Αν δεν θέλουμε να επιβεβαιώνεται η παροιμιώδης φράση του (Γκράουτσο) Μαρξ «Η πολιτική είναι η τέχνη να ψάχνεις για μπελάδες, να τους βρίσκεις, να κάνεις λανθασμένη διάγνωση, και στη συνέχεια να εφαρμόζεις με λανθασμένο τρόπο τη λάθος θεωρία», όλοι όσοι έχουν ρόλο και ευθύνες πολιτικές, οφείλομε να ακολουθούμε έναν κανόνα: Η αναζήτηση λύσεων στα μικρά και μεγάλα προβλήματα της χώρας και της κοινωνίας δεν πρέπει να γίνεται με όρους αυτάρκειας και αυταρέσκειας.
Πού οδηγεί μια τέτοια προτροπή, που φυσικά δεν είναι καινούργια, απλώς έχει αφεθεί -ειδικά στην Ελλάδα- στα αζήτητα; Νομίζω στη διαπίστωση πως ορισμένα προβλήματα είναι αδύνατον να λυθούν υπό τους συνηθισμένους όρους, ή τουλάχιστον να λυθούν σύντομα και αποδοτικά εκτός αν υπάρξει γενικότερη κινητοποίηση.
Αναγνωρίζει κανείς ότι η θλιμμένη διαπίστωση «δεν παλεύεται με τίποτα…», είναι για ορισμένα κεντρικά θέματα η μεγαλύτερη τροχοπέδη. Εξίσου απρόσφορες είναι διάφορες, δονκιχωτικές θα τις έλεγες, εκστρατείες που καταλήγουν να σβήνονται με απαλό θρόισμα. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν άφθονα, μια που η μεγαλοστομία είναι εθνικό γνώρισμα.
Ακούγεται λογικό να πεις ότι για τις μεγάλης τομές, τις μόνιμες θεραπείες κοινωνικών και πολιτικών παθογενειών χρειάζεται συστράτευση περισσότερων δυνάμεων.
Λογικό ναι, εύκολο όχι.
Με ένα πολιτικό σύστημα που χρειάζεται επειγόντως δραστικές μεταρρυθμίσεις δημοκρατικού χαρακτήρα, την ίδια στιγμή που έχει σαν το κύριο χαρακτηριστικό του την σκληρή και επί παντός διαμάχη, το περισσότερο που μπορεί να προσδοκά κανείς από μια τέτοια συζήτηση είναι διαπίστωση καλών προθέσεων. Η Ελλάδα και πριν και κατά την κρίση είναι χώρα – υπόδειγμα για τη σφοδρότητα των πολιτικών αγώνων. Βήματα έχουν γίνει δεν έχει φθάσει όμως στο σημείο να μπορεί να πείσει το σκεπτόμενο πολίτη ότι σε εύλογο χρόνο θα μπορούσε να αναστραφεί το φαινόμενο.
Ο αντίλογος είναι εύκολος: πάντοτε οι πολιτικοί αγώνες συνδέονται με πλεονεκτήματα νομής της εξουσίας και εν τέλει ματαιοπονεί όποιος φαντασιώνεται ειδυλλιακές καταστάσεις θα μπορούσε να πει κάποιος. Κανείς δεν θέλει να γίνει Βέλγιο που μπορεί και χωρίς κυβέρνηση, θα έλεγε ο πιο ενημερωμένος.
Ναι, αλλά ούτε στα βασικά; Σκληρή ερώτηση.
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή. Την κατάσταση ανυπαρξίας δημόσιου διαλόγου που θα στοχεύει στην αναζήτηση κοινών στόχων, που θα καταστρώνει πολιτικές για την επίτευξή τους, την χρεώνονται όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί σχηματισμοί.
Είναι γεγονός ότι η όποια δυνατότητα συνεννόησης εξαερώθηκε μετά την κατοχή από το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος, σε μια ιστορική στιγμή που, ας μην ξεχνάμε, άλλα κράτη είχαν την τύχη να αναζητούν από κοινού δρόμους για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας τους.
Υπήρξε επίταση του κομματικού φαινομένου μετά τις κάθε φορά εκλογές ως συνεχής και αδιάλειπτη «σταθερά» της πολιτικής ζωής.
Δεν έχει σημασία τόσο ν’ αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της κατάστασης, ούτε τους πρωταίτιους.
Και στη σημερινή συζήτηση, όλοι μας, υποθέτω, είμαστε σε θέση να στολίσουμε όλους τους άλλους με άφθονα παραδείγματα όπου ο πολιτικός ανταγωνιστής θα είναι ο κακός, ο επιζήμιος κ.λπ. και εμείς, εννοείται, οι καλοί.
Ας το αποφύγουμε. Υπάρχουν χώροι και χρόνοι πιο κατάλληλοι.
Αν και ανήκω στην κυβερνητική πλειοψηφία, που ομολογουμένως έχει δώσει ισχυρά δείγματα προθέσεων για μια διαφορετική πολιτική πρακτική, (αν χρειαστεί θα δώσω τα παραδείγματα στα οποία στηρίζω αυτήν την άποψη) προσχωρώ ευχαρίστως στη διαπίστωση ότι το πρακτικό αντίκρυσμα της αδυναμίας για συνεννόηση σε κεντρικά θέματα είναι να κυριαρχούν αρνητικές σκέψεις στους πολίτες, που ραγδαία εξαπλώνονται και παίρνουν τη μορφή εχθρότητας προς την πολιτική, γενικά και συμφωνώ ότι χρειαζόμαστε γενναιότητα για αλλαγή πρακτικών και νοοτροπίας. Και ότι πέρα από κλισέ και άχρηστες ωραιολογίες, εάν καταφέρουμε να αλλάξουμε θα είναι βήμα εκπολιτισμού της πολιτικής.
Θα αναφέρω πέντε σημεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να γίνουν πεδία σύγκλισης απόψεων:
• Η διαφθορά.
• Οι ανισότητες.
• Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
• Το περιβάλλον.
• Η Δημοκρατία.
Φαντάζομαι τη σχετική συζήτηση να παίρνει οργανωμένη μορφή, καμία σχέση με καμπάνιες «φωτισμένων» πρωταγωνιστών, περισσότερο χρήσιμες θα ήταν κοινές διαφανείς ανοικτές μπροστά στο λαό πολιτικές συμφωνίες και να καταλήγει σε προγραμματισμό, επιτήρηση και διαρκείς προσαρμογές μέτρων και στόχων.
Προτείνω και θα μείνω σταθερά προσηλωμένος σ’ αυτό, να κάνουμε μια προσπάθεια να εντοπίσουμε πιθανά πεδία δυνητικών συγκλίσεων, να συζητήσουμε πάνω σ’ αυτά και να δούμε εάν έστω στο επίπεδο της θεωρίας θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε.
Θα αναφερθώ σε πέντε τέτοια σημεία:
ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ
Η ανισότητα δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Είναι το αναπόφευκτο υποπροϊόν του καπιταλισμού. Χαρακτηρίζει την εποχή παρά την τρομακτική αύξηση του παραγομένου πλούτου. Είναι όχι μόνο συνέπεια, αλλά και αιτία άλλων προβλημάτων, καθώς προάγει τη διαφθορά, διαιωνίζει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, πυροδοτεί την κοινωνική αναταραχή, την ξενοφοβία, υπονομεύει την πίστη στη δημοκρατία, παρέχοντας εύφορο έδαφος στον ακροδεξιό βερμπαλισμό. Ακόμα και εκείνοι που βλέπουν την παγκοσμιοποίηση, την αυτοματοποίηση, τη γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα ως τις μάλλον ακαταμάχητες αιτίες για τη διευρυνόμενη ανισότητα, θα συμφωνήσουν ότι υπάρχουν περιθώρια εθνικών πολιτικών για την αντιμετώπισή της.
Ένα εθνικό σχέδιο, λοιπόν, για την αντιμετώπιση της ανισότητας, αρχίζοντας από την ακραία φτώχεια είναι όχι απλώς εφικτό αλλά και ευκταίο. Προϋποθέτει την κοινή παραδοχή για την ανάγκη ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου και την υιοθέτηση αναδιανεμητικών πολιτικών κοινής αποδοχής. Ευρύτερα προϋποθέτει την εγκατάλειψη λιμπεραλιστικών επιλογών, της θεωρίας ο καλός και δυνατός υπερισχύει. Ενός βαθιά αντιανθρώπινου τρόπου σκέψης, σε τελευταία ανάλυση όπου ο αδύναμος είναι παράσιτο ή, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς ένα βολικός καταναλωτής.
ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε πίνακες παγκόσμιας κατάταξης για να διαπιστώσουμε πόσο ευάλωτες είναι οι κοινωνίες σε φαινόμενα διαφθοράς και πόσο δυσάρεστα ψηλά είναι η δική μας χώρα. Μια ματιά στην τρέχουσα επικαιρότητα ιδίως στη δραστηριότητα της βουλής που αποκαλύπτει σκάνδαλα από τις δανειοδοτήσεις κομμάτων και ΜΜΕ, στα εξοπλιστικά και στο χώρο της υγείας δίνει ένα δείγμα μεγέθους. Το μεγάλο ερώτημα στο οποίο εντίμως πρέπει να όλοι να απαντήσουμε είναι υπάρχουν περιθώρια για μια εθνική εκστρατεία κατά της διαφθοράς; Όποιος απαντά καταφατικά δεσμεύεται για μια ανοιχτή συμφωνία προγραμματικών στόχων και σε συγκεκριμένες νομοθετικές παρεμβάσεις πάταξης της διαφθοράς. Υπάρχουν παραδείγματα διεθνώς τέτοιων ευεργετικών κινήσεων, όπως της Σιγκαπούρης που εντός 40 ετών έγινε το λιγότερο διεφθαρμένο κράτος στην Ασία βασισμένη σε ένα σχέδιο που εκπόνησαν από κοινού και συμφώνησαν να τηρούν απαρέγκλιτα όλοι, και περιελάμβανε κίνητρα επιβραβεύσεις κλπ και αυστηρές και καθόλου εικονικές τιμωρίες.
Σεβόμαστε τις δικαιοκρατικές κατακτήσεις της κοινωνίας, καθότι είναι αναπόσπαστα κομμάτι του πολιτισμού μας. Συνεπώς και την αρχή της αναλογίας ποινής προς το αδίκημα.
Ας αφήσουμε λοιπόν τη μικροκομματική προσέγγιση, ας διδαχτούμε και να προετοιμάσουμε μέσω των κατάλληλων πολιτικών την κοινωνία ώστε να συνηθίσει στην ιδέα ότι η διαφθορά είναι ο βασικός της εχθρός, τρώει τα σωθικά της και υπονομεύει τα θεμέλιά της.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Υπάρχει μια καταπληκτική συγκυρία που μπορεί να αποτελέσει πολύ καλή βάση για νέου τύπου συνεννόηση: Είναι ο προτεινόμενος κανονισμός για την ενεργειακή διακυβέρνηση, που φιλοδοξεί να αναδιατάξει τον ενεργειακό χάρτη της ενωμένης Ευρώπης, με μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την εισαγωγή ανανεώσιμων πηγών και την εξοικονόμηση ενέργειας σε συγκεκριμένους στόχους μέχρι το 2030. Η χώρα, με βάση τα πρόσφατα στοιχεία, βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο για την επίτευξη των στόχων αυτών. Για τη βέλτιστη απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων που θα σχεδιαστούν μπορεί για λίγο να λείψει, όχι ασφαλώς η πολεμική που είναι άχρηστη, αλλά η κακόπιστη κριτική, με άλλα λόγια να υπάρξουν ευρύτερες πολιτικές συνενώσεις.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στα θέματα εξωτερικής πολιτική που η ιστορική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας καθιέρωσε το να αναγορεύονται σε «εθνικά» το πεδίο συνεννόησης φαίνεται αυτονόητο. Στο παρελθόν μεγάλες διαιρέσεις του ελληνικού λαού προκλήθηκαν από επιλογές που αφορούσαν σε θέματα σχέσεων με άλλες χώρες, κεντρικών επιλογών εξωτερικής πολιτικής. Σήμερα με ευδιάκριτα τα ανησυχητικά σημάδια τριγμών στο διεθνή περίγυρο υπάρχει μεν ταυτότητα στόχων, γενικά, ωστόσο σε ορισμένα θέματα δεν μπορεί κανείς να πει ότι όλες οι κύριες πολιτικές δυνάμεις στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και αναφέρομαι βεβαίως στο Μακεδονικό.
Όλοι -με πρώτο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας- λέμε ότι οι παράγοντες της πολιτικής ζωής πρέπει στα εθνικά θέματα να αίρονται πάνω από τα στενά κομματικά πλαίσια.
Συμπληρώνω, να μη θέτουν σε καμιά περίπτωση τα αγνά πατριωτικά αισθήματα που τρέφει ο ελληνικός λαός στα πλαίσια μικροπολιτικών σκοπών. Είναι μια πολύ σημαντική υποχρέωση όλων στην τρέχουσα συγκυρία αλλά και πάντοτε.
Η κατ’ αρχήν θετική ανταπόκριση στην ιδέα της σύστασης Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής είναι σημαντικό γεγονός, ελπίζομε να έχει συνέχεια και να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο η διακομματική συνεννόηση και συνεργασία που να προσφέρει πραγματικά στον τόπο.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Άφησα τελευταίο από τα ενδεικτικά σημεία πάνω στα οποία θα μπορούσε να συγκλίνουν οι πολιτικές δυνάμεις, μάλιστα άμεσα, δραστικά με επείγοντα τρόπο, προκειμένου να αποδείξουν ότι θέλουν πραγματικά μια πιο δίκαιη και πιο βιώσιμη και ασφαλή κοινωνία.
Ο εκδημοκρατισμός δομών και μηχανισμών εξουσίας είναι ζωτικός. Διαπερνά και επηρεάζει όλα τα υπόλοιπα θέματα το σύνολο της καθημερινότητας, από τα πολύ σπουδαία θέματα όπως ο τρόπος αντιπροσώπευσης μέχρι τις συνήθειες της καθημερινότητάς μας. Ένας οδικός χάρτης για καλύτερη ποιότητα δημοκρατίας σε όλους τους τομείς μπορεί να συνταχθεί και ν’ αρχίσει να εφαρμόζεται. Η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι μια τέτοια ευκαιρία.
Στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, οφείλομε να είμαστε ενεργητικά αισιόδοξοι. Οι προκλήσεις -εσωτερικές και εξωτερικές- αν και μεγάλες δεν είναι ανυπέρβλητες. Έχομε αποδείξει ότι ενωμένοι και ομονοούντες μπορούμε να κάνουμε πολλά. Θα είναι κρίμα να μην προσπαθήσουμε σε ορισμένα σημεία τουλάχιστον. Η κοινωνία είναι ώριμη και το απαιτεί.
* Ο κ. Αντώνης Μπαλωμενάκης είναι βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ.
** Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε την εισήγηση του κ. Μπαλωμενάκη στην ημερίδα με θέμα: «Εθνική συνεννόηση: παρόν και μέλλον της χώρας», που συνδιοργάνωσαν σήμερα, στο Κολυμπάρι Χανίων, η Περιφέρεια Κρήτης, η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κρήτης (ΠΕΔ) και η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης.