Ο Πλατανιάς (αναφέρομαι αποκλειστικά στην Τοπική Κοινότητα, στο χωριό) αποτελεί, ως γνωστόν, τον τόπο όπου «φύτρωσε» ο σπόρος του τουρισμού, πριν από τριάντα και πλέον χρόνια. Ο σπόρος αυτός δεν «φύτρωσε» από μόνος του. Ο άνθρωπος στον οποίο ο Πλατανιάς οφείλει τη ραγδαία τουριστική του ανάπτυξη είναι ο -αείμνηστος- επιχειρηματίας Γιώργος Δημόπουλος, ο οποίος -όπως έχω γράψει και στο παρελθόν- για δεκαετίες χάραζε νέους δρόμους στο τουριστικό επιχειρείν, αρχικά ως τουριστικός πράκτορας και εν συνεχεία ως ξενοδόχος.
Ο Γιώργος Δημόπουλος ήταν ο άνθρωπος, ο οποίος κατάφερε, χάρη στο μαχητικό πνεύμα του και τη στρατηγική του, να πείσει τις μεγάλες εταιρείες του (σημερινού) Ομίλου TUI, που δραστηριοποιούνται στη Σκανδιναβική αγορά (Star Tour, Fritidsresor, Finmatkatt), να επενδύσουν, σχεδόν αποκλειστικά, στον Πλατανιά, με αποτέλεσμα το μικρό χωριό έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, να μετεξελιχθεί, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, σ’ ένα ισχυρό τουριστικό προορισμό και brand name ολκής για χιλιάδες επισκέπτες, από τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Δανία και τη Φινλανδία.
Όχι τυχαία, ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Νομού Χανίων, Μανώλης Γιαννούλης, στο άκουσμα της θλιβερής είδησης του θανάτου του Γιώργου Δημόπουλου, τον Φεβρουάριο του 2016, είχε επισημάνει ότι «η απώλειά του είναι πολύ μεγάλη. Η δουλειά του και η προσφορά του στον τόπο αποτυπώνεται σε όλη την τουριστική εξέλιξη του Νομού Χανίων τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ήταν ένας άνθρωπος οραματιστής, πίστευε στη δουλειά του, πίστευε στον τουρισμό, και μέσω των εξαιρετικών συνεργασιών που είχε επιτύχει πριν από τρεις σχεδόν δεκαετίες, κατάφερε να βοηθήσει πολλούς, στα σπάργανα τότε ξενοδόχους ή ανθρώπους που ήθελαν να ασχοληθούν με τον τουρισμό, να αναπτυχθούν και να εδραιωθούν στην τουριστική βιομηχανία…».
(Ανοίγω παρένθεση: Πρωτοπόροι άνθρωποι στο επιχειρείν υπήρχαν πάντα στον Πλατανιά, όπως επισημαίνει -και- ο Τιμολέων Φραγκάκης στο βιβλίο του, με τίτλο «Ο Πλατανιάς της ιστορίας και των αναμνήσεων». Όπως ο Δημήτρης Καβρός με τον «Κερατά», ο Μιχάλης Κουκουτσάκης με τον «Πλάτανο», ο Γιώργος Γεωργακάκης με τον κινηματογράφο «Δύο Αστέρια» και μετέπειτα με το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης «Ριβιέρα», που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 «μετατράπησε» στο ξενοδοχείο «Villa Platanias», ο Μιχάλης Αυγουσιανάκης, ο οποίος διακινούσε τσιγάρα με τη φίρμα «ΑΒΕΡΩΦ», τα οποία μάλιστα προωθούσε στο εξωτερικό, και άλλοι. Κλείνει η παρένθεση).
Η διαρκής ανάπτυξη του Πλατανιά ως τουριστικού προορισμού μετατόπισε αναπόφευκτα το «βάρος» της τοπικής οικονομίας, που έως τότε στηριζόταν στη γεωργία (κυρίως) και στην κτηνοτροφία. Ελιές, πορτοκάλια, φυτώρια (με χιλιάδες μουρέλα και όχι μόνο) και αγελάδες. Και την περίφημη ντομάτα του Πλατανιά. Ήταν η μετάβαση σε μία νέα εποχή, σε μία άλλη εποχή. Ήταν η εποχή που έπρεπε να ληφθούν αποφάσεις με το βλέμμα στο μέλλον.
Δυστυχώς, οι αποφάσεις αυτές δεν ελήφθησαν. Σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η εφαρμογή χωροταξικού σχεδιασμού στο χωριό προκειμένου ν’ «αναπνεύσει» και να μπουν κανόνες στη δόμηση, γεγονός που θα έδινε τη δυνατότητα τα όποια μελλοντικά αναπτυξιακά – τουριστικά σχέδια γίνουν, να υλοποιηθούν οργανωμένα και όχι άναρχα, όπως συνέβη με το πέρασμα των χρόνων. Ανάλογες αποφάσεις, μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας, δεν πάρθηκαν διαχρονικά την κατάλληλη χρονική στιγμή καθώς οι (περισσότεροι) κάτοικοι του Πλατανιά, είτε δεν μπόρεσαν να… δουν στο μέλλον, είτε, εν συνεχεία, βολεμένοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, με μία κατάσταση που… έφερνε (πολύ) χρήμα κάθε χρόνο, δεν ήθελαν ή δεν τολμούσαν να διαταράξουν τις υφιστάμενες «ισορροπίες», το υφιστάμενο status quo.
Μόνο που με το πέρασμα των χρόνων ο Πλατανιάς έγινε… σχεδόν ανυπόφορος. Ακούγεται σκληρό, όμως είναι αλήθεια. Κακόγουστα κτίρια, πλαστικό, παντού φωτεινές πινακίδες, ελάχιστο πράσινο, πλατεία που… μόνο πλατεία δεν είναι, κυκλοφοριακό, έλλειψη ελεύθερων χώρων, έλλειψη πρασίνου. «Εγκλωβισμένος» στον παλιό εθνικό δρόμο, ο Πλατανιάς δεν κατάφερε ν’ αναδείξει τις ομορφιές της «ενδοχώρας» που είτε παραμένουν «κρυμμένες» είτε είναι παραμελημένες, με ευθύνη πρωτίστως, διαχρονικά, των δημοτικών αρχόντων, αλλά και των κατοίκων και των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στο χωριό, αν και θα πρέπει να επισημανθεί ότι η τοπική κοινωνία διατηρεί ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς και προσπαθεί, ως ένα βαθμό, να διατηρήσει τις παραδόσεις και την «ταυτότητα» του χωριού.
Αναρωτιέται κανείς: Σε μία εποχή που ο ανταγωνισμός στον τομέα του τουρισμού, σε πανελλήνιο αλλά και σε διεθνές επίπεδο, γίνεται ολοένα και πιο έντονος, με έμφαση στην ποιότητα και στην αναβάθμιση όχι μόνο των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και του ευρύτερου φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, τι παρέχει ο Πλατανιάς, ως τόπος, που δεν μπορεί ένας επισκέπτης να το βρει κάπου αλλού; Το συγκεκριμένο ερώτημα αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος. Την άλλη όψη αποτελεί το ακόλουθο ερώτημα: Τι δεν μπορεί να βρει ένας επισκέπτης στον Πλατανιά, αλλά μπορεί να το βρει σε άλλους τουριστικούς προορισμούς;
Ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των περισσότερων ξενοδοχείων, εστιατορίων και καταστημάτων είναι σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, αλλά δεν αρκεί.
Ο Πλατανιάς, όσο περνά ο χρόνος, υποβαθμίζεται ως χώρος, ως χωρική ενότητα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δυσάρεστη, αλλά πρέπει, θαρρώ, να επισημανθεί, μήπως και υπάρξουν -το ταχύτερο- παρεμβάσεις, οι οποίες θα αλλάξουν, κατά το δυνατόν, την υφιστάμενη απογοητευτική εικόνα. Μόνο που για να γίνουν αυτές οι παρεμβάσεις, οργανωμένα και με το βλέμμα στο μέλλον, χωρίς μικροπολιτικές ή επιχειρηματικές σκοπιμότητες, εκτός από σχεδιασμός και πιστώσεις, απαιτείται και η ουσιαστική βούληση της τοπικής κοινωνίας και της τοπικής επιχειρηματικής κοινότητας, η οποία θα πρέπει να… ξεβολευτεί και να ζητήσει επιτακτικά και με ομοψυχία τις αναγκαίες αλλαγές, πιέζοντας τον Δήμο προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ερώτημα: Υπάρχει η βούληση;
ΥΓ.: Προφανώς και πολλοί τουριστικοί προορισμοί, στην Κρήτη, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από τον Πλατανιά. Μόνο που η σύγκριση δεν θα πρέπει να γίνεται με τους… χειρότερους, αλλά με τους… καλύτερους. Και σε αυτή τη σύγκριση, ο Πλατανιάς υστερεί…