Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται έξι χρόνια από την υπαγωγή της χώρας στο καθεστώς των μνημονίων. Πρώτη μπήκε, μόνη μένει, αυτός είναι ο συνοπτικότερος τρόπος να διατυπωθεί η πολυετής αυτή περιπέτεια. Το τι πήγε στραβά είναι μια συζήτηση με πολλές πτυχές, η οποία όμως δεν μπορεί να περιμένει τον ιστορικό του μέλλοντος. Επείγει να γίνει άμεσα, όχι για απόδοση ευθυνών αλλά για την εξεύρεση αποτελεσματικών πολιτικών, στον ελάχιστο χρόνο που η χώρα έχει μπροστά της.
Η ΑΜΗΧΑΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Με τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 η Ελλάδα μπήκε σε μια φάση αποκάλυψης και σταδιακής συνειδητοποίησης του τι συνέβαινε στην πραγματικότητα με τα δημόσια οικονομικά της. Η κατ’ ουσίαν παραιτηθείσα κυβέρνηση Καραμανλή παρέδωσε μια καιόμενη σκυτάλη στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Την ίδια στιγμή, η νέα κυβέρνηση ταλαντευόταν ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις της και την πραγματικότητα, η οποία πλέον έκανε απειλητικά την εμφάνισή της στο προσκήνιο: οι εν κρυπτώ έως τότε προειδοποιήσεις και διαπιστώσεις για την τραγική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας λάμβαναν πλέον τη μορφή δημόσιας χιονοστιβάδας κακών ειδήσεων.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου στάθηκε επί μακρόν αμήχανη, μέχρι να συρθεί τελικά σε μια συνοπτική και κατεπείγουσα συμφωνία. Το πρώτο μνημόνιο, μια, χωρίς προηγούμενο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, σύνθετη και πολυεπίπεδη συμφωνία αναχρηματοδότησης του κρατικού ελληνικού χρέους έναντι δημοσιονομικής εξυγίανσης και οικονομικών μεταρρυθμίσεων ήταν γεγονός. Μετά από οκτώ μήνες παλινωδιών και ψευδαισθήσεων οι υπουργοί εκείνης της κυβέρνησης βρέθηκαν να έχουν αναλάβει την υλοποίηση ενός προγράμματος για το οποίο γνώριζαν -και όχι όλοι- μόνο τους τίτλους των επιμέρους κεφαλαίων που τους αφορούσαν.
Στους επόμενους μήνες η κυβέρνηση Παπανδρέου συνέχισε να αντιμετωπίζει με αναποφασιστικότητα και αμηχανία την κρίση, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει το βάθος της. Εν πολλοίς, τα περισσότερα στελέχη της έδειχναν πως θεωρούσε την περιπέτεια του μνημονίου ως μια ολιγόχρονη εξαίρεση από μια κανονικότητα, στην οποία η χώρα θα επέστρεφε.
Στην πρώτη αυτή φάση του δράματος, η κυβέρνηση Παπανδρέου επαναλάμβανε μονότονα ότι για αυτή δεν υπήρχε θέμα κουρέματος του χρέους, αποκήρυττε δε μετά βδελυγμίας κάθε τέτοια συζήτηση. Τελικά το PSI, το μόνο έως τώρα «κούρεμα» χρέους στην ιστορία της Ε.Ε., επιβλήθηκε από το ΔΝΤ σε σύμπνοια με τη Γερμανία, η οποία το παρουσίασε ως ηθικά επιβεβλημένο σε βάρος των ιδιωτών επενδυτών απέναντι στους Ευρωπαίους φορολογούμενους, οι οποίοι θα σήκωναν το βάρος της διάσωσης της υπερχρεωμένης ελληνικής οικονομίας.
Η ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΑΜΑΡΑ
Αμέσως μετά από το PSI ο βίος της κυβέρνησης Παπαδήμου διακόπηκε και η χώρα οδηγήθηκε στις διπλές εκλογές Μαΐου/Ιουνίου του 2012, από τις οποία προέκυψε η κυβέρνηση Σαμαρά. Η δέσμευση της επαναδιαπραγμάτευσης και οι λοιπές Ζαππειακές εξαγγελίες τέθηκαν άμεσα στο περιθώριο μετά από την επίσκεψη Σαμαρά στο Βερολίνο, ενώ η συζήτηση για το χρέος μετά από το περίφημο «forget it Yannis» περιορίστηκε στην αναφορά -η οποία στοιχειώνει έκτοτε κάθε σχετική συζήτηση- περί «ελάφρυνσης» το Νοέμβριο του 2012. Για το προσεχές διάστημα και για όσο διήρκεσε η υπουργία του Γιάννη Στουρνάρα, η αντιμνημονιακή ρητορική του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος αντικαταστάθηκε από το αφήγημα των δημοσιονομικών επιτυχιών και το νέο «ιερό δισκοπότηρο», αυτό του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Δύο στοιχεία ανέτρεψαν αυτή τη στρατηγική και επανέφεραν την κυβέρνηση Σαμαρά στον αστερισμό της αντιφατικότητας: η άρνηση των Ευρωπαίων να ανταποκριθούν στην πρόωρη επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013 και η ήττα στις ευρωεκλογές του επόμενου έτους.
ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΣΙΠΡΑ
Η τρίτη πράξη του δράματος ξεκίνησε με τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και την πλήρη ανατροπή του εγχώριου πολιτικού σκηνικού με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα. Πίσω από τις συνήθεις και συνήθεις ρητορικές υπερβολές των νικητών, διακρινόταν καθαρά πως για την κυβέρνηση Τσίπρα η διευθέτηση του χρέους με τη μορφή μερικής διαγραφής του ήταν η βασική στοχοθεσία της. Το κυνήγι, όμως, του νέου αυτού ιερού δισκοπότηρου έλαβε πρόσφατα αιφνίδιο τέλος: στον απόηχο της διαρροής στα wikileaks η Κριστίν Λαγκάρντ –για πρώτη φορά από το 2010 – ανέτρεψε δημοσίως την πάγια θέση του ΔΝΤ: Το Ταμείο ζητά πλέον ελάφρυνση και όχι κούρεμα χρέους , ευθυγραμμιζόμενο απολύτως με τη Γερμανία, η οποία αρνείται σταθερά το κούρεμα του ελληνικού χρέους, προβάλλοντας το επιχείρημα – παγίδα ότι μια τέτοια ενέργεια είναι εκτός νομικού πλαισίου Ευρωζώνης και άρα προϋποθέτει την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Θέση που διατύπωσε πρόσφατα ενώπιον της Κ. Λαγκάρντ η Γερμανίδα καγκελάριος, συμπλέοντας ξεκάθαρα με τη γραμμή Σόιμπλε.
ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ…
Η κατάρρευση και αυτής της στρατηγικής επιδίωξης αφήνει την ελληνική πλευρά για ακόμη μια φορά μετέωρη, σε αναζήτηση στόχου και τακτικών. Έπειτα από τέσσερα χρόνια η Ελλάδα επανέρχεται στην απόφαση του Νοεμβρίου του 2012 περί «ελάφρυνσης χρέους», έχοντας όμως να αντιμετωπίσει εκτός από την ευρωπαϊκή απροθυμία και ένα δυσμενέστερο συσχετισμό παραγόντων: Η έξαρση του προσφυγικού, το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και φυσικά το γεγονός ότι όλες οι άλλες χώρες έχουν πλέον εξέλθει από τα αντίστοιχα προγράμματα διάσωσης έχουν απομονώσει τη χώρα, αλλά και έχουν περιορίσει το μέγεθος του συστημικού κινδύνου, στον οποίο πάντοτε υπολόγιζε.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου ουδέποτε συνειδητοποίησε το μέγεθος του προβλήματος και πορεύθηκε χωρίς σχέδιο και πυξίδα. Η κυβέρνηση Σαμαρά ξεκίνησε έχοντας υπονομεύσει τις προοπτικές της και τελικά εγκατέλειψε εγκαταλειπόμενη από τους δανειστές. Οι κυβερνήσεις Τσίπρα αποπειράθηκαν να διαμορφώσουν στρατηγική εξόδου από την κρίση όπως ακριβώς διαμόρφωσαν τη στρατηγική της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ: Συνθηματολογικά, μαξιμαλιστικά και «βλέποντας και κάνοντας», όπως άλλωστε αρμόζει στο τελειότερο προϊόν του ανεπαρκούς πολιτικού μας συστήματος.
Κάθε μια από τις κυβερνήσεις της εξαετίας πορεύθηκε με συνταγές αποτυχίας, αδυνατώντας να διαμορφώσει ένα συνεκτικό σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος. Κοινή συνισταμένη σε όλες τις περιπτώσεις ήταν και είναι η βραχυπρόθεσμη προσέγγιση, στα όρια ενός εκλογικού κύκλου. Τώρα, με την κατάρρευση και της τελευταίας ψευδαίσθησης, το ελληνικό πολιτικό σύστημα καλείται να αντιμετωπίσει τα επίχειρα της ανεπάρκειάς του: μόνο που αυτή τη φορά έχει ξεμείνει από εφεδρείες, όσο ανεπαρκείς και αν αποδείχθηκαν αυτές.
ΔΝΤ: Ο ΑΠΡΟΘΥΜΟΣ ΔΙΑΣΩΣΤΗΣ
Η εμπλοκή του Ταμείου στην ελληνική υπόθεση το 2010 έγινε καθ’ υπέρβαση των πολυετών πρακτικών και των κανόνων του, κάτω από προφανή πολιτική πίεση λόγω των κινδύνων που προέκυπταν για την παγκόσμια οικονομία από την αστάθεια της ευρωζώνης. Οι εντάσεις και οι διαφωνίες στο εσωτερικό του Ταμείου για την ευρωπαϊκή του περιπέτεια και ειδικότερα για το ελληνικό της σκέλος είναι διαρκείς και αναζωπυρώνονται κατά καιρούς. Η πλευρά των αναδυόμενων οικονομιών (κυρίως οι λεγόμενοι BRICS) υποστηρίζουν σταθερά ότι η παροχή βοήθειας σε ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες αντίκειται στους καταστατικούς σκοπούς της αποστολής του και συνιστά σπατάλη πόρων που θα έπρεπε να κατευθυνθούν σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι τεχνοκράτες του υποστήριξαν από την αρχή την ανάγκη απομείωσης της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους (κούρεμα) και συνέτειναν με τη Γερμανία στην επιλογή του PSI. Πλέον είναι φανερό ότι το Ταμείο βρίσκεται στην τελική φάση της υλοποίησης ενός σχεδίου εξόδου από μια περιπέτεια, την οποία ποτέ δεν είδε με καλό μάτι. Μόνο που οι υπεύθυνοί του δεν πρόκειται να επιτρέψουν η αποχώρησή του να γίνει με όρους αποδιοπομπαίου τράγου, υπεύθυνου για τη προδιαγραφόμενη τελική αποτυχία. Με ό, τι συνεπάγεται αυτό για την ελληνική πλευρά, η οποία συχνά -και όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ- προέβαλε την αποχώρησή του ως στόχο της.
* Ο Όθωνας Χαραλαμπάκης είναι επικοινωνιολόγος. Είχε την άμεση εμπειρία της διαπραγμάτευσης και εφαρμογής των μνημονίων, διατελώντας ειδικός συνεργάτης στο Υπουργείο Εργασίας (2009 – 2010), Υγείας (2010 – 2011) και διοικητής των ψυχιατρικών νοσοκομείων Δαφνιού και Δρομοκαϊτείου (2011 – 2013)