Δυο καλοκαίρια μακριά από την αυλή, δυο Χριστούγεννα λειψά κι αυτά και χιλιάδες εικόνες που έκαναν τη ζωή σου αυτή που ήταν και αυτή που ξέρω, Νίκο μου. Έμειναν οι ταινίες, οι ζωγραφιές, τα βιβλία, οι φωτογραφίες, τα όμορφα σπίτια που σχεδίασες, τα ψάρια στις πέτρες και τα σοφά λόγια. Εκείνο το μακιαβελικό, τόσο διεισδυτικό μπλε βλέμμα σου, εντυπώθηκε μέσα μου για πάντα.
Οι στιγμές που ζήσαμε παίζουν στριμωγμένες σε γρήγορα μικρά καρέ, στο μυαλό μου, το δικό τους κινηματογραφικό κρεσέντο, τόσο έντονες που θαρρείς με σπρώχνουν.
Αγάπησες την Κρήτη όσο τίποτα. Στιβαρός, περήφανος, πάντα μαυροντυμένος. Της γειτονιάς και του Κολωνακίου. Ένας μπον βιβέρ. Απολάμβανες να κοιμάσαι στις όπερες. Σιγοτραγουδούσες «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ψεύτρα, έχεις βλέμμα ερωτικό…». Αλκοόλ δεν έβαλες ποτέ στο στόμα σου, ούτε τσιγάρο. Σκληρός και άκαμπτος όσο δεν παίρνει και συγχρόνως ευαίσθητος, τρυφερός και βαθιά ρομαντικός. Μύστης μου στις καλές τέχνες. Δάσκαλος και πνευματικός μου πατέρας.
Οδηγούσες συνήθως παλιά αυτοκίνητα, είχες δυο τρία κάτω από το σπίτι στο Μετς. Τα στάθμευες συνήθως στα πιο απίθανα μέρη. Ρουφούσες τις στιγμές ως το μεδούλι. Γνήσιο αρσενικό θεριό μιας άλλης εποχής και ταυτόχρονα μέσα στην εποχή μας. Σήκωνες τη γροθιά στο κατεστημένο. Αυθεντικός. Μια σχολή από μόνος σου. Πέρασες πόλεμο, Μακρόνησο, Χούντα… Ένας εικονολάτρης που αγάπησε την αναπαράσταση της ζωής.
Με φώναζες Σοφάκι και μικρή γαλανομάτα. Με έβαλες στην οικογένειά σου. Μου χάριζες χαλιά, βιβλιοθήκες, αφίσες από τις ταινίες σου, θυμιάματα. Μου αφιέρωνες ζωγραφιές και χειρόγραφα διηγήματά σου. «Να τα πουλήσεις όταν πεθάνω που θα έχουν αξία», μού ‘λεγες. Ταξιδεύαμε στην Αίγινα. Έπινες πορτοκαλάδα και έκλεβες και τη δικιά μου. Ήθελες όλη την προσοχή πάνω σου. Κέρδισες βραβεία. Είδαμε τις ταινίες σου δεκάδες φορές σα να ήταν η πρώτη φορά κάθε φορά. Δουλέψαμε μαζί, διορθώσαμε κείμενα, γράψαμε και κάποτε κλάψαμε. Μόνος δεν έμενες σχεδόν ποτέ. Με βοήθησες στην πρώτη μου συνέντευξη στο περιοδικό «θεατής».
Ακούγαμε Faure στη διαπασών. Παρ’ ολίγον να με πουλήσεις σε ένα ξένο! Έδωσες μπουνιά σε έναν οδηγό που σε έβρισε, ενώ έφταιγες. Απείλησες να πετάξεις ένα μπουκάλι στο κεφάλι μου. Ήθελες στο σινεμά να μου κρατάς το χέρι. Τρέχαμε από παζάρι σε παζάρι και σε υπαίθριες αγορές, στην πλατεία Αβησσυνίας πάντα κάναμε στάση. Αγοράζαμε μεγεθυντικούς φακούς. Τρώγαμε μπριζολάκια, γιαουρτλού και πίτσες. Ξενυχτούσαμε στις πρόβες. Γεμίσαμε το Ηρώδειο. Μαγευτήκαμε με την φωνή της Πολυχρονίδη στον Διγενή σου.
Οι φίλοι σου έγιναν και δικοί μου. Κουβεντιάσαμε με τον Γραμματικάκη που θεωρεί αυλή του γείτονα το νεφέλωμα τού Μαγγελάνου και αποκαλεί τον ήλιο «ένα συνηθισμένο άστρο». Τριγυρνούσαμε το καλοκαίρι στα κρητικά χωριά με το στρατιωτικό τζιπ Willys και ο άνεμος μάς έπαιρνε τα μαλλιά. Το πήρα κάποτε και με κατσάδιασες γιατί άργησα να το επιστρέψω και νόμιζες πως σκοτώθηκα. Ήθελες πάντα να κάθομαι δίπλα σου, στα τραπέζια, στις παραστάσεις, στις πρόβες για να λέμε τα δικά μας, τα μυστικά μας. Μια μοναδική φορά, σε έπεισα και κολυμπήσαμε. Κάναμε μοντάζ στην Αντιγόνη σου, που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο και θαυμάσαμε την αγαπημένη μας Παυλάκη ως Ισμήνη. Σκίσαμε σε μικρά κομματάκια, που πετάξαμε στον αέρα, κλήσεις των αυτοκινήτων σου. Εκθείαζες τα ακροδάχτυλά μου. Μου παραχωρούσες το δωμάτιο του «αφέντη» στην Αίγινα και τη νυφική παστάδα στη βίλα του Κούνδουρου – απεχθανόσουν να τη λέμε έτσι, μα στην πόλη έτσι τη λένε όλοι, σου αντιγύριζα.
Απαντούσα τα τηλεφωνήματά σου στη γιορτή σου. Ήμουν η βοηθίνα σου, αλλά με σύστηνες ως το αγαπημένο σου ανήψι. Με πήγες να δω τον τάφο των γονιών σου που θα γινόταν και δικός σου, να τον ξέρω να έρχομαι. Το σπίτι μου ήταν η αετοφωλιά σου. Η αυλή στον Άγιο Νικόλαο ο παράδεισός σου. Τραγουδήσαμε τα εγκώμια με την Κωχ. Τρώγαμε με τα χέρια. Έλεγες ιστορίες για τον Βέγγο, την Κάλλας, την Παππά, τον Ελύτη, για τον Φελίνι, τον Χατζηδάκι, τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, τη γροθιά στον συνταγματάρχη που σ’ έστειλε στην εξορία, το Παρίσι, το κομμένο κεφάλι, την εκτέλεση του Μπελογιάννη, την Κριμαία. Απολαύσαμε τη Μανουρά στο θέατρο. Με έβαζες να σου διαβάζω. Γνωρίσαμε τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, δεξί χέρι του Βελουχιώτη και ακούσαμε τις ιστορίες του. Διάβασες το πρώτο μου διήγημα. Σε αγάπησαν πολλοί. Ο Βακούσης, ο αγαπημένος σου Μπάυρον, μας απήγγειλε Μαγιακόφσκι. Μίλησαμε για την ιερή καύλα με τον Ζουράρι και για το συναμφότερον.
Είχες άποψη για όλα ακόμη και γι’ αυτά που δεν ήξερες. Μ’ ένα μαγικό τρόπο έκανες τους άλλους να κρέμονται από τα χείλη σου. Διαυγής και πλήρης.
Την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε μου είπες να μη σε ξεχάσω, πως μ’ αγαπάς, ότι είμαι σάρκα από τη σάρκα σου, κομμάτι της ψυχής σου.
Νίκο μου, πού είσαι; Ακόμα τηλεφωνώ στο σπίτι σου για να ακούσω τη φωνή σου στον τηλεφωνητή.
Αλλά είπαμε, είσαι σε εκείνο το πολύ μακρινό ταξίδι που λόγω απρόοπτων φαινομένων, καιρικών και άλλων, δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε πια.
Συνεχώς το ξεχνάω. Και αν ανάβω ακόμα λιβάνια είναι γιατί αγαπούσες τη μυρωδιά τους.
5 Σχόλια
Εκπληκτικό! Εύγε, νέα μου!
Αυτό που ζητάω από την Τέχνη.
Αυτό μου έκανε τό κείμενο σου.
Θυμήθηκα, κοντοστάθηκα, συγκινήθηκα, γέλασα, σιγοτραγούδησα, χόρεψα.
Ναι, χόρεψα.
Τo κείμενό σου έχει τέμπο, ρυθμό κοπελάρα μου.
Ε Υ Γ Ε.
bravo! para poly kalo
me ekane kai eklapsa
… και πως να μιλήσει κανείς γι’ αυτό το θεριό!
Σημάδεψε την εποχή του με την τέχνη του, σημάδεψε και τις ζωές μας οριστικά και “ανεπανόρθωτα”. Δυο χρόνια τώρα και δεν έχουμε πού να στραφούμε.
Ο δικός σου… ο δικός μας… Νίκος Κούνδουρος.
Ωραίο κείμενο κοριτσάκι, μπράβο σου. Και είναι ωραίο γιατί λέει την αλήθεια. Θαρρετά και ντρέτα όπως του ταιριάζει και όπως θα του άρεσε…
Μα σαν να τον είδα για μια στιγμή να σε κοιτάζει απορημένος και με την πληρότητα της ευχαρίστησης για το γραπτό σου. “Πλέοντας” πάνω απ’ την αετοφωλιά του…
Συγκινήθηκα πάρα πολύ! Μίλησες με τέτοια απλότητα, απαλότητα, ομορφιά, τόσο από καρδιάς που τον έκανες και δικό μας. Eυχαριστούμε!