«Αυτή είναι μία ερώτηση που πονάει». Με αυτή τη φράση αντέδρασε αρχικά ο κ. Γιώργος Χριστοδουλάκης , όταν, στη διάρκεια της συνέντευξης που παραχώρησε στο HANIA.news , του ζητήσαμε να μας πει ποια είναι η εικόνα που έχει για τα Χανιά , αλλά και την ενδοχώρα του Νομού, ως Χανιώτης που, ναι μεν, ζει στο εξωτερικό ως επί το πλείστον, αλλά επισκέπτεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη γενέθλια πόλη, την πόλη όπου μεγάλωσε και έζησε έως τα 17 του χρόνια.
Αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Manchester Business School του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και πρώην ειδικός γραμματέας Αναδιαρθρώσεων και Ιδιωτικοποιήσεων (από τον Δεκέμβριο του 2009 έως τον Μάρτιο του 2012), ο κ. Χριστοδουλάκης είχε απαντήσει, λίγο νωρίτερα, σε μια σειρά από ερωτήσεις για θέματα αποκρατικοποιήσεων, επισημαίνοντας, μεταξύ πολλών άλλων, πως σε ό, τι αφορά τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια «πουλάμε το φιλέτο και αφήνουμε τον κατιμά έξω» .
Όταν η συζήτηση έφτασε στα Χανιά, ο τεχνοκράτης καθηγητής άλλαξε ύφος. Ο τόνος της φωνής του μαλάκωσε, η ένταση της φωνής του χαμήλωσε και άρχισε να μιλά, βιωματικά, αρκετά συναισθηματικά και με πολύ έντονο προβληματισμό, για όλα εκείνα που αντικρύζει και θα ήθελε ν’ αλλάξουν.
Αυτοί ήταν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας. Δεν γεννήθηκαν ούτε μέσα στο 4×4, το οποίο το γκαζώνω για να σπινιάρει και να κάνω τον έξυπνο απέναντι, ούτε στις ταβέρνες. Γεννήθηκαν μέσα στον αγώνα. Πού είναι αυτός ο αγώνας; Αυτόν τον αγώνα, αν πας στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο τον βλέπεις. Τον βλέπεις!
«Αυτή είναι μία ερώτηση που πονάει. Πονάει, διότι όταν εγώ έφυγα, το 1987, άφησα μια πόλη, η οποία… Πήγαινες στην ύπαιθρο και συναντούσες τον Κρητικό τον λεβέντη. Με κάθε έννοια. Τον άνθρωπο, ο οποίος μέσα σε όλη του τη φτώχεια, ήταν, ταυτόχρονα, αξιοπρεπής και φιλόξενος. Ήταν λεβέντης. Βλέπω ότι τα χρόνια που πέρασαν έχουν οδηγήσει σε μία έκπτωση. Έχουν αλλάξει οι Κρήτες, ειδικά οι Χανιώτες της υπαίθρου. Δεν μιλώ για το σύνολο… Έχουν αλλάξει προς μια κατεύθυνση κάπως εύκολη. Έχω μία αίσθηση ότι κάπου έχουν λίγο ξεχαστεί, ίσως από τα εύκολα χρόνια και μετά αμέσως με τα πολύ δύσκολα χρόνια. Θα ήθελα να βλέπω μια πιο ζωντανή παραγωγή πολιτισμού στην ύπαιθρο απ’ αυτό που ζούμε τώρα» , είπε αρχικά.
Και συνέχισε: «Νιώθω ότι οι άνθρωποι δεν τη ζούνε την ύπαιθρο, δεν τη φροντίζουν. Πηγαίνεις και βλέπεις ρημαγμένες περιουσίες, πολλές, αν μπεις μέσα στην ενδοχώρα. Δεν φροντίζουν τον τόπο τους, δεν φροντίζουν το “έχει” τους. Δεν ξέρω… Θελήσανε, κάποια στιγμή, μια πιο εύκολη ζωή; Αυτό που θα ήθελα είναι να δω ζωή πάλι. Να φροντίζουν τον τόπο τους, τις περιουσίες τους, να παράγουν πολιτισμό. Τα τραγούδια που τραγουδάμε, το φαγητό που τρώμε και ο τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε στα ήθη και στα έθιμά μας έχει να κάνει με έναν πολιτισμό, ο οποίος γεννήθηκε μέσα στις στάχτες και μέσα στον αγώνα της επιβίωσης. Αυτοί ήταν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας. Δεν γεννήθηκαν ούτε μέσα στο 4×4, το οποίο το γκαζώνω για να σπινιάρει και να κάνω τον έξυπνο απέναντι, ούτε στις ταβέρνες. Γεννήθηκαν μέσα στον αγώνα. Πού είναι αυτός ο αγώνας; Αυτόν τον αγώνα, αν πας στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο τον βλέπεις. Τον βλέπεις! Εδώ, γιατί όχι; Υστερούμε σε κάτι; Όχι. Κάθε άλλο. Καθόλου δεν υστερούμε. Κάπου έχουμε ξεχαστεί. Και αυτό είναι κάτι που εμένα με πονάει πάρα πολύ, γιατί βλέπω ανθρώπους και περιβάλλον και γη και πολιτισμό απολύτως αξιόλογα, τα οποία παραπαίουν».
Η πόλη πρέπει να αποκτήσει ευρωπαϊκό πρόσωπο. Δεν μπορούμε να λέμε ότι είμαστε τουριστικός προορισμός, ότι είμαστε πόλη πολυπολιτισμική, όλα αυτά τα ωραία λόγια, αλλά όταν βγαίνεις έξω να συναντάς αυτό το χάλι. Είναι χάλι αυτό! Ενώ η πόλη έχει, πραγματικά, πολύ μεγάλες δυνατότητες».
«Επιλέξατε να αναφερθείτε αρχικά στην ύπαιθρο, στην ενδοχώρα. Η εικόνα της πόλης των Χανίων σας ικανοποιεί;» , τον ρωτήσαμε.
«Καθόλου. Αναγκαστικά, έχοντας φύγει στο εξωτερικό για πολλά χρόνια, έχω εικόνες από το εξωτερικό. Η εικόνα, στην πλειοψηφία των πόλεων της ελληνικής επαρχίας, είναι σχεδόν τριτοκοσμική. Περπατάς σε ευρωπαϊκά χωριά και σε ευρωπαϊκές πόλεις περιφερειακές και ντρέπεσαι που περπατάς, από την καθαριότητα, από την τάξη, από την ευαισθησία προς το ωραίο και το λειτουργικό. Αυτό το πράγμα δεν συμβαίνει εδώ. Η πόλη έχει αφεθεί. Με εξαίρεση την παλιά πόλη , που είναι αρχαιολογικός χώρος -κι εκεί, πάντως, γίνονται τρομερά πράγματα- η πόλη έξω από τα τείχη βρίσκεται σε κακά χάλια. Κι εύχομαι κι ελπίζω ο φίλος μου ο Τάσος ο Βάμβουκας να πάρει τα πράγματα στα χέρια του πιο ενεργά. Η πόλη πρέπει να αποκτήσει ευρωπαϊκό πρόσωπο» , επεσήμανε ο κ. Χριστοδουλάκης.
Και πρόσθεσε: «Η πόλη δεν είναι για να καβαλάνε τα πεζοδρόμια τα αυτοκίνητα, ούτε χώρος για να παρκάρουμε παντού. Η πόλη είναι για τους πολίτες, για τους δημότες, να την περπατάνε. Τα αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν από το κέντρο, θα πρέπει να επεκταθούν οι πεζόδρομοι, θα πρέπει να γίνουν υπόγειες διαβάσεις σε σταυροδρόμια, να απομακρυνθούν τα φανάρια και να δημιουργηθούν καλές ροές. Αυτή τη στιγμή η πόλη τι είναι; Η Αγορά με τη Χατζημιχάλη Γιάνναρη, η Μάρκου Μπότσαρη και η Γογονή. Όταν εκ των πραγμάτων το κέντρο δεν περπατιέται και πρέπει να γίνει πεζόδρομος ή δρόμος πολύ ήπιας κυκλοφορίας, χωρίς σταθμευμένα οχήματα, θα πρέπει οι δύο περιφερειακές οδοί, η Μάρκου Μπότσαρη και η Γογονή, να είναι, ουσιαστικά, λεωφόροι. Να μπορείς να μετακινηθείς από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη, χωρίς φανάρι. Δηλαδή, σε κάθε σταυροδρόμι υπογειοποίηση. Αυτό έχει εφαρμοστεί σε πάρα πολλές πόλεις. Ήμουν προ καιρού στη Λιλ, στη Γαλλία. Αυτό το πράγμα συμβαίνει. Σε κάθε σταυροδρόμι, κάτω ο δρόμος. Για να πας από τη μια άκρη στην άλλη δεν σταματάς σε κανένα φανάρι. Και θα ξεμπλοκάρει το κέντρο. Αλλά πέραν από αυτή τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, η πόλη πρέπει να αποκτήσει ευρωπαϊκό πρόσωπο. Δεν μπορούμε να λέμε ότι είμαστε τουριστικός προορισμός, ότι είμαστε πόλη πολυπολιτισμική, όλα αυτά τα ωραία λόγια, αλλά όταν βγαίνεις έξω να συναντάς αυτό το χάλι. Είναι χάλι αυτό! Ενώ η πόλη έχει, πραγματικά, πολύ μεγάλες δυνατότητες».