Στην Ελλάδα «είμαστε δέσμιοι της ψευδαίσθησης ότι είμαστε οι μόνοι που παράγουμε ποιοτικό ελαιόλαδο» , επισημαίνει -μιλώντας στο HANIA.news – ο γεωπόνος – ερευνητής, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών Χανίων Κώστας Χαρτζουλάκης , τονίζοντας ότι «δυστυχώς παράγουμε με συνθήκες περίπου της δεκαετίας του 1980 για την αγορά του 2016»!
Σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη, ο κ. Χαρτζουλάκης υπογραμμίζει ότι «δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για το ελαιόλαδο» , σημειώνει ότι στα Χανιά «μόνο το 5% των ελαιοδέντρων είναι βιολογικά, αν και οι δυνατότητες του Νομού είναι πολύ μεγάλες» και επισημαίνει ότι «οι παραγωγοί ως επί το πλείστον συνεχίζουν να παράγουν εμπειρικά, χωρίς οργανωμένη τεχνική στήριξη (λίπανση, άρδευση, φυτοπροστασία) και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις προδιαγραφές της αγοράς».
Παράλληλα, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα προβλήματα τόσο της υλοτόμησης ελαιώνων και της αναποτελεσματικής δακοκτονίας , ενώ μιλά για τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του σε χώρες όπως η Κίνα , η Αργεντινή , η Τυνησία , η Χιλή και το Περού , στις οποίες γίνονται προσπάθειες, τα τελευταία χρόνια, για ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν από τρία χρόνια είχατε δηλώσει ότι «καμία χώρα του κόσμου δεν απειλεί το ελληνικό ελαιόλαδο, παρά μόνο οι ίδιοι οι Έλληνες», επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι «την ίδια ώρα που όλοι οι άλλοι προοδεύουν εμείς παραμένουμε στα ίδια». Εξακολουθείτε να έχετε την ίδια άποψη;
Κ.Χ.: Δυστυχώς ναι. Και συνεχώς αυτό αποδεικνύουν και τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου. Την περίοδο 2014 – 2015 για κάποιους μήνες η τιμή παραγωγού του τυνησιακού έξτρα παρθένου ελαιολάδου ήταν υψηλότερη από την τιμή του ελληνικού. Η Ισπανία τα τελευταία 25 χρόνια υπερδιπλασίασε την παραγωγή και βελτίωσε σημαντικά την ποιότητα. Το ίδιο και άλλες Μεσογειακές ανταγωνίστριες χώρες, όπως η Τυνησία, η Τουρκία και το Μαρόκο. Δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για το ελαιόλαδο και επομένως ένας οδικός χάρτης για να φτάσουμε στον στόχο, που πρέπει να είναι η ποιότητα. Υπάρχουν το γενετικό υλικό (ποικιλίες) και οι εδαφο-κλιματικές συνθήκες για να επιτευχθεί ο στόχος. Όμως, δεν φτάνουν. Στη νέα τάξη πραγμάτων είναι απαραίτητες οι γνώσεις, η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η επιχειρηματική οργάνωση και η έρευνα της αγοράς. Οι επιτυχημένες αλλά μεμονωμένες προσπάθειες παραγωγών ή μικρών ομάδων παραγωγών δεν φτάνουν. Δείχνουν όμως τον δρόμο.
Στην Κρήτη καλλιεργούνται περίπου 30.000.000 ελαιόδεντρα και παράγονται 100 – 120 χιλιάδες τόνοι ελαιολάδου. Στο Νομό Χανίων καλλιεργούνται 7.500.000 ελαιόδεντρα, από τα οποία 5.500.000 της ποικιλίας «Κορωνέικη» και περίπου 2.000.000 της ποικιλίας «Τσουνάτη» και παράγονται κατά μέσο όρο 25-30.000 τόνοι ελαιολάδου κάθε χρόνο. Μόνο το 5% των ελαιοδέντρων είναι βιολογικά, αν και οι δυνατότητες του Νομού είναι πολύ μεγάλες.
Σύμφωνα με μελέτη, που δημοσιοποίησε το 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή [με στοιχεία που συγκέντρωσε η βάση δεδομένων FADN (Farm Accountancy Data Network), τα οποία προέρχονται από τη Eurostat και τις εθνικές αρχές των κρατών μελών], το μέσο εισόδημα των ισπανικών και ιταλικών εκμεταλλεύσεων που παράγουν ελαιόλαδο είναι περίπου 12.000 – 13.000 ευρώ ανά μονάδα εργασίας (αυτή ισοδυναμεί με ένα άτομο που απασχολείται πλήρως στην εκμετάλλευση) κατ’ έτος, ενώ στην Ελλάδα περίπου 7.000 ευρώ. Τι κάνουμε λάθος στην Ελλάδα;
Κ.Χ.: Δεν έχουμε στρατηγική στον ελαιοκομικό τομέα. Τι θέλουμε να παράγουμε και πώς κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες στη χώρα (εδαφοκλιματικές, μέγεθος εκμεταλλεύσεων, πολυτεμαχισμός κ.λπ.). Η στρατηγική της Ισπανίας από το 1990 ήταν κυρίως η αύξηση της παραγωγής και δευτερευόντως της ποιότητας αξιοποιώντας τις συνθήκες της χώρας (μεγάλες εκμεταλλεύσεις, πυκνότητα φύτευσης, οργάνωση συνεταιρισμών, μηχανοποίηση της καλλιέργειας, τεχνική καθοδήγηση, κ.λπ.). Σήμερα έχει υπερδιπλασιάσει την παραγωγή (700.0000 τόνοι το 1990, 1.600.000 τόνοι σήμερα) και έχει βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα (5% έξτρα παρθένο το 1990, 30-35% σήμερα). Στην Ιταλία το υψηλότερο εισόδημα οφείλεται στον προσανατολισμό της στην ποιότητα (δεν αύξησε την παραγόμενη ποσότητα, αλλά βελτίωσε τις μεθόδους παραγωγής).
Στην Ελλάδα, εκτός από το έλλειμμα στρατηγικής και τα δομικά προβλήματα της καλλιέργειας (μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων, πολυτεμαχισμός, απαξίωση συνεταιριστικού πνεύματος, μη ορθολογική χρήση των συντελεστών παραγωγής, αδυναμία μηχανοποίησης, έλλειψη καθοδήγησης κ.λπ.) είμαστε δέσμιοι της ψευδαίσθησης ότι είμαστε οι μόνοι που παράγουμε ποιοτικό ελαιόλαδο.
Έτσι, δεν αξιοποιούμε, πλην μεμονωμένων περιπτώσεων, το συγκριτικό πλεονέκτημα των χαμηλών εισροών, που λόγω της μορφολογίας του εδάφους έχουμε. Με σωστή οργάνωση και τεχνική στήριξη μπορούμε να παράγουμε υψηλής ποιότητας πιστοποιημένο ελαιόλαδο και σωστό μάρκετινγκ να απολαμβάνουμε υψηλότερες τιμές. Δυστυχώς παράγουμε με συνθήκες περίπου της δεκαετίας του 1980 για την αγορά του 2016!
Εκπαίδευση αγροτών σε ελαιώνα
Τα τελευταία χρόνια, παραδοσιακοί ελαιώνες στα Χανιά και την υπόλοιπη Κρήτη αντιμετωπίζουν, μεταξύ των άλλων, ένα νέο πρόβλημα καθώς, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, έχουν καταστεί αντικείμενα ξύλευσης για παραγωγή καυσόξυλων που διατίθενται σε μεγάλες πόλεις της χώρας. Πώς δύναται να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα;
Κ.Χ.: Η απαξίωση του φυτικού κεφαλαίου το καθιστά εύκολο θύμα της άναρχης υλοτόμησης. Το πρόβλημα αυτό ήταν έντονο τη δεκαετία του 2000 στον παραδοσιακό ελαιώνα της Κέρκυρας. Ο νόμος 3399/17.10.05 αποτελεί ένα εργαλείο αναχαίτισης της άναρχης υλοτόμησης. Προβλέπει οι γεωπόνοι της Τοπικής/Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης να ελέγχουν τις εργασίες κλαδέματος, ιδιαίτερα σε παραδοσιακούς ελαιώνες και να δίνουν ειδική άδεια, έτσι ώστε στόχος των εργασιών να είναι η φροντίδα των ελαιοδέντρων και όχι η συγκομιδή ξυλείας.
Επιπλέον, μπορεί να γίνει καταγραφή των θυλάκων με υπερ-αιωνόβιους ελαιώνες με ιδιαίτερη ιστορική – πολιτιστική αξία για την Κρήτη και να προχωρήσει η ανάδειξη και τουριστική τους αξιοποίηση. Η εκπόνηση σχετικής μελέτης από την Περιφέρεια Κρήτης ή τους Δήμους, μετά από διαβούλευση με όλους τους φορείς (τουρισμό, πρωτογενή τομέα κ.λπ.) για να υπάρχει κοινωνική συναίνεση είναι αναγκαία.
Το ελληνικό και το κρητικό ελαιόλαδο χαρακτηρίζεται από έλλειψη μάρκετινγκ, διαφοροποίησης του προϊόντος και ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την ποιότητα του. Γι’ αυτό πάνω από το 80% εξάγεται χύμα. Αξίζουν συγχαρητήρια οι μεμονωμένες επιτυχημένες προσπάθειες που γίνονται τα τελευταία χρόνια, αλλά πρέπει πολλά να γίνουν ακόμα.
Ποια είναι η κατάσταση όσον αφορά γενικότερα στο σύνολο της ελαιοκομίας στην Κρήτη και ειδικότερα στην Περιφερειακή Ενότητα Χανίων;
Κ.Χ.: Στην Κρήτη καλλιεργούνται περίπου 30.000.000 ελαιόδεντρα και παράγονται 100 – 120 χιλιάδες τόνοι ελαιολάδου. Στο Νομό Χανίων καλλιεργούνται 7.500.000 ελαιόδεντρα, από τα οποία 5.500.000 της ποικιλίας «Κορωνέικη» και περίπου 2.000.000 της ποικιλίας «Τσουνάτη» και παράγονται κατά μέσο όρο 25-30.000 τόνοι ελαιολάδου κάθε χρόνο. Μόνο το 5% των ελαιοδέντρων είναι βιολογικά, αν και οι δυνατότητες του Νομού είναι πολύ μεγάλες. Δυστυχώς, όπως έγινε και στις άλλες περιοχές της χώρας, οι ενισχύσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) δεν αξιοποιήθηκαν για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ελαιοπαραγωγής. Οι παραγωγοί ως επί το πλείστον συνεχίζουν να παράγουν εμπειρικά, χωρίς οργανωμένη τεχνική στήριξη (λίπανση, άρδευση, φυτοπροστασία) και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις προδιαγραφές της αγοράς. Αποτέλεσμα είναι το υψηλό κόστος παραγωγής, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος και η αδυναμία να επιτευχθεί η ποιότητα που μπορεί να δώσουν οι ποικιλίες και το εδαφο-κλιματικό περιβάλλον της Κρήτης. Η έλλειψη ισχυρών συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών είναι ένα σοβαρό μειονέκτημα.
Ήσασταν διευθυντής, επί σειρά ετών, του Ινστιτούτου Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου Χανίων, ενώ παραμένετε επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος. Η τεχνογνωσία του Ινστιτούτου αξιοποιήθηκε όλα αυτά τα χρόνια από Αγροτικούς Συνεταιρισμούς και μεμονωμένους παραγωγούς; «Μεταφέρθηκε», δηλαδή, επαρκώς από τα εργαστήρια στα χωράφια;
Κ.Χ.: Δυστυχώς όχι στον βαθμό που έπρεπε. Αν και το Ινστιτούτο ήταν στην πρωτοπορία στα θέματα της αρμοδιότητάς του δεν στηρίχθηκε ουσιαστικά ούτε από την πολιτεία ούτε από τους παραγωγούς και τις οργανώσεις τους για την επίλυση τοπικών προβλημάτων, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, από το 2000 είχαμε υποβάλει προτάσεις για τη δημιουργία εδαφολογικού χάρτη της Κρήτης, ενός σύγχρονου δικτύου μετεωρολογικών σταθμών, ενός συμβουλευτικού συστήματος για τις ανάγκες σε νερό των καλλιεργειών κ.λπ. που αποτελούν βασικά εργαλεία για την αγροτική ανάπτυξη, και όχι μόνο.
Η μεταφορά της τεχνογνωσίας από το Ινστιτούτο έγινε με τα μέσα που είχε στη διάθεσή του. Εκλαϊκευμένα ενημερωτικά φυλλάδια, ημερίδες, εκπαιδεύσεις ακόμα και πιλοτικές εφαρμογές. Το ασθενές σημείο είναι η απουσία ισχυρής σύνδεσης με τις γεωτεχνικές Υπηρεσίες όλων των βαθμών της Αυτοδιοίκησης. Ωστόσο, το κινητό Εργαστήριο Αναλύσεων και το διαπιστευμένο Εργαστήριο Αναλύσεων Ελαιολάδου είναι εργαλεία στην υπηρεσία όλου του πρωτογενούς τομέα.
Η δακοκτονία είναι μια διαδικασία που αν δεν γίνει στον κατάλληλο χρόνο και σωστά οι επιπτώσεις στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα του ελαιολάδου και το περιβάλλον είναι σημαντικές και η οικονομική ζημιά ανυπολόγιστη.
Υπερεντατική φυτεία στην Αργεντινή
Τα τελευταία χρόνια επισκέπτεστε χώρες του εξωτερικού, όπως η Κίνα, η Αργεντινή, η Χιλή, το Περού και η Ιορδανία, όπου καταβάλλονται προσπάθειες -με κρατική μέριμνα ως επί το πλείστον- για την ανάπτυξη της ελαιοκομίας. Ποιες είναι οι διαπιστώσεις σας από αυτά τα ταξίδια;
Κ.Χ.: Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές χώρες εκτός της μεσογειακής λεκάνης άρχισαν προσπάθειες ανάπτυξης της καλλιέργεια της ελιάς σε περιοχές με κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες, είτε με κρατική μέριμνα (Κίνα, Πακιστάν, Χιλή) ή θεσπίζοντας κίνητρα για μεγάλες επενδύσεις με υπερεντατικές φυτείες (100-180 φυτά στο στρέμμα) με πλήρη μηχανοποίηση της καλλιέργειας (Αργεντινή, Καλιφόρνια στις ΗΠΑ, Αυστραλία). Πολλές από αυτές τις χώρες στο παρελθόν σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες με άλλα παραδοσιακά μεσογειακά προϊόντα όπως το κρασί (Αργεντινή, Χιλή, Αυστραλία, Καλιφόρνια).
Η εμπειρία μου από τις επισκέψεις σε αυτές τις χώρες, αλλά και τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα καλλιέργειας της ελιάς, δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά (λόγω οριακών εδαφο-κλιματικών συνθηκών κτλ.). Οι πιθανές τεχνολογικές εξελίξεις (δημιουργία νέων ποικιλιών, μέθοδοι καλλιέργειας, κτλ.) ενδεχομένως δεν θα επιτρέψουν τα επόμενα χρόνια τη δημιουργία δυναμικών κλάδων ελαιοπαραγωγής. Έτσι, μεσοπρόθεσμα η εμφάνιση των νέων χωρών δεν θα διαταράξει τις ισορροπίες προσφοράς – ζήτησης που επικρατούν στις διεθνείς αγορές, αφού το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους θα συνεχίσει να απευθύνεται στην ταχύτατα διευρυνόμενη εσωτερική τους αγορά.
Η σημαντική συνεισφορά της ανάπτυξης της καλλιέργειας της ελιάς στις χώρες αυτές είναι ότι το ελαιόλαδο, και μάλιστα το έξτρα παρθένο, μπαίνει στην κουλτούρα τους. Το σημαντικό για μας είναι τι μερίδιο θα πάρουμε και αν θα αξιοποιήσουμε την παροχή τεχνογνωσίας που ζητούν σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, όπως κάνουν η Ιταλία, το Ισραήλ, και άλλες χώρες.
Στη νέα τάξη πραγμάτων είναι απαραίτητες οι γνώσεις, η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η επιχειρηματική οργάνωση και η έρευνα της αγοράς. Οι επιτυχημένες αλλά μεμονωμένες προσπάθειες παραγωγών ή μικρών ομάδων παραγωγών δεν φτάνουν. Δείχνουν όμως τον δρόμο.
Εκπαίδευση στελεχών στην περιοχή Γκανσού της Κίνας από τον κ. Κώστα Χαρτζουλάκη (δεύτερος από αριστερά, σε πρώτο πλάνο)
Καλλιέργεια ελιάς στην Κίνα
Μία από τις μεγάλες «πληγές» για το ελληνικό και το κρητικό, ειδικότερα, λάδι είναι, επί σειρά ετών, η πώλησή του σε χύμα μορφή στο εξωτερικό, με τους Ιταλούς, κυρίως, να κερδίζουν προωθώντας ως δικό τους ένα πολύ ποιοτικό προϊόν. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες πολύ ποιοτικές προσπάθειες σε τοπικό επίπεδο για τη βελτίωση του προϊόντος, την τυποποίηση και την εξαγωγή του. Είναι αρκετές αυτές οι προσπάθειες ή μένουν ακόμη πολλά να γίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση;
Κ.Χ.: Το ελληνικό και το κρητικό ελαιόλαδο χαρακτηρίζεται από έλλειψη μάρκετινγκ, διαφοροποίησης του προϊόντος και ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την ποιότητα του. Γι’ αυτό πάνω από το 80% εξάγεται χύμα. Αξίζουν συγχαρητήρια οι μεμονωμένες επιτυχημένες προσπάθειες που γίνονται τα τελευταία χρόνια, αλλά πρέπει πολλά να γίνουν ακόμα. Και πρώτα από όλα η ποιότητα να γίνει στρατηγικός στόχος. Όχι με ανακοινώσεις και ευχολόγια. Με αλλαγή νοοτροπίας από όλους τους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα (παραγωγούς, ελαιουργούς, τυποποιητές, εξαγωγείς) και με σχεδιασμό και στοχευμένες ενέργειες από την πολιτεία, όπως τεχνική στήριξη παραγωγών, έλεγχο πιστοποίησης διαδικασιών παραγωγής, έκθλιψης και τυποποίησης, οικονομικά κίνητρα για προβολή και εξαγωγές. Αξιοποιώντας και το ιδανικό εδαφο-κλιματικό περιβάλλον της Κρήτης και τις ντόπιες ποικιλίες, ως η ελληνική απάντηση στην επιδιωκόμενη «ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση».
Ένα πρόβλημα, το οποίο οι ελαιοπαραγωγοί και στα Χανιά «βρίσκουν» μπροστά τους σχεδόν κάθε χρόνο είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του δάκου. Είναι σωστός ο χρόνος και ικανοποιητικός ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η δακοκτονία; Τι πρέπει να αλλάξει;
Κ.Χ.: Η δακοκτονία είναι μια διαδικασία που αν δεν γίνει στον κατάλληλο χρόνο και σωστά οι επιπτώσεις στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα του ελαιολάδου και το περιβάλλον είναι σημαντικές και η οικονομική ζημιά ανυπολόγιστη. Ο σωστός χρόνος εφαρμογής και ο αποτελεσματικός τρόπος εφαρμογής είναι γνωστός σε όλους τους εμπλεκόμενους. Ωστόσο, ούτε οι διαδικασίες ολοκληρώνονται έγκαιρα (διαγωνισμοί για εργολάβους, προμήθεια φαρμάκων, πρόσληψη προσωπικού) ούτε η εφαρμογή γίνεται σωστά (τοποθέτηση και παρακολούθηση παγίδων, έλεγχος και παρακολούθηση ψεκαστών).
Επειδή έχει αποδειχθεί η αδυναμία του ΥΠΠΑΤ να ολοκληρώσει έγκαιρα τις διαδικασίες, η αρμοδιότητα (διοικητική και οικονομική) πρέπει να μεταφερθεί στη Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση ή και στους Δήμους, ακόμα και σε ομάδες παραγωγών. Άλλωστε οι κλιματολογικές συνθήκες, άρα και ο χρόνος εφαρμογής της δακοκτονίας, διαφέρουν μεταξύ των ελαιοκομικών περιοχών της χώρας.
Όλες οι διαδικασίες για την ανάδειξη εργολάβων, την πρόσληψη τομεαρχών, παγιδοθετών, προμήθεια υλικών κ.λπ. πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Απριλίου και η τοποθέτηση των παγίδων μέχρι τέλος Μαΐου.
Πρέπει να εφαρμοσθεί ένα ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα ελέγχου και παρακολούθησης τόσο του δακοπληθυσμού (θέση παγίδας και καταγραφή πληθυσμού) όσο και των δολωματικών ψεκασμών (καταγραφής πορείας, ταχύτητα, κ.λπ.) αξιοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία. Σήμερα υπάρχουν δωρεάν τέτοιες εφαρμογές και στα έξυπνα κινητά και όλες οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες άμεσα, μέσω ιστοσελίδας, στον κάθε ενδιαφερόμενο. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει πολιτική βούληση από όλους τους εμπλεκόμενους να εφαρμοσθεί. Σε κάθε περίπτωση ο Σύλλογος Φίλων της Δακοκτονίας ( www.dacusolive.gr ) είναι πρόθυμος να συμβάλλει στην εφαρμογή αφιλοκερδώς για κάθε ενδιαφερόμενο.
Στην Ελλάδα, εκτός από το έλλειμμα στρατηγικής και τα δομικά προβλήματα της καλλιέργειας (μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων, πολυτεμαχισμός, απαξίωση συνεταιριστικού πνεύματος, μη ορθολογική χρήση των συντελεστών παραγωγής, αδυναμία μηχανοποίησης, έλλειψη καθοδήγησης κ.λπ.) είμαστε δέσμιοι της ψευδαίσθησης ότι είμαστε οι μόνοι που παράγουμε ποιοτικό ελαιόλαδο.
Ο κ. Κώστας Χαρτζουλάκης σε πρόγραμμα εκπαίδευσης αγροτών
Εν κατακλείδι, ποιο είναι το μέλλον της ελαιοκαλλιέργειας στα Χανιά και την υπόλοιπη Κρήτη; Τι πρέπει να βελτιωθεί, με ποιο τρόπο, και τι πρέπει να αλλάξει;
Κ.Χ.: Λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια κοινωνικο-οικονομική και περιβαλλοντική σημασία της ελαιοκαλλιέργειας για το Ν. Χανίων και την Κρήτη η απάντηση στο ερώτημα αν έχει μέλλον είναι «κατηγορηματικά ναι» και δεν πρέπει να τίθεται διλημματικά. Είναι μονόδρομος. Με δεδομένο δε τη μορφολογία του εδάφους και τα δομικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας, η ελαιοκαλλιέργεια στην Κρήτη δεν θα μπορεί να «παίξει» με αξιώσεις με ανταγωνιστικό κόστος στη «μαζική παραγωγή» έξτρα παρθένου ελαιολάδου σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Πρέπει να στραφεί στην ποιότητα με ολοκληρωμένη στρατηγική που αφ’ ενός θα αντιμετωπίζει τα μέχρι σήμερα προβλήματα και αδυναμίες και αφ’ ετέρου θα αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν.
Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να στοχεύει στη μείωση κόστους παραγωγής (κατάρτιση αγροτών, ομάδες παραγωγής, εφαρμογή συστημάτων ολοκληρωμένης ή/και βιολογικής καλλιέργειας), τη βελτίωση και διασφάλιση της ποιότητας και ασφάλειας του προϊόντος (επιμόρφωση, εκσυγχρονισμός και πιστοποίηση ελαιουργείων, ιχνηλασιμότητα κ.λπ.), την εξυγίανση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (πάταξης νοθείας, ελληνοποιήσεων), της διαφοροποίησής του από τα σπορέλαια (ενημέρωση καταναλωτών) και την ουσιαστική ποσοτική διεύρυνση της παρουσίας του επώνυμου ποιοτικού κρητικού ελαιόλαδου στις αγορές του εξωτερικού.
Και βέβαια αυτή τη στρατηγική θα πρέπει να την ακολουθήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην αλυσίδα του λαδιού, οι παραγωγοί, οι ελαιοτριβείς, οι τυποποιητές, οι έμποροι, ακόμη και οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. Επιπλέον, αυτή η στρατηγική πρέπει να υποστηριχθεί σταθερά από την πλευρά της Πολιτείας με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα.
Ο κ. Κώστας Χαρτζουλάκης στην Ιορδανία