Οργισμένος όχι μόνο για το γεγονός ότι αναγκάστηκε πρόσφατα να ξενιτευτεί οικογενειακώς στη μακρινή Αυστραλία, αλλά και για τον τρόπο που «επιλέξαμε να ζούμε ως ελληνική κοινωνία τη ζωή μας τα τελευταία 35 χρόνια» , δηλώνει στο HANIA.news ο Χανιώτης καθηγητής και βραβευμένος συγγραφέας Πολυχρόνης Κουτσάκης .
Παράλληλα, επισημαίνει ότι υπάρχει ελπίδα για την Ελλάδα «υπό τέσσερις προϋποθέσεις» , αναφέρεται στα αγαπημένα του Χανιά, στις προτάσεις που δέχθηκε, κατά καιρούς, για να ασχοληθεί με τα κοινά, αλλά και στις πρώτες του εντυπώσεις από την αχανή χώρα, στην οποία βρίσκεται εδώ και λίγους μήνες, ενώ μιλά και για τα επόμενα συγγραφικά του σχέδια.
Αναλυτικότερα:
Στο «Μικρό Θυμωμένο Ημερολόγιο» (ΜΘΗ), όπου εδώ και πολύ καιρό καταγράφετε σκέψεις και απόψεις, μοιραστήκατε πρόσφατα μαζί μας ότι είστε οργισμένος επειδή αναγκαστήκατε, ουσιαστικά, να φύγετε από τα Χανιά και την Ελλάδα και να ξενιτευτείτε οικογενειακώς στη μακρινή Αυστραλία. Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας ώθησαν να λάβετε αυτήν την απόφαση;
Π.Κ.: Ευχαριστώ για τη συνέντευξη, καταρχάς, αλλά κι επειδή διαβάζετε το μπλογκ μου, το ΜΘΗ. Οργισμένος δεν είμαι μόνο επειδή αναγκάστηκα να ξαναφύγω από τα Χανιά (είχα επιστρέψει από τον Καναδά το 2009 με την ελπίδα να μείνω μόνιμα στον τόπο μου). Θα έλεγα πως είμαι οργισμένος συνολικά με το πώς επιλέξαμε να ζούμε ως ελληνική κοινωνία τη ζωή μας τα τελευταία 35 χρόνια, και αυτό οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή.
Η δική μου απόφαση να φύγω στην Αυστραλία (που δεν είναι ακόμα οριστική, ελπίζω ότι θα μπορέσω κάποια στιγμή να ξαναγυρίσω στα Χανιά) είναι εν μέρει αποτέλεσμα της κατάστασης που ζει η χώρα σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο είναι αποτέλεσμα της έλλειψης προοπτικής για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Δεν το λέω εγώ, αυτό. Το λέει ο πρωθυπουργός της χώρας, που σε προεκλογική του συνέντευξη τον Αύγουστο είπε: «Έχω δυο γιους, τριών και πέντε ετών. Να βάλουμε τις βάσεις ώστε τα παιδιά που είναι σε αυτή την ηλικία να σπουδάσουν καλά και να μη φεύγουν στο εξωτερικό. Δυστυχώς, τη σημερινή γενιά των εικοσάρηδων τη χάσαμε. Όλοι οι νέοι επιστήμονες φεύγουν στο εξωτερικό». Με λίγα λόγια, ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ελπίδα (όχι τη βεβαιότητα) ότι μπορεί σε δεκαπέντε χρόνια οι νέοι να μη χρειάζεται να φεύγουν στο εξωτερικό. Όταν έχεις οικογένεια, και οι πολιτικοί σε διαβεβαιώνουν ότι για πολλά χρόνια τα πράγματα δεν θα είναι καλά, αρχίζεις να λοξοκοιτάζεις προς το διαβατήριό σου…
Η έλλειψη δικαιοσύνης κυριαρχούσε στην Ελλάδα πολύ πριν έρθει η οικονομική κρίση. Το κόμπλεξ απέναντι στον γνωστό/φίλο που είναι ψιλο (χοντρο) λαμόγιο και τα καταφέρνει οδηγούσε στο να γίνει και ο μέσος Έλληνας μία από τα ίδια – αρκεί να τα κατάφερνε καλύτερα από τον φίλο. Ή αρκεί να τα κατάφερναν τα παιδιά του καλύτερα από τα παιδιά του γείτονα. Κι αν ψηφίζαμε και πολιτικούς λαμόγια, ε, δεν πειράζει, ας κάνουμε τώρα τη δουλίτσα μας, εμείς θα σώσουμε τον κόσμο;
Πώς αντιμετώπισαν την απόφαση αυτή τα συγγενικά σας πρόσωπα; Φαντάζομαι ότι δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα να ανακοινώνεις στον παππού και τη γιαγιά ότι, πλέον, δεν θα έχουν τη χαρά, την ευτυχία, να βλέπουν τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν καθημερινά.
Π.Κ.: Αυτό που ζούμε εμείς το ζουν και δεκάδες χιλιάδες άλλες οικογένειες σε όλη τη χώρα, που βλέπουν μέλη τους να φεύγουν. Και είναι δύσκολο, όπως αναφέρετε, ναι. Αλλά εκτός από τη χαρά της καθημερινότητας υπάρχει και η χαρά που λαμβάνει υπ’ όψιν τη «μεγάλη εικόνα» των πραγμάτων – κι εκεί η ζυγαριά αυτή τη στιγμή, έτσι όπως είναι η χώρα, μάλλον γέρνει από την άλλη πλευρά. Η λύση, προς το παρόν, είναι να επιστρέφουμε όσο πιο συχνά μπορούμε στην Ελλάδα για διακοπές. Με την ελπίδα να αλλάξουν τα πράγματα αρκετά ώστε να επιστρέψουμε μόνιμα.
Θεωρείτε εαυτόν -και- τυχερό, επειδή έχετε τη δυνατότητα, αλλά και την ικανότητα, να αναζητήσετε στο εξωτερικό μια σαφώς καλύτερη τύχη για εσάς και την οικογένειά σας;
Π.Κ.: Εν μέρει, ναι. Αλλά επειδή καθημερινά είμαι σε επαφή (email, τηλέφωνο, διαδικτυακή πληροφόρηση) με την Ελλάδα, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι άνθρωποι που αγαπώ, και αντιλαμβάνομαι τις στενοχώριες τους, δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι.
Να σας θυμίσω, ως απλό παράδειγμα, ότι όταν ο Αναστάσης Πεπονής έφτιαξε τον νόμο για το ΑΣΕΠ, ώστε να σταματήσουν οι ρουσφετολογικές προσλήψεις, η απάντηση του ελληνικού λαού ήταν άμεση: μετά από 23 χρόνια συνεχόμενης παρουσίας στη Βουλή, στις επόμενες εκλογές τον έστειλε σπίτι του, για να μάθει να κάνει τέτοιες βλακείες.
Με το χέρι στην καρδιά, πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα για εκείνους που παραμένουν, είτε συνειδητά είτε επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, στην -ομολογουμένως πολλαπλώς χρεοκοπημένη- Ελλάδα;
Π.Κ.: Ελπίδα υπάρχει, υπό τέσσερις προϋποθέσεις.
Η πρώτη είναι να κοιταχθεί ο Έλληνας στον καθρέφτη και να πει «φταίω». Διότι μπορεί κάποιοι να φταίνε πολύ περισσότερο από άλλους, αλλά συνολικά η συμπεριφορά μας εδώ και δεκαετίες είναι αντικοινωνική – το έχω αναφέρει αυτό και στο blog, εδώ: http://polyk.blogspot.com.au/2015/09/blog-post_17.html
Αντικοινωνική, όχι με την έννοια ότι δεν βγαίνουμε από το σπίτι μας, δεν διασκεδάζουμε σε παρέες κ.λπ. Σε αυτά είμαστε πολύ καλοί, και ευτυχώς που είμαστε. Αντικοινωνική με την έννοια ότι δεν μας ενδιαφέρει η κοινωνία γύρω μας. Ο μέσος Έλληνας έμαθε να προσπαθεί με κάθε μέσο να κάνει την προσωπική του δουλειά, να πετύχει τον στόχο του, χωρίς να τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα των πράξεών του. Το «κοινό καλό» δεν υπήρχε για χρόνια. Πρέπει να το ανακαλύψουμε ξανά και να κατευθύνει αυτό τις πράξεις μας, από τις πιο μικρές καθημερινές μας δραστηριότητες έως το ποιους ψηφίζουμε σε κάθε είδους εκλογές.
Διαβάζοντας τα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα και μιλώντας με ανθρώπους στην Ελλάδα έχω πολύ έντονη την αίσθηση ότι αρνούμαστε να παραδεχτούμε ότι φταίμε. Πιστεύουμε πως φταίνε οι άθλιοι πολιτικοί μας, φταίνε οι κακοί ξένοι, φταίνε οι γύρω μας, αλλά εμείς δεν κάναμε και τίποτα κακό – αυτή είναι η σούμα των όσων ακούω. Αν όμως δεν αναλάβεις την ευθύνη σου, δεν προχωράς.
Η δεύτερη βασική προϋπόθεση είναι η πραγματική απονομή δικαιοσύνης στη χώρα. Ο λόγος που ο μέσος Έλληνας δεν εμπιστεύεται τίποτα και κανέναν στη χώρα είναι η διάχυτη αίσθηση αδικίας. Χρειάζεται ριζική αλλαγή στη Δικαιοσύνη.
Η τρίτη προϋπόθεση είναι να αλλάξει δραστικά το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα. Αυτό που κυκλοφορεί ως ανέκδοτο, ότι ο πιο σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος στην Ευρώπη είναι ο Έλληνας μαθητής, δεν αποκλείεται να είναι αλήθεια. Σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης τα παιδιά βομβαρδίζονται με τόνους «γνώσης» που φυσικά είναι σε εισαγωγικά επειδή δεν μπορούν να την αφομοιώσουν ούτε βέβαια να την αποστηθίσουν όπως συχνά τους ζητείται. Και μόλις μπουν στο γυμνάσιο αρχίζει αμέσως να εμφανίζεται μπροστά τους το τέρας των πανελληνίων. Κατάργηση των πανελληνίων εξετάσεων αύριο το πρωί! (Έχω γράψει σχετικά εδώ, για το πώς μπορεί να γίνει αυτό, από όποια κυβέρνηση έχει τσίπα και ενδιαφέρον για τις επόμενες γενιές: http://polyk.blogspot.com.au/2015/09/2.html ).
Η τέταρτη προϋπόθεση είναι να διαθέτει ένα πολύ μικρό έστω κομμάτι του εισοδήματός της κάθε οικογένεια ώστε να διαβάζει βιβλία. Όλη η οικογένεια. Μόνο τα βιβλία – κάθε είδους – ανοίγουν το μυαλό των ανθρώπων. Τα διακοποδάνεια και η λογική «ό, τι φάμε κι ό, τι πιούμε» δεν το ανοίγουν.
Αυτό που με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο είναι το πόσο διαφορετικός είναι ο τρόπος διδασκαλίας των παιδιών στα δημοτικά σχολεία της Αυστραλίας, πόσο πιο φιλικό είναι το σύστημα για τα παιδιά ώστε να μη νιώθουν πιεσμένα. Και το λέω αυτό εγώ, που το παιδί μου είχε τη μεγάλη τύχη να πάει για ενάμιση χρόνο στο 9ο δημοτικό σχολείο Χανίων, που είναι ένα εξαιρετικό δημοτικό, και να έχει μια καταπληκτική δασκάλα.
Είναι η δεύτερη φορά που εγκαταλείπετε τα πάτρια εδάφη. Την περίοδο 2006 – 2008 ζήσατε και εργαστήκατε στον Καναδά, όπου, σαφώς, οι συνθήκες ζωής είναι πολύ διαφορετικές, συγκριτικά με την Αυστραλία, εξαιτίας κυρίως των κλιματολογικών διαφορών. Γιατί πήγατε στον Καναδά τότε (η Ελλάδα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση συγκριτικά με σήμερα) και γιατί αποφασίσατε να αφήσετε μια «στρωμένη δουλειά», όπως χαρακτηριστικά έχετε γράψει, και να επιστρέψετε στην ιδιαίτερη πατρίδα σας τρία, περίπου, χρόνια αργότερα;
Στον Καναδά πήγα επειδή ένα πολύ σπουδαίο πανεπιστήμιο μου πρόσφερε θέση καθηγητή. Δεν είχα, τότε, μόνιμη δουλειά στην Ελλάδα, αλλά και αν ακόμα είχα θα ήταν μεγάλη η πρόκληση. Επέστρεψα μετά από περίπου τρία χρόνια στα Χανιά επειδή γεννήθηκε η κόρη μας στον Καναδά και ταυτόχρονα πήρα θέση καθηγητή στο Πολυτεχνείο Κρήτης, οπότε αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου για συναισθηματικούς λόγους να επιστρέψουμε, σε μια Ελλάδα βέβαια που παρά τα προβλήματά της, το 2009, δεν φαινόταν να κινδυνεύει να ζήσει όσα ζει σήμερα.
Τελικά, η Ελλάδα δικαίως χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «Κρόνος που τρώει τα παιδιά της;»
Π.Κ.: Είναι λίγο ποιητικό αυτό, και πολύ αφηρημένο. Δεν αισθάνομαι ότι με έχει φάει κανείς, έχω και κάποια κιλά παραπάνω που θα δυσκόλευαν την προσπάθειά του. Για να κάνω μια αντίστοιχη παρομοίωση, πάντως, εγώ αισθάνομαι την Ελλάδα ως μάνα που αμέσως μετά τη γέννα του παιδιού αρχίζει να ξανακάνει την εργένικη ζωή που έκανε πριν μείνει έγκυος – και αφήνει το μωρό να μεγαλώσει μόνο του, χωρίς να ενδιαφέρεται τι θα του συμβεί. Ε, καθώς μεγαλώνει το παιδί θα τα έχει τα προβλήματά του, και δεν θα είναι λίγα.
Πολλή συζήτηση γίνεται για το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Είναι, κατά την άποψή σας, αυτό το σημαντικότερο πρόβλημα ή είναι το αποτέλεσμα συνάθροισης πολλών άλλων σημαντικών προβλημάτων;
Π.Κ.: Τώρα πια είναι το σημαντικότερο. Αλλά ο λόγος που προέκυψε είναι κατά τη γνώμη μου αυτός που ανέφερα εδώ: http://polyk.blogspot.com.au/2015/12/blog-post_31.html
Η έλλειψη δικαιοσύνης κυριαρχούσε στην Ελλάδα πολύ πριν έρθει η οικονομική κρίση. Το κόμπλεξ απέναντι στον γνωστό/φίλο που είναι ψιλο (χοντρο) λαμόγιο και τα καταφέρνει οδηγούσε στο να γίνει και ο μέσος Έλληνας μία από τα ίδια – αρκεί να τα κατάφερνε καλύτερα από τον φίλο. Ή αρκεί να τα κατάφερναν τα παιδιά του καλύτερα από τα παιδιά του γείτονα. Κι αν ψηφίζαμε και πολιτικούς λαμόγια, ε, δεν πειράζει, ας κάνουμε τώρα τη δουλίτσα μας, εμείς θα σώσουμε τον κόσμο; Από τον Καζαντζάκη το μόνο που συγκράτησε ο σύγχρονος Έλληνας είναι το συρτάκι του Ζορμπά, μαζί με έναν καημό για τα βάσανα της ζωής (βάσανα που όσοι είναι κάτω των 50 δεν είχαν περάσει ποτέ, μέχρι να έρθει η κρίση). Το «εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω» του Καζαντζάκη δεν ήταν στα SOS και το ξεχάσαμε γρήγορα – γρήγορα, ή δεν το μάθαμε ποτέ. Προτιμήσαμε το «θα τα κάψω, τα ρημάδια τα λεφτά μου».
Τα τελευταία χρόνια ζήσατε στα Χανιά, μία πόλη την οποία, όπως κατ’ επανάληψη έχετε επισημάνει, αγαπάτε ιδιαίτερα. Τι σας γοητεύει και τι σας απογοητεύει στην πόλη των Χανίων;
Π.Κ.: Αυτή η ερώτηση σηκώνει απάντηση πολλών σελίδων. Επειδή δεν έχει νόημα να δώσω μια τόσο μακροσκελή απάντηση, δεν νομίζω ότι θα κάτσει κανείς να τη διαβάσει, συνοψίζω στα εξής: τα Χανιά είναι μια πόλη που περπατάς και αν έχεις λίγο ανοιχτές τις «κεραίες» σου νιώθεις την ιστορία ζωντανή γύρω σου. Ακόμα κι αν δεν τη νιώθεις, εντυπωσιάζεσαι από την ομορφιά όσων βλέπεις, όσες φορές κι αν τα έχεις δει. Είναι αρκετά μικρή πόλη ώστε να μη σε κουράζει, και αρκετά μεγάλη (μαζί με την επαρχία της) ώστε να έχεις άφθονες επιλογές για να περάσεις καλά, όποια κι αν είναι η ηλικία και τα γούστα σου. Έχει μαγικές θάλασσες και αμμουδιές. Όχι όμορφες- μαγικές. Και βέβαια, όπου κι αν περπατήσεις, βλέπεις γνωστούς και φίλους, έχεις την ευκαιρία να πεις δυο κουβέντες που συχνά έχουν ουσία και σε κρατούν «γεμάτο» μέχρι το τέλος της μέρας.
Τώρα που βρίσκομαι μακριά δεν θέλω να σας γράψω τι με απογοητεύει στην πόλη. Εξάλλου, στα αστυνομικά μου μυθιστορήματα που διαδραματίζονται στα Χανιά έχω βάλει τους έφηβους ήρωες (μια που οι έφηβοι έχουν πολύ κοφτερό τρόπο να σχολιάζουν) να μιλούν για όσα τους εκνευρίζουν στην πόλη. Οπότε, όσοι μου έχουν κάνει την τιμή να τα διαβάσουν, ξέρουν τι με απογοητεύει.
Η δική μου απόφαση να φύγω στην Αυστραλία (που δεν είναι ακόμα οριστική, ελπίζω ότι θα μπορέσω κάποια στιγμή να ξαναγυρίσω στα Χανιά) είναι εν μέρει αποτέλεσμα της κατάστασης που ζει η χώρα σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο είναι αποτέλεσμα της έλλειψης προοπτικής για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Δεν το λέω εγώ, αυτό. Το λέει ο πρωθυπουργός της χώρας, που σε προεκλογική του συνέντευξη τον Αύγουστο είπε: «Έχω δυο γιους, τριών και πέντε ετών. Να βάλουμε τις βάσεις ώστε τα παιδιά που είναι σε αυτή την ηλικία να σπουδάσουν καλά και να μη φεύγουν στο εξωτερικό. Δυστυχώς, τη σημερινή γενιά των εικοσάρηδων τη χάσαμε. Όλοι οι νέοι επιστήμονες φεύγουν στο εξωτερικό».
Στο διάστημα της παραμονής σας στα Χανιά δεχθήκατε προτάσεις για να ασχοληθείτε με τα κοινά και, αν ναι, γιατί αρνηθήκατε;
Π.Κ.: Αρκετές, και ευχαριστώ όσους με σκέφτηκαν ως πιθανό υποψήφιο. Το σκέφτηκα, όσες φορές μου το πρότειναν, γιατί πίστευα ότι κάτι θα μπορούσα ίσως να προσφέρω αν κατάφερνα να εκλεγώ. Αλλά κατέληξα πως δεν με ενδιαφέρει να μπω στην πολιτική. Είναι δύσκολο κανείς να βρει στη ζωή του έστω και μία δουλειά που να την αγαπάει πολύ και να βιοπορίζεται από αυτήν. Εγώ έχω βρει δύο (ακαδημαϊκή και συγγραφική). Δεν θέλω να τις αφήσω. Θα ήταν περίπου ύβρις αν το έκανα. Και θα έχανα την ευκαιρία να έρχομαι σε επαφή με πολύ κόσμο και να προσφέρω, έτσι, όσο μπορώ, μέσα από τις δουλειές μου αυτές.
«Πρώτη σκηνή από Αυστραλία: στον έλεγχο στο αεροδρόμιο του Περθ, ο ευγενικός υπάλληλος με ρωτάει από πού έρχομαι. Του απαντάω: Από την Ελλάδα. Με κοιτάζει καλά – καλά, κουνάει το κεφάλι του και μου λέει με οίκτο: Πόσο καιρό προσπαθείς να έρθεις εδώ;» Έτσι περιγράψατε στο «Μικρό θυμωμένο ημερολόγιο» την πρώτη σας εμπειρία κατά την άφιξή σας στη συγκεκριμένη αχανή χώρα. Πώς μας «βλέπουν» οι Αυστραλοί; Ποια είναι η εικόνα που έχουν για την Ελλάδα και τους Έλληνες;
Π.Κ.: Είμαι μόνο τρεις μήνες εδώ, οπότε δεν έχω πλήρη εικόνα για το πώς μας βλέπουν. Από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, πάντως, νομίζω πως η εικόνα που έχουν για την Ελλάδα και τους Έλληνες είναι σε γενικές γραμμές ακριβής: μας συμπαθούν ως λαό (άλλωστε είναι πάρα πολλοί οι Έλληνες που ζουν εδώ και δεκαετίες στην Αυστραλία και έχουν καλό όνομα) και γνωρίζουν πόσο όμορφη είναι η Ελλάδα, πολλοί μάλιστα έχουν έρθει ή θέλουν να έρθουν για διακοπές. Ταυτόχρονα, όμως, γνωρίζουν τα οικονομικά προβλήματα της χώρας και θεωρούν πως η ίδια η χώρα φέρει μεγάλες ευθύνες για την κατάστασή της.
Μιλήστε μας για τις διαφορές με την Ελλάδα. Άλλος… πλανήτης η Αυστραλία ή υπάρχουν κάποιες ομοιότητες;
Π.Κ.: Είναι πολύ διαφορετικά όλα εδώ στο Περθ, όπου ζω, σε σχέση με την Ελλάδα. Από τον τρόπο ζωής (οι περισσότεροι Αυστραλοί ξυπνούν από τις 5-6 το πρωί και κοιμούνται 9-10 το βράδυ) και τις συνήθειες (υγιεινή ζωή, πολύ περπάτημα, ποδήλατο, επαφή με τη φύση) μέχρι τον τρόπο που είναι στημένα τα προάστια (γειτονιές που περιλαμβάνουν μόνο σπίτια, χωρίς μαγαζιά τριγύρω, όπως το αμερικάνικο μοντέλο), τη φανατική προσήλωσή τους στην τήρηση των κανόνων και των νόμων, και την έλλειψη φόβου για τους καρχαρίες! (παρά τις συχνές εμφανίσεις τους και επιθέσεις εναντίων ανθρώπων).
Αυτό που με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο είναι το πόσο διαφορετικός είναι ο τρόπος διδασκαλίας των παιδιών στα δημοτικά σχολεία της Αυστραλίας, πόσο πιο φιλικό είναι το σύστημα για τα παιδιά ώστε να μη νιώθουν πιεσμένα. Και το λέω αυτό εγώ, που το παιδί μου είχε τη μεγάλη τύχη να πάει για ενάμιση χρόνο στο 9ο δημοτικό σχολείο Χανίων, που είναι ένα εξαιρετικό δημοτικό, και να έχει μια καταπληκτική δασκάλα.
Έχετε ασκήσει, κατ’ επανάληψη, δριμεία κριτική στη σημερινή κυβέρνηση. Μάλιστα, έχετε κάνει λόγο για «δούλεμα και αλητεία». Ο «σοφός λαός» έκρινε λανθασμένα στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, κατά την προσωπική σας άποψη;
Π.Κ.: Εδώ θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι, επειδή το ΜΘΗ είναι online από το 2013, έχω κάνει εξίσου δριμεία κριτική και στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Έχω μάλιστα γράψει, στις αρχές του 2015, ότι παρόλο που δεν πίστευα στον ΣΥΡΙΖΑ χάρηκα που έφυγαν επιτέλους η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, κόμματα υπεύθυνα για όσα συνέβαιναν στη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Οπότε, για να συνοψίσω, πιστεύω πως ο «σοφός λαός» έκρινε λανθασμένα εδώ και 30 χρόνια. Να σας θυμίσω, ως απλό παράδειγμα, ότι όταν ο Αναστάσης Πεπονής έφτιαξε τον νόμο για το ΑΣΕΠ, ώστε να σταματήσουν οι ρουσφετολογικές προσλήψεις, η απάντηση του ελληνικού λαού ήταν άμεση: μετά από 23 χρόνια συνεχόμενης παρουσίας στη Βουλή, στις επόμενες εκλογές τον έστειλε σπίτι του, για να μάθει να κάνει τέτοιες βλακείες.
Πολλοί πολίτες, διαχρονικά, όταν απογοητεύονται από το κόμμα που ψήφισαν και το οποίο μετά που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας έπραξε άλλα, συγκριτικά με όσα έλεγε πριν τις κάλπες, υποστηρίζουν ότι… παραπλανήθηκαν. Έχετε νιώσει παραπλανημένος ως πολίτης; Πώς σχολιάζετε τα περί παραπλάνησης των ψηφοφόρων;
Π.Κ.: Δεν έχω νιώσει παραπλανημένος. Φοβάμαι πως, ακόμα κι αν υπήρχε βάση στο επιχείρημα αυτό σε παλιότερες εποχές, σήμερα που υπάρχει τόση πληροφορία διαθέσιμη στο Ίντερνετ, με μορφή κειμένων, βίντεο, κ.λπ., είναι αστείο να συζητάμε για παραπλάνηση για το μεγαλύτερο, τουλάχιστον, κομμάτι του πληθυσμού.
Δεν διστάζετε να λέτε και να γράφετε την άποψή σας για μια σειρά από ζητήματα, αδιαφορώντας για το όποιο κόστος. Από την κριτική σας πένα δεν έχουν ξεφύγει ούτε οι ιερείς.«Υστερικές κατίνες ντυμένες με ράσα πάντα υπήρχαν στην ελληνική Εκκλησία, σε διάφορα πόστα, από τα πολύ υψηλά ως τα χαμηλότερα. Φυσικά υπάρχουν και φωτισμένοι άνθρωποι, που προβάλλονται πολύ λιγότερο από τις κατίνες», έχετε γράψει. Ποια η σχέση σας με τη θρησκεία, αλλά και με την Εκκλησία;
Π.Κ.: Αναφέρεστε σε αυτό το κείμενό μου: http://polyk.blogspot.com.au/2016/01/blog-post.html
Να σημειώσω εδώ ότι, όπως γράφω και στο κείμενο, είμαι πολύ ευτυχής που η εκκλησία μας, εδώ στην Κρήτη (που είναι πολύ πιο φωτισμένη), είναι ανεξάρτητη από την εκκλησία της Ελλάδος. Για να έρθω στην ερώτησή σας: πιστεύω στην ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης. Και όταν νιώσω την ανάγκη πηγαίνω στην εκκλησία. Εκκλησία είναι ο κόσμος που πιστεύει, δεν είναι ο εκάστοτε ιερέας που λειτουργεί.
Πέραν της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα βιώνει τους τελευταίους μήνες και την προσφυγική – μεταναστευτική κρίση. Πώς κρίνετε τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης μέχρι και σήμερα, αλλά και των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτό το κρίσιμο και πολύπλοκο ζήτημα;
Π.Κ.: Η τραγικότητα (χειρισμοί ελληνικής κυβέρνησης) έχει συναντηθεί με την έλλειψη ανθρωπιάς (χειρισμοί ευρωπαϊκών κρατών). Είναι πολύ κακό αυτό το συναπάντημα.
Επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Π.Κ.: Να ξεκινήσουμε από Χανιά: το καλοκαίρι, αν όλα πάνε καλά, θα ανέβει από μια ονειρεμένη, για μένα, ομάδα καλλιτεχνών της πόλης μας, ένα μουσικοθεατρικό έργο βασισμένο σε τραγούδια του σπουδαίου Μιχάλη Σουγιούλ. Έχω γράψει το θεατρικό κείμενο για την παράσταση. Περισσότερες λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν μέσα στους επόμενους μήνες στο μπλογκ.
Στα τέλη του χρόνου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη το τρίτο βιβλίο της τριλογίας αστυνομικών μυθιστορημάτων που διαδραματίζονται στα Χανιά, με κεντρικούς ήρωες εφήβους (μετά το «Καιρός για Ήρωες» και το «Μια ανάσα μόνο»). Σχεδιάζω να είμαι στα Χανιά όταν κυκλοφορήσει το βιβλίο, οπότε θα γίνουν εκδηλώσεις με εφήβους και παρουσίαση του βιβλίου και στην πόλη μας και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Στις αρχές του 2017 θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα στην Αμερική και στην Αγγλία το ενήλικο αστυνομικό μου μυθιστόρημα «Ιερά Οδός Μπλουζ» το οποίο εκδόθηκε από τον Πατάκη το 2010 (περισσότερες λεπτομέρειες για τον εκδότη, την ημερομηνία έκδοσης κ.λπ. θα ανακοινωθούν σύντομα στο μπλογκ). Επειδή το βιβλίο έχει εξαντληθεί, θα επανακυκλοφορήσει και στην Ελλάδα από τον Πατάκη ταυτόχρονα με τις ξένες εκδόσεις.
Στις αρχές του 2018 θα κυκλοφορήσει επίσης σε Αμερική και Αγγλία το πολύ πρόσφατο αστυνομικό μου μυθιστόρημα Baby Blue, που εκδόθηκε στην Ελλάδα από τον Πατάκη τον Ιούνιο του 2015.
Τα υπόλοιπα σχέδια δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμα, αλλά θα χαρώ να σας τα πω όταν οριστικοποιηθούν.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ ΚΟΥΤΣΑΚΗΣ
Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης γεννήθηκε το 1974 στα Χανιά.
Κάνει δύο δουλειές. Στη μία, είναι καθηγητής πανεπιστημίου. Έχει εργασθεί ως επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο McMaster, στον Καναδά, ως επίκουρος και έπειτα ως αναπληρωτής καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης και από τον Ιανουάριο του 2016 εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής (Senior Lecturer, στο σύστημα της Αυστραλίας) στο πανεπιστήμιο Murdoch, στο Περθ. Έχει γράψει πάνω από 100 ερευνητικές εργασίες στο επιστημονικό του αντικείμενο (Δίκτυα Υπολογιστών). Μία πατέντα του πάνω στην εξοικονόμηση ενέργειας στα ασύρματα δίκτυα έχει αποκτηθεί από την Blackberry Limited, την κατασκευάστρια εταιρία των κινητών τηλεφώνων Blackberry.
Στην άλλη του δουλειά, είναι συγγραφέας βιβλίων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών σεναρίων. Έχει τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου από το υπουργείο Πολιτισμού. Θεατρικά του έργα έχουν ανέβει και βραβευτεί στη Νέα Υόρκη και σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Το θεατρικό του έργο «Χωρίς Εσένα» έχει ανέβει 2 φορές στην Ελλάδα, η δεύτερη από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, την άνοιξη του 2015. Ο Πολυχρόνης έχει διασκευάσει το «Χωρίς Εσένα» σε κινηματογραφικό σενάριο, τα δικαιώματα του οποίου αγοράστηκαν από την εταιρία Film Embassy Ltd. στο Λονδίνο.
Το «Ιερά Οδός Μπλουζ» και το «Baby Blue» είναι δύο αστυνομικά μυθιστορήματά του με ήρωες έναν ευσυνείδητο επαγγελματία δολοφόνο (που σκοτώνει επί πληρωμή μόνο όσους κρίνει ότι αξίζουν να πεθάνουν), τον κολλητό του φίλο που είναι αστυνομικός, την κοπέλα που αγαπούν και οι δύο από τα χρόνια του σχολείου και μία πόρνη, επίσης κολλητή τους από παιδιά. Τα βιβλία έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Πατάκη στην Ελλάδα και θα εκδοθούν ταυτόχρονα στην Αμερική και στην Αγγλία τον Ιανουάριο του 2017 (Ιερά Οδός Μπλουζ) και τον Ιανουάριο του 2018 (Baby Blue).
H ιστοσελίδα του, με πληροφορίες για το συγγραφικό του έργο, είναι http://www.polychronis.com και η ιστοσελίδα του με πληροφορίες για το επιστημονικό του έργο είναι: http://profiles.murdoch.edu.au/myprofile/polychronis-koutsakis/