ευτύχης Ανδρουλάκης στην ποιότητα. Στην ποιότητα πρωτίστως του προϊόντος, αλλά και στην ποιότητα της φιάλης που το «φιλοξενεί» έως ότου φτάσει στους καταναλωτές.
«Καθόμασταν με την κοπέλα μου, το 2012, και ψάχναμε όνομα για το ελαιόλαδο. Σκέφθηκε ότι εγώ θέλω ν’ ασχοληθώ ιδιαίτερα με τις φαινόλες, τα “φαρμακευτικά” του ελαιολάδου και μου πρότεινε να ψάξουμε στη μινωική εποχή για μία λέξη που να θυμίζει φάρμακο; Κι επειδή δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη λέξη φάρμακο, βρήκαμε τη λέξη Pamako, που σημαίνει φάρμακο, στη μινωική, στη Γραμμική Β. Λίγο… κουφό για όνομα ελαιολάδου, αλλά έτσι προέκυψε», σημειώνει γελώντας.
Όσο για το μπουκάλι; «Είναι ιδιαίτερης τεχνοτροπίας. Κατασκευάζεται από εργοστάσιο στη Βενετία. Δεν ήθελα σε αυτό το μπουκάλι, που το είχαμε φτιάξει με κόπο, να μπει ένα ελαιόλαδο που δεν θα με ικανοποιούσε, ένα ελαιόλαδο υψηλά φαινολικό και οργανοληπτικά άριστο. Οργανοληπτικά, στα ελαιόλαδα, εννοούμε τη γευσιγνωσία του ελαιολάδου. Και η γευσιγνωσία του ελαιολάδου είναι πολλές φορές πολύ πιο περίτεχνη και δύσκολη ακόμα και από αυτή του κρασιού. Ένα ελαιόλαδο μπορεί να έχει πολλά παραπάνω αρώματα, πολλές παραπάνω γεύσεις και είναι και πολύ πιο σύνθετη η γευσιγνωσία του. Ήθελα ένα ελαιόλαδο που να συνδυάζει και τα δύο. Και αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι. Είναι κάτι που το έχουμε καταφέρει με τον Μιχάλη τα τελευταία τρία χρόνια, μετά από πάρα πολλά πειράματα, σε συνεργασία με πανεπιστήμια, τη Φαρμακευτική Φαρμακογνωσία του Πανεπιστημίου Αθηνών και με γευσιγνώστες. Στόχος είναι το ελαιόλαδο να είναι υψηλά φαινολικό, που να μπορεί να έχει τον Ισχυρισμό Υγείας στην ετικέτα του και μάλιστα τα τελευταία χρόνια είναι ένα από τα πιο υψηλά φαινολικά ελαιόλαδα στην Ευρώπη, όχι μόνο στην Ελλάδα. Βραβεύεται κάθε χρόνο ως ένα από τα πιο υψηλά φαινολικά ελαιόλαδα της Ευρώπης. Και συγχρόνως να μπορεί να βραβευτεί για τα άριστα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά. Είναι πολύ δύσκολο να έχεις και τα δύο. Συνήθως, ένα από τα δύο υπάρχει και λίγο… θάβει το άλλο. Κάθε χρόνο, βέβαια, δεν λέμε ότι θα έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, γιατί έχουμε ένα μαγαζί, το οποίο είναι… ξεσκέπαστο. Δεν έχουμε ταβάνι εμείς. Ταβάνι μας είναι ο ουρανός, που σημαίνει ότι δεν ξέρεις πώς θ’ αντιδράσει η φύση κάθε χρόνο. Έχεις να αντιμετωπίσεις πολλές ασθένειες και πολλούς εχθρούς της ελιάς, όπως ο δάκος. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα υπό έλεγχο, όσο καλά και αν είσαι προετοιμασμένος. Και το γεγονός ότι το ελαιόλαδο είναι βιολογικό καθιστά τη διαδικασία αυτή ακόμη δυσκολότερη καθώς δεν μπορείς να κάνεις χρήση καμίας χημικής ουσίας για να προστατεύσεις την ελιά σου. Και, ταυτόχρονα, έχεις το επίσης δύσκολο ότι είσαι ορεινός, δύσβατος, με ξηρική περιουσία γιατί δεν υπάρχουν νερά και δεν μπορείς να έχεις υπό τον έλεγχό σου την όλη διαδικασία. Αυτά που μπορείς να κοντρολάρεις είναι το ελαιουργείο, η τυποποίηση και προσπαθούμε, όσο γίνεται για το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση», σημειώνει.
ΤΟ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ
Σήμερα, ο Ευτύχης Ανδρουλάκης παράγει και συσκευάζει δύο εξαιρετικά ελαιόλαδα: «το Pamako Μονοποικιλιακό, που είναι ελαιόλαδο 100% από τσουνάτες ελιές και το Pamako Blend, που διαφέρει κάθε χρόνο, γιατί κάθε χρόνο πρέπει να το φτιάξεις όσο καλύτερα γίνεται με 60% λάδι από κορωνέικες και 40% λάδι από τσουνάτες. Οι φιάλες είναι 250 ml και 500 ml και στα δύο ελαιόλαδα. Κάθε χρόνο φτιάχνουμε 3,5 με 4 τόνους ελαιόλαδο και τυποποιούνται περίπου οι δύο. Η υπόλοιπη ποσότητα δεν τυποποιείται γιατί», όπως με αφοπλιστική ειλικρίνεια παραδέχεται, «δεν καταφέρνω να βρω τις αγορές, γιατί δεν έχω γνωστούς να με βάλουν στις αγορές, γιατί δεν ξέρω πώς γίνεται το μάρκετινγκ και γιατί -το λέω ανοιχτά- δεν έχω αυτή τη στιγμή τα χρήματα που απαιτούνται για το αναγκαίο μάρκετινγκ και για τη διαφήμιση στο εξωτερικό»!
Την ίδια ώρα που συμβαίνουν τα παραπάνω, ο Ευτύχης Ανδρουλάκης αυτοπεριορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό αναφορικά με τη διάθεση του προϊόντος.
«Έχω βάλει αυστηρά όρια γιατί δεν είναι προϊόν μαζικής παραγωγής και δεν θέλω να γίνει ένα τέτοιο προϊόν. Δεν θέλω να είναι ένα premium προϊόν, το οποίο τυποποιήθηκε σε μία ωραία φιάλη και μπήκε σε όλα τα μαγαζιά για να καταφέρουμε να πουλήσουμε. Δεν έχω αυτή τη λογική στο μάρκετινγκ. Θα ήθελα κάποια στιγμή το Pamako να μπορούν να το βρουν οι καταναλωτές σε επιλεγμένα καταστήματα στην Ελλάδα, που θα είναι σχεδόν δαχτυλοδειχτούμενα, με τη θετική έννοια. Δεν θέλω να είναι ένα προϊόν που θα υπάρχει παντού. Ακόμα και στην ίδια μου την πόλη, τα Χανιά, όπου θα μπορούσα να το βάλω σε πάνω από εξήντα καταστήματα, το έχουν μόνο 6. Στο Ρέθυμνο 2, στο Ηράκλειο 3, στον Άγιο Νικόλαο 1. Ενώ θα μπορούσα να το έχω βάλει σε πάνω από 300 καταστήματα όλης της Κρήτης, διαθέτοντας τουλάχιστον άλλον έναν τόνο ελαιολάδου. Δεν θεωρώ ότι η δουλειά που κάνουμε με τον Μιχάλη, όλος ο κόπος, η έρευνα, είναι για να μπει εύκολα παντού. Ακόμα και σε πόλεις του εξωτερικού, έχω βάλει όρια. Για παράδειγμα, έχω βάλει όριο τα 4 καταστήματα στη Φραγκφούρτη, ενώ μου το έχουν ζητήσει και άλλα. Υπάρχουν, όμως, και χώρες, από τις οποίες δεν υπάρχει ζήτηση, γιατί δεν το έχουν γνωρίσει ακόμα. Σιγά – σιγά το ανακαλύπτουν», τονίζει, επισημαίνοντας ότι ήδη το Pamako εξάγεται σε Γερμανία, Γαλλία, Καναδά, Ιταλία, Σουηδία, Πολωνία, Αγγλία και στόχος είναι ν’ ανοίξουν και οι αγορές της Φινλανδίας, της Ολλανδία, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.
ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ
Ο Ευτύχης Ανδρουλάκης είναι ένας άνθρωπος που αγαπά το ελαιόλαδο. Το ελαιόλαδο, όχι το… λάδι. «Πρέπει να σταματήσουμε να λέμε το λάδι, λάδι. Δεν είναι… oil. Δεν είναι κάτι… πετρελαιοειδές. Είναι olive oil. Είναι ελαιόλαδο. Και το ελαιόλαδο δεν έχει καμία σχέση με τα άλλα λάδια. Είναι φρούτο η ελιά. Και αυτό που παράγεται, αφού το φιλτράρεις, το επεξεργαστείς και το φτιάξεις έχει 0% νερό, άρα δεν είναι χυμός. Η έννοια τού χυμού της ελιάς είναι λάθος. Το κρασί είναι χυμός, το ελαιόλαδο δεν είναι. Το ελαιόλαδο είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα προϊόντα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Το πειράζει η θερμοκρασία, κατά τη συγκομιδή, κατά τη μάλαξη, κατά την αποθήκευση. Είναι φοβερά ευαίσθητο στο φως, αφού παραχθεί. Γι’ αυτό και πρέπει να μπαίνει σε ανοξείδωτες δεξαμενές, σε χαμηλές θερμοκρασίες, με αργκόν ή άζωτο, ν’ αποθηκεύεται και να τυποποιείται μόνο σε σκούρα μπουκάλια. Έχει εχθρό, επίσης, την υγρασία. Άρα, με το που παραχθεί, πρέπει, την ίδια ημέρα, να φιλτραριστεί. Έχει εχθρό την ύλη, κατά την παραγωγή του, άρα πρέπει να φιλτραριστεί. Έχει εχθρό το οξυγόνο. Αν το αφήσεις σ’ επαφή με το οξυγόνο, αλλοιώνονται τελείως τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, χάνει τα αρώματά του, χάνει τη γεύση του και σιγά – σιγά αυτοκαταστρέφεται. Είναι ένα προϊόν φοβερά ιδιαίτερο. Πολύ δύσκολο για να γίνει. Έχεις μόνο μία ευκαιρία. Δεν είναι όπως άλλα προϊόντα. Έχεις μόνο μία ευκαιρία. Δεν μπορείς να προσθέσεις ένα παλιό ελαιόλαδο ή ένα νεότερο, δεν μπορείς να φέρεις έναν ειδικό για να το… φτιάξει. Δεν γίνεται. Έχεις μόνο μία ευκαιρία. Και αυτή η ευκαιρία είναι η εξής: Να κάνεις τη συγκομιδή την κατάλληλη μέρα, με σωστές θερμοκρασίες, υγρασίες και να είσαι πολύ γρήγορος. Από την ώρα της συγκομιδής μέχρι την ώρα της ελαιοποίησης να έχεις μάξιμουμ πέντε ώρες, να έχεις επιλέξει τον σωστό τρόπο ελαιοποίησης μέσα στο ελαιουργείο, τους χρόνους σου, τις θερμοκρασίες σου, τις υγρασίες σου, να μην περάσουν πουθενά νερά, και πολλά άλλα, και την ίδια μέρα να το έχεις φιλτράρει και να το έχεις αποθηκεύσει στο τυποποιητήριο. Και δεν έχεις καμία άλλη ευκαιρία. Αυτή είναι…», καταλήγει.
Η ώρα έχει περάσει. Ο Ευτύχης Ανδρουλάκης πρέπει να επιστρέψει στο ελαιουργείο, που δουλεύει διαρκώς, κι εγώ να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Με αποχαιρετά με μια κουβέντα για την ιδιαίτερη σημασία και αξία που έχει για τον ίδιο η χρήση του ποιοτικού ελαιολάδου στη μαγειρική, κάνοντας ειδική αναφορά στον σεφ Βασίλη Λεωνίδου, ο οποίος βραβεύτηκε το 2017 -από τον παγκόσμιο οδηγό ελαιόλαδου FLOS OLEI– για τη συμβολή του στη διεθνή προβολή και προώθηση αφ’ ενός της κουλτούρας και αφ’ ετέρου της υψηλής ποιότητας του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου.