Μετά από ένα χρονικό διάστημα οκτώ μηνών, περίπου, στη διάρκεια του οποίου είχε αποστασιοποιηθεί και αδρανοποιηθεί πολιτικά, ο Μιλτιάδης Κλωνιζάκης φαίνεται ότι επαναδραστηριοποιείται.
Είχε προηγηθεί, ως γνωστόν, στις 26 Αυγούστου 2015, η παραίτηση του κ. Κλωνιζάκη από μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ και από μέλος του κόμματος, απόφαση, που είχε ανακοινωθεί με μία μακροσκελή ανακοίνωση, στην οποία το άλλοτε στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος έκανε λόγο για «αριστερό μνημόνιο» και υπογράμμιζε ότι «δεν πιστεύω και δεν μπορώ να υπηρετήσω αυτό το σχέδιο».
Έκτοτε, ο κ. Κλωνιζάκης είχε επιλέξει να παραμείνει εκτός πολιτικού σκηνικού, ακολουθώντας τον δρόμο… της σιωπής. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι δραστηριοποιείται εκ νέου, γεγονός που, σύμφωνα με πληροφορίες, οφείλεται στην πρωτοβουλία της Ζωής Κωνσταντοπούλου να προχωρήσει στην ίδρυση νέου κόμματος με την ονομασία «Πλεύση Ελευθερίας» .
Μιλτιάδης Κλωνιζάκης και Ζωή Κωνσταντοπούλου διατηρούν προσωπική σχέση φιλίας και αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την πεποίθηση του νεαρού Χανιώτη πολιτικού ότι η κα Κωνσταντοπούλου μπορεί να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, συγκριτικά με τη Λαϊκή Ενότητα , ενδέχεται να καθορίσει τα επόμενα πολιτικά του βήματα.
Πάντως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ο κ. Κλωνιζάκης αποφεύγει να ανοίξει πλήρως τα χαρτιά του, καθώς δεν αποκλείεται να περιμένει να δει τα πρώτα ουσιαστικά δείγματα γραφής του κόμματος «Πλεύση Ελευθερίας».
Ωστόσο, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες πληροφορίες, ήδη επιχειρείται η δημιουργία ενός πυρήνα του κόμματος της πρώην Προέδρου της Βουλής στα Χανιά, με τον Μιλτιάδη Κλωνιζάκη να έχει ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ
Υπενθυμίζεται ότι στην ανακοίνωση με την οποία γνωστοποιούσε την παραίτησή του από τον ΣΥΡΙΖΑ, στις 26 Αυγούστου 2015, ο κ. Κλωνιζάκης σημείωνε τα εξής:
«Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και το μεγάλο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου κατέδειξαν όχι μόνο την ανάγκη της κοινωνίας για τη δημιουργία ενός μετώπου κοινωνικής σωτηρίας αλλά και την άρνησή της στην οποιαδήποτε άσκηση πολιτικής με μνημονιακά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα δε το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε μια απλή εντολή της κοινωνίας για καλύτερη διαπραγμάτευση, αλλά εντολή που θα επανατοποθετούσε τη διαπραγμάτευση στα πλαίσια των καταστατικών αρχών και των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρόλα αυτά, αντί για τα παραπάνω, με μεγάλη έκπληξη συνειδητοποιήσαμε ότι η κυβέρνηση ερμήνευσε το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος με διαφορετικό τρόπο, πράγμα το οποίο την οδήγησε σε μια επαχθή και οδυνηρή συνθηκολόγηση.
Αντιλαμβάνομαι απόλυτα τις πιέσεις που ασκήθηκαν στην κυβέρνηση. Αντιλαμβάνομαι απόλυτα το σχέδιο ανατροπής αυτής, το οποίο με μεθοδικότητα είχε εκπονηθεί τόσο από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών όσο και από τους εν Ελλάδι εκπρόσωπούς του. Αντιλαμβάνομαι, επίσης, και την απεχθή επιλογή μια οδυνηρής χρεοκοπίας και τις συνέπειες που αυτή θα είχε στα επί πέντε χρόνια δοκιμαζόμενα στρώματα της κοινωνίας. Αυτό όμως που μετά δυσκολίας μπορώ να κατανοήσω είναι η εκ του αποτελέσματος διαφαινόμενη έλλειψη ουσιαστικού σχεδιασμού από μεριάς της κυβέρνησης, που θα απαντούσε με συντεταγμένο τρόπο στα παραπάνω ζητήματα.
Η αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά, που έκανε για λόγο για ανατροπή στην Ελλάδα και παράλληλη αλλαγή στην Ευρώπη, αγνοούσε παντελώς τους όποιους συσχετισμούς, πράγμα ανήκουστο για ανάλυση αριστερού πολιτικού σχηματισμού. Το σύνολο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής δεν απαντούσαν στο επίδικο, το οποίο ήταν τι κάνουμε σε περίπτωση καθολικής άρνησης των Ευρωπαίων να συζητήσουν έστω και ψήγματα της προτεινόμενης πολιτικής. Η απάντηση στις συνεχείς οχλήσεις σημαντικού αριθμού μελών του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου εμού, ήταν πάντα η ίδια: Δεν θα μπορέσουν να αρνηθούν στην όποια πρότασή μας…
Το κόμμα και η κυβέρνηση, απροετοίμαστοι και χωρίς την ικανότητα αντίληψης των πραγματικών συνθηκών, σύρθηκαν σε μια αδιέξοδη και ατέρμονη διαπραγμάτευση. Έτσι, αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης, μέσα από επικοινωνιακές παλινωδίες και εκβιασμούς, ήταν ένα οδυνηρό, απεχθές μνημόνιο. Ένα μνημόνιο της Αριστεράς…
Το τι σημαίνει αυτό το μνημόνιο είναι σε όλους γνωστό. Μια απίστευτη φοροεπιδρομή στα ήδη επιβαρυμένα κοινωνικά στρώματα, ιδεολογική οπισθοχώρηση στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων στο σύνολο τους, οδυνηρές αλλαγές στα εργασιακά και στο ασφαλιστικό, καθώς και αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το φάντασμα των κατασχέσεων με αριστερό πρόσημο ήδη πλανάται πάνω από τα σπίτια και τις επιχειρήσεις μας… Όμως το χειρότερο όλων είναι η υποθήκευση του όποιου πλούτου θα μπορούσε να παράγει αυτή η χώρα, στο περιβόητο “Ταμείο των Βρυξελλών” με έδρα την Αθήνα. Τα παραπάνω φαντάζουν σαν τον χειρότερο εφιάλτη και για κάθε λογικό άνθρωπο αποτελεί μαρτύριο η υπεράσπισή τους…
Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί αν θα ήταν προτιμότερη η ασύντακτη χρεωκοπία ή έξοδος της Ελλάδος από την Ευρωζώνη. Η απάντηση είναι όχι, αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι ένα: Πάνω σε ποιο πλαίσιο διαπραγματευτήκαμε και αν αυτοί που είχαν επωμιστεί με το βάρος της διαπραγμάτευσης είχαν, ως όφειλαν, επεξεργαστεί εναλλακτικές; Αυτοί άραγε θα λογοδοτήσουν στην κοινωνία για τους χειρισμούς τους; Θα πουν για ποιο λόγο δεν συνέταξαν όλο το προηγούμενο διάστημα εναλλακτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε περίπτωση αδιεξόδου; Ως τώρα απάντηση δεν έχει δοθεί…
Με λύπη μου διαπίστωσα τον τελευταίο καιρό ότι για μεγάλο αριθμό ανώτερων στελεχών, υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το ποιος και με ποιο τρόπο θα επικρατούσε στα πλαίσια της πάντα υποβόσκουσας εσωκομματικής αντιπαράθεσης, παρά στο να δοθούν απαντήσεις και να εκπονηθεί (έστω και καθυστερημένα) ένα σχέδιο απεγκλωβισμού. Αυτή δυστυχώς ήταν η μέγιστη ανευθυνότητα. Το να προτάσσεται η επικράτηση στους εσωκομματικούς συσχετισμούς σε σχέση με το επίδικο, που είναι η σωτηρία της χώρας και του λαού της, αποτελεί την τραγωδία της συγκυρίας και είναι η ίδια τακτική που ακολουθήθηκε τόσο στην επιλογή υποψηφίων δημάρχων και περιφερειαρχών όσο και υποψηφίων βουλευτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και την ύστατη ώρα είχε τη δυνατότητα να αναδιπλωθεί και να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του μέσα από μια σοβαρή και συγκροτημένη συνεδριακή διαδικασία. Αν λάβουμε υπόψη ότι το νέο μνημόνιο θα καταλήξει σε ένα δημοσιονομικό αδιέξοδο, διότι οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι δύσκολο να επιτευχθούν, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ στο σύνολό του, όφειλαν να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό σχέδιο με καθαρή στόχευση και βασιζόμενο σε αυτά που θα αντιμετωπίσει. Το νέο μνημόνιο έπρεπε να αποτελεί τη στρατηγική – τακτική υποχώρηση έως ότου να υπάρξει η δυνατότητα υλοποίησης ενός άλλου σχεδίου, το οποίο θα μεταθέτει τα βάρη, θα αναδιανέμει τον πλούτο, θα απελευθερώνει δυνάμεις στην οικονομία και θα παράγει πλούτο, θα τοποθετεί τις εργασιακές σχέσεις μέσα σε ένα προοδευτικό κοινωνικό πλαίσιο και τέλος θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες. Όμως αντί για το παραπάνω, στρατηγική επιλογή της ηγετικής ομάδας ήταν μόνο μία και αυτή ήταν η ρήξη … Ρήξη όχι με τους δανειστές, αλλά ρήξη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια ώρα παρατηρούμε -με τεράστια λύπη- μια ανοχή , που φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της σύμπλευσης, απέναντι σε όλους εκείνους και όλα εκείνα που μας έφεραν ως εδώ, με πολλούς υπουργούς και ανώτερα στελέχη ν’ ακολουθούν τις ίδιες τακτικές που λοιδορούσαν ως αντιπολίτευση. Τα τεκταινόμενα της Βουλής (με αποκορύφωμα την ψήφιση του Μνημονίου εν τω μέσω της νυκτός και χωρίς να υπάρχει επαρκής χρόνος να γίνει ούτε καν απλή ανάγνωση) αποτελούν ένα μόνο από τα πολλά αποδεικτικά μιας νοσηρής κατάστασης.
Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού και η προκήρυξη των εκλογών, χωρίς καμία ουσιαστική εσωκομματική διαδικασία, καθόρισε και το περιεχόμενο της πολιτικής, με την οποία θα διεκδικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ την ψήφο του ελληνικού λαού, δηλαδή την αποδοχή, τη διαχείριση και την πιστή εφαρμογή του νέου μνημονίου. Μετά λύπης μου διαπιστώνω ότι η παραπάνω απόφαση, που ελήφθη χωρίς καμία συλλογική δημοκρατική διαδικασία που θα έβαζε σε προτεραιότητα -έστω και καθυστερημένα- ένα σχέδιο απεγκλωβισμού και θα κρατούσε ενωμένη στη μεγάλη πλειοψηφία της την κοινωνία, κινδυνεύει να μετατρέψει την προηγούμενη ήττα της διαπραγματευτικής μας τακτικής σε στρατηγική ήττα, με ό, τι αυτό σημαίνει για την ελληνική κοινωνία.
Σε ό, τι με αφορά, δεν πιστεύω και δεν μπορώ να υπηρετήσω αυτό το σχέδιο. Η κάθοδός μου στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 και η εν γένει συμμετοχή μου στον ΣΥΡΙΖΑ προέτασσε διαφορετικές διεκδικήσεις για την κοινωνία, τα πληττόμενα από τις πολιτικές λιτότητας στρώματα, τη νέα γενιά, της οποίας αποτελώ κομμάτι. Θεωρώ ότι πλέον δεν μπορώ να είμαι τόσο μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής όσο και απλό μέλος ενός κόμματος, που υπηρετεί αντικοινωνικές πολιτικές, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την προσωπική μου συνείδηση.
Τελειώνοντας, θα ήθελα από καρδιάς να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλες και όλους που με στήριξαν τα τελευταία χρόνια στην ενεργό πολιτική συμμετοχή μου και κυρίως αυτούς που με τίμησαν με την ψήφο τους. Ο μόνος τρόπος να σταθώ στο ύψος της εκτίμησης που μου έδειξαν ήταν να παραιτηθώ και ν’ αποχωρήσω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει καμία σχέση με το κόμμα που θα έφερνε την επιζητούμενη αλλαγή στη χώρα. Θα παραμείνω πολιτικά και κοινωνικά ενεργός στον χώρο των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων, αφού η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη δεν εκλείπει, υποσχόμενος να είμαι προσεκτικότερος και σοφότερος στο μέλλον».