Έλληνες γεωεπιστήμονες και συνάδελφοί τους από την υπόλοιπη Ευρώπη συνεργάζονται, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος FLOWS , προκειμένου να βελτιώσουν τη γνώση τους σχετικά με τους γεωλογικούς κινδύνους, όπως είναι οι σεισμοί, στις ελληνικές και άλλες νότιες ευρωπαϊκές θάλασσες.
Εκπροσωπώντας 17 χώρες και προερχόμενοι από διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς (γεωλογία, σεισμολογία, γεωχημεία και μικροβιολογία), οι επιστήμονες συνεργάζονται στο πλαίσιο του «FLOWS», ενός ευρωπαϊκού ερευνητικού δικτύου που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα «Συνεργασία Έρευνας και Τεχνολογίας» (Cooperation of Science and Technology-COST).
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ , η έρευνα του FLOWS επικεντρώνεται κατά μήκος της ζώνης ενεργής σεισμικότητας που εκτείνεται από τη ΒΔ Τουρκία (Θάλασσα του Μαρμαρά και ρήγμα της βόρειας Ανατολίας) και την ανατολική Μεσόγειο (ρήγμα της Νεκράς Θάλασσας και κυπριακό τόξο) μέχρι την κεντρική Μεσόγειο (ελληνικό τόξο και τόξο Καλαβρίας) και τις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, έξω από το στενό του Γιβραλτάρ (τόξο Ριφ-Μπέτικ).
Από ελληνικής πλευράς, στο πρόγραμμα COST-FLOWS συμμετέχουν οι δρ Αριστομένης Καραγεώργης , Δημήτρης Σακελλαρίου και Γρηγόρης Ρουσάκης από το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), καθώς και ο δρ Μάρκος Αυλωνίτης από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Οι επιστήμονες σχεδιάζουν μελλοντικά προγράμματα και δράσεις, που θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών και του βαθμού επικινδυνότητας των μελλοντικών σεισμών. Για το σκοπό αυτό, στις αρχές Μαρτίου οι συμμετέχοντες στο FLOWS είχαν συναντηθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης, ένα νησί που το 365 μ.Χ. είχε πληγεί από τον ισχυρότερο γνωστό σεισμό της ευρωπαϊκής ιστορίας (εκτιμώμενο μέγεθος 8, 5), ο οποίος ήταν και η αιτία ενός καταστροφικού τσουνάμι στην ανατολική Μεσόγειο.
Οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν με ποιον τρόπο τα ρευστά, που κυκλοφορούν στις μεγάλες ρηξιγενείς ζώνες του γήινου φλοιού, επηρεάζουν την κίνηση των ρηγμάτων. Στη συνέχεια, οι σεισμοί μπορούν να πυροδοτήσουν άλλα γεωλογικά φαινόμενα, όπως είναι οι υποθαλάσσιες κατολισθήσεις και τα τσουνάμι. Η ροή των ρευστών που συνδέεται με τους σεισμούς, μπορεί επίσης να δημιουργήσει τη μετακίνηση αερίων, όπως πχ το υδρογόνο και το μεθάνιο, από το εσωτερικό της Γης στον θαλάσσιο πυθμένα, όπου ένα πλήθος μικροοργανισμών χρησιμοποιούν αυτά τα αέρια σαν πηγές ενέργειας για την ανάπτυξή τους.
Προς το παρόν, η επιστημονική κατανόηση της διασύνδεσης των σεισμών και των ροών των ρευστών βρίσκεται ακόμη σε βρεφικό στάδιο. Στο παρελθόν, αυξημένες ροές αερίων και ρευστών έχουν καταγραφεί σε περιοχές όπου συμβαίνουν ισχυροί σεισμοί, σε χρονικό διάστημα ημερών ή και εβδομάδων πριν την εμφάνιση του σεισμικού φαινομένου.
Σήμερα υπάρχει πια η κατάλληλη τεχνολογία και γνώση για να παρατηρηθεί και να μετρηθεί η ροή των ρευστών στον θαλάσσιο πυθμένα. Η εκπόνηση ερευνών αυτού του τύπου σε υποθαλάσσιες σεισμικά ενεργές περιοχές, όπως είναι οι ωκεάνιες ζώνες ρηγμάτων μετασχηματισμού, θα δημιουργήσει νέες γνώσεις σχετικά με τους μηχανισμούς γένεσης των σεισμών κάτω από τον πυθμένα.
Οι έρευνες μπορούν επίσης, σύμφωνα με τους Έλληνες επιστήμονες, να επιτρέψουν την ποσοτική εκτίμηση των ροών «αερίων του θερμοκηπίου», όπως είναι το μεθάνιο και οι οποίες έχουν επιπτώσεις στον παγκόσμιο κύκλο του άνθρακα και στο κλίμα, όπως επίσης και στην τροφική αλυσίδα στο οικοσύστημα της βαθιάς θάλασσας. Ακόμα, οι ερευνητές του FLOWS θα εκτιμήσουν πώς διάφορες ακραίες μορφές ζωής, οι οποίες επιβιώνουν σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις μέσα στον φλοιό της Γης, τροφοδοτούνται από τα ρευστά βαθιάς προέλευσης, που κυκλοφορούν στο δίκτυο των υποθαλάσσιων τεκτονικών δομών.
Μέχρι τώρα, η επιστημονική κοινότητα του FLOWS έχει δημιουργήσει ένα κατάλογο των πιο ευαίσθητων, από πλευράς σεισμικής επικινδυνότητας, περιοχών και επίσης προτείνει καινοτόμες μεθόδους για την παρακολούθηση της σεισμικότητας και ροής ρευστών πάνω και υπό τον πυθμένα.
Τα αρχικά αποτελέσματα του προγράμματος κρίνονται ενθαρρυντικά, όμως ένας σημαντικός στόχος είναι να «μεταφρασθεί» η θεωρητική γνώση σε πρακτικά συμπεράσματα, όπως είναι η αντιμετώπιση των σεισμικών κινδύνων σε τεκτονικά ενεργές περιοχές. Όπως τονίζουν οι Έλληνες επιστήμονες, η επόμενη φάση απαιτεί συντονισμό στο ευρωπαϊκό επίπεδο και περαιτέρω χρηματοδότηση προκειμένου να υλοποιηθούν στρατηγικές «έγκαιρης προειδοποίησης», που είναι ο υπέρτατος στόχος του προγράμματος.