«Μια νέα εθνική συνεννόηση προϋποθέτει ότι οι πολιτικές δυνάμεις θα διεξάγουν τον πολιτικό τους ανταγωνισμό μέσα στο καθεστώς και όχι για το καθεστώς. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επιτευχθεί εθνικό consensus. Μόνο έτσι μπορούν να ληφθούν αποφάσεις εθνικών διαστάσεων. Μόνο έτσι δεν θα κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας με ψευτοσυναινέσεις, ημίμετρα και αλυσιτελείς δήθεν μεταρρυθμίσεις. Μόνο έτσι μπορούν να δαισφαλιστούν κοινωνικές συμμαχίες και ισχυρές πολιτικές νομιμοποιήσεις».
Αυτό επεσήμανε σήμερα από το Κολυμπάρι Χανίων ο πρώην υπουργός (Οικονομικών και Εσωτερικών) Αλέκος Παπαδόπουλος, μιλώντας σε ημερίδα με θέμα «Εθνική συνεννόηση: παρόν και μέλλον της χώρας», που συνδιοργάνωσαν η Περιφέρεια Κρήτης, η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κρήτης (ΠΕΔ) και η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης.
Ο κ. Παπαδόπουλος τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «… η πολιτική συγκυρία σαρώνει κυριολεκτικά το ανήμπορο ν’ αντισταθεί υφιστάμενο θεσμικό μας σύστημα. Η χώρα μας είναι αποθεσμοποιημένη. Στο πλαίσιο αυτής της θεσμικής αποκαταστασίας λειτουργεί ακόμη και το φθίνων πολιτικό σύστημα, το οποίο πορεύθηκε σε θεσμικό κενό που το ίδιο ανατροφοδοτούσε. Δεν πορεύθηκε και δεν πορεύεται με πίστη στους νόμους που θέσπιζε, αλλά διολισθαίνει σ’ έναν κόσμο κυνικών συμπεριφορών και γι’ αυτό νομοθέτησε και νομοθετεί υποκριτικά αυτοπεριορισμούς και κανόνες διαφάνειας που ήταν αδύνατον, από τη φύση του, να τηρήσει. Κυριαρχείται από τις αντιφάσεις μιας ανολοκλήρωτης κοινωνίας και δεν υποτάχθηκε σε κάποιο θεσμικό περιβάλλον».
Σημείωσε, δε, ότι «η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς δεν επιτυγχάνεται με πολιτικές ρητορείες, κηρύγματα και ευχολόγια. Για την ανατροπή αυτού του γενικευμένου κλίματος αποθεσμοποίησης της ελληνικής κοινωνίας απαιτούνται νέες πνευματικές ωθήσεις, που θα δημιουργήσουν θετικά προηγούμενα. Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο ζητούμενο των επόμενων χρόνων. Μόνο έτσι θα απελευθερωθούν οι εσωτερικές δυνάμεις για ενδογενή ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Μόνο έτσι θα γίνουμε ξανά ελκυστικοί στις ξένες επενδύσεις».
ΟΛΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Αναλυτικότερα, στην ομιλία του ο κ. Παπαδόπουλος ανέφερε τα εξής:
Η Ελλάδα σήμερα δεν μπορεί, πλέον, να συμπεριφέρεται ως το αυτισμένο κρατίδιο της Βαλκανικής. Δεν ζει, πλέον, μόνο με τα δικά της γεγονότα και την πορεία της δεν την καθορίζουν οι ειμαρμένες, για να φορτώνει εύκολα σε αυτές τις πλάνες και τις αδυναμίες της. Στη σημερινή ιστορική συγκυρία είναι υποχρεωμένη να κινείται στο πλαίσιο της συλλογικής διακυβέρνησης της Ευρώπης, μόνο που εκεί υπάρχουν κανόνες, θεσμοί και συνέπειες, αλλά και ανταγωνιστικοί κυνισμοί και αδικίες. Επιβιώνουν μόνο όσοι αντέχουν και αντέχουν όσοι αποφασίζουν να έχουν ισχυρές δομές, όσοι διαθέτουν ευελιξίες, πολιτικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης και απορρόφησης των δυσκολιών, των κραδασμών και των διακυμάνσεων. Τις μάχες κερδίζουν μόνο όσοι συγκλίνουν με αυτοπεποίθηση στα νέα δεδομένα στην Ευρώπη και στον κόσμο, μόνο όσοι έχουν να συνεισφέρουν στον εξελισσόμενο μετασχηματισμό.
Οι θεσμοί δεν είναι οι νόμοι. Οι θεσμοί στις κοινωνίες έχουν ως υπόβαθρο τον πολιτισμό τους. Παντού, η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη παράγει την κρατούσα πολιτιστική αντίληψη και επιβάλλει το δικό της αξιακό σύστημα. Από αυτό απορρέσουν και σε αυτό αναφέρονται κάθε λογής θεσμοί. Το ερώτημα είναι η Ελλάδα τι είδους θεσμούς έχει και ποιος πολιτισμός τούς παράγει. Η νεότερη Ελλάδα δεν έχει κανονική πολιτισμική εξέλιξη και γι’ αυτό οι θεσμοί της είναι αδύναμοι. Οι διάφορες «νησίδες πολιτισμού» δεν συγκροτούν μια συνεκτική σε αξιακά συστήματα κοινωνία.
Αντίθετα με τις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, η κοινωνική, οικονομική, πολιτική και εν τέλει η πολιτισμική μας ανάπτυξη, δεν ήταν προϊόν παγιωμένων αξιακών συστημάτων με σταθερές συμπεριφορές και αυτοπειθαρχίες. Για παράδειγμα, σε αυτές τις χώρες ο ορθολογισμός, η φιλοπονία, η φιλεργατικότητα και η πειθαρχία σε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς καθώς και ο σεβασμός στους θεσμούς δεν προήλθαν από «κανονιστικούς» τυπικούς νόμους, αλλά είναι γεννήματα μακροχρόνιων αξιακών συστημάτων.
Η Ελλάδα δεν ολοκληρώθηκε θεσμικά ως χώρα, γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κοινωνικά. Όσοι θεσμοί λειτούργησαν αρχικά, στην πορεία ποδοπατήθηκαν στον βωμό της πολιτικής και οικονομικής σκοπιμότητας, έτσι ώστε η οικονομική ανέλιξη της χώρας να μη συνοδευτεί από την αντίστοιχη πολιτισμική. Στη χώρα μας αστική τάξη δεν συγκροτήθηκε ποτέ, γεγονός στο οποίο συντέλεσε πλήθος παραγόντων: οικονομικοί, κοινωνικοί, αναπτυξιακοί, πολιτικοί και πολιτιστικοί καθώς και ιστορικοί (πόλεμοι, διχασμοί, κινήματα, δικτατορίες, προσφυγιά κ.λπ.). Παράλληλα, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας λειτουργεί ως μεσαίο καταναλωτικό στρώμα, δίχως όμως να ορίζεται ως κλασική μεσαία αστική τάξη, της οποίας η κουλτούρα θα εγγυάται την τήρηση των θεσμών. Φυσικό επακόλουθο αυτής της ανώμαλης και άνισης κοινωνικής μεταπολεμικής ανέλιξης ήταν να παραχθεί ένας νεοελληνικός πολιτισμός, εν πολλοίς άμορφος, χωρίς σαφές περίγραμμα και ευδιάκριτα χαρακτηριστικά, αλλά και θεσμοί ασταθείς, συχνά αντιφατικοί, δίχως τις γερές ρίζες που θα τους πρόσφερε η δοκιμασία τους σε βάθος χρόνου.
Πάνω σε αυτό το ήδη σαθρό έδαφος, η πολιτική συγκυρία σαρώνει κυριολεκτικά το ανήμπορο ν’ αντισταθεί υφιστάμενο θεσμικό μας σύστημα. Η χώρα μας είναι αποθεσμοποιημένη. Στο πλαίσιο αυτής της θεσμικής αποκαταστασίας λειτουργεί ακόμη και το φθίνων πολιτικό σύστημα, το οποίο πορεύθηκε σε θεσμικό κενό που το ίδιο ανατροφοδοτούσε. Δεν πορεύθηκε και δεν πορεύεται με πίστη στους νόμους που θέσπιζε, αλλά διολισθαίνει σ’ έναν κόσμο κυνικών συμπεριφορών και γι’ αυτό νομοθέτησε και νομοθετεί υποκριτικά αυτοπεριορισμούς και κανόνες διαφάνειας που ήταν αδύνατον, από τη φύση του, να τηρήσει. Κυριαρχείται από τις αντιφάσεις μιας ανολοκλήρωτης κοινωνίας και δεν υποτάχθηκε σε κάποιο θεσμικό περιβάλλον.
Έτσι, τα ελλείμματα, του δημόσιου βίου, οι διομολογήσεις, η διαχρονική έλλειψη δημόσιων πολιτικών για την κανονική εξέλιξη της χώρας, την άφησαν θεσμικά ανάπηρη κι ένα σημαντικό κομμάτι του λαού μας απροσάρμοστο πολιτισμικά. Μεγάλο τμήμα του μεσαίου και άνω χώρου είναι προϊόν του θεσμικού κενού, του κρατισμού και της παραοικονομίας. Είναι απλά, εν πολλοίς, «λούμπεν με λεφτά», με οικονομικό επαρχιωτισμό, που, όταν χάνεται η δανειακή ή ύποπτη ευημερία τους, δεν συμπεριφέρονται ως υπεύθυνη αστική τάξη, αλλά ως υπερασπιστές -ακόμα και τώρα, στην κρίση- του ατομικού παραδείσου τους. Όλα αυτά καταρρακώνουν τη χώρα, της αφαιρούν κάθε ικμάδα και μετατρέπουν το συνένοχο και ρέπον σε δημοκοπία πολιτικό σύστημα, στην καλύτερη περίπτωση, σε ανήμπορο «παρατηρητή».
Αντίθετα, οι θεσμοί στις προηγμένες κοινωνίες στηρίζονται σε παγιωμένα αξιακά συστήματα που εκπαιδεύουν τους πολίτες σε αυτοπειθαρχημένες συμπεριφορές. Η δημοκρατία στην οποία κυριαρχούν οι θεσμοί δεν ξέρει από φυλάρχους με προνόμια. Σε μια τέτοια δημοκρατία οι φυσικές ιεραρχίες δεν κλονίζονται από τυχόν καταπάτηση των θεσμών, αφού η πειθαρχία είναι εσωτερική και στηρίζεται πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο επίπεδο πολιτισμού. Στις προηγμένες θεσμικές δημοκρατίες οι πολίτες διακρίνονται από αυτοπειθαρχία και προσήλωση στους θεσμούς, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού του νόμου, αλλά συνειδητή πράξη. Όσοι, εξάλλου, ασκούν δημόσια, κοινωνική ή οικονομική εξουσία, δεν διανοούνται εύκολα να παραβιάσουν τους θεσμούς καθώς σε αυτήν την περίπτωση ακολουθεί η Νέμεσις, θεσμικά και όχι ως ευκαιρία πολιτικής συντριβής του αντιπάλου, γεγονός που διχάζει τις κοινωνίες και διαλύουν την πίστη στους θεσμούς.
Η θεσμική δημοκρατία είναι μια ήρεμη δημοκρατία, όπου οι συνειδήσεις των πολιτών παραμένουν άγρυπνες, αλλά όχι ταραγμένες. Αυτή ακριβώς η ήρεμη βεβαιότητα δημιουργείται από την αξιακή λειτουργία όλων των θεσμών και πρωτίστως των τριών συντεταγμένων λειτουργιών. Οι κρατικές λειτουργίες δεν θεωρούνται ιδιοκτησία και τρόπαιο του κυβερνώντος κόμματος. Η θεσμική δημοκρατία δεν αναγνωρίζει στον δημόσια βίο πεδία εξουσίας, αλλά μόνο πεδία ευθύνης. Οι πολίτες δεν προσκολλώνται ατταβιστικά σε μυθοποιημένα πρόσωπα και οικογένειες, αλλά σε ικανότητες και αξιοπιστίες.
Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς δεν επιτυγχάνεται με πολιτικές ρητορείες, κηρύγματα και ευχολόγια. Για την ανατροπή αυτού του γενικευμένου κλίματος αποθεσμοποίησης της ελληνικής κοινωνίας απαιτούνται νέες πνευματικές ωθήσεις, που θα δημιουργήσουν θετικά προηγούμενα. Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο ζητούμενο των επόμενων χρόνων. Μόνο έτσι θα απελευθερωθούν οι εσωτερικές δυνάμεις για ενδογενή ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Μόνο έτσι θα γίνουμε ξανά ελκυστικοί στις ξένες επενδύσεις.
Αρκετά τυραννιόμαστε χρόνια τώρα με τη διαμάχη των υπερασπιστών της «καθ’ ημάς ανατολής», με τις δυνάμεις εκείνες που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και στη λειτουργία της ως σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Δυστυχώς, αυτά τα δύο ιστορικά ρεύματα δεν συναντήθηκε ποτέ, ούτε τ’ άφησαν ώστε να κάνουν έστω και μία μείξη ελληνικής ιδιοτυπίας.
Τονίζω με έμφαση ότι η χώρα πρέπει να αποκτήσει συγκεκριμένο προορισμό και πλεύση. Πρέπει να ξέρουμε τι θέλει επιτέλους η ράτσα μας, τι πρέπει να κάνουμε και κυρίως πώς. Αυτό απαιτεί όμως ένα μεγάλο εθνικό consensus, μία μεγάλη εθνική συναίνεση. Η συναίνεση όμως μεταξύ των σημερινών κομμάτων της χώρας είναι ανέφικτη και άνευ αξίας. Ο λαϊκισμός που τα κατατρύχει δεν μπορεί να παράξει consesus, παρά μόνο εξουσιασμό και υποκρισίες. Δεν υπήρξε ιστορικό προηγούμενο, παρά μόνο ευκαιριακές και βραχυχρόνιες και μάλιστα ανίερες συγκολλήσεις, για την εξόντωση του πολιτικού αντιπάλου.
Απαιτείται μια «νέα συμφωνία της ελληνικής κοινωνίας», κυρίως με τον εαυτό της, για το πού θέλει να πάει η χώρα, μετά την τυπική λήξη του προγράμματος χρηματοδότησης το καλοκαίρι αυτό. Θα ζήσουμε για πολλά χρόνια με άγχος. Δεν πρέπει η χώρα ν’ αφεθεί να σέρνεται και ο λαός να βαυκαλίζεται με αυταπάτες και ψεύδη που του καλλιεργεί καθημερινά ο κατεστημένος λαϊκισμός της χώρας.
Μια νέα εθνική συνεννόηση προϋποθέτει ότι οι πολιτικές δυνάμεις θα διεξάγουν τον πολιτικό τους ανταγωνισμό μέσα στο καθεστώς και όχι για το καθεστώς. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επιτευχθεί εθνικό consensus. Μόνο έτσι μπορούν να ληφθούν αποφάσεις εθνικών διαστάσεων. Μόνο έτσι δεν θα κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας με ψευτοσυναινέσεις, ημίμετρα και αλυσιτελείς δήθεν μεταρρυθμίσεις. Μόνο έτσι μπορούν να δαισφαλιστούν κοινωνικές συμμαχίες και ισχυρές πολιτικές νομιμοποιήσεις.
Αυτή τη στιγμή πλέουμε χωρίς πυξίδα. Τη χώρα καθοδηγεί μόνο ένας παραπλανητικός επικοινωνισμός, που σκορπάει σύγχιση και θολώνει τους πολίτες, καταστρέφοντας κάθε θετικό προσπάθεια.
Μόνος ρεαλιστικός δρόμος είναι η εθνική συνεννόηση όλων των πολιτικών, οικονομικών, πνευματικών και κοινωνικών ελίτ της χώρας, όπως συμβαίνει σε όλες τις σοβαρές κοινωνίες. Εύχομαι η εθνική συνεννόηση να μη γίνει από ανάγκη, πάνω στα συντρίμμια που θα προκαλέσει μια νέα εθνική ασυνεννοησία.
Η ιστορία έχει καταδείξει ότι πριν επέλθει ένα ισχυρό επώδυνο γεγονός ή μια καταστροφή σε μια κοινωνία, μικρή ή μεγάλη, προηγήθηκε η θεσμική της διάλυση. Δυστυχώς, ο δρόμος για την αναθέσμηση και την εθνική συνεννόηση θα είναι μακρύς γιατί απαιτεί ως μεγάλη προϋπόθεση να αναπτυχθεί ένας νέος Διαφωτισμός, που εσείς σήμερα προωθείτε με ευθύνη και αγωνία. Δεν γνωρίζω όμως τι χρόνο έχουμε.