Στα νοσοκομεία γεννιούνται ζωές και χάνονται ζωές. Εκεί συνυπάρχουν χάρες και λύπες. Πόνος και ανακούφιση. Παρηγοριά και αποθάρρυνση.
Μια βόλτα στους διαδρόμους αρκεί για να εκτιμήσεις τη σπουδαιότητα της ύπαρξης. Την αναγκαιότητα της αγάπης προς εαυτόν. Άνθρωποι που οι ζωές τους κρέμονται από μια κλωστή.
Νέοι, γέροι, αθώα παιδιά, χτυπημένοι από ανίατες νόσους ή από πρόσκαιρα περιστατικά, με καρδιές πληγωμένες, ανάσες ξεψυχισμένες, με τον θάνατο να καραδοκεί χωρίς διάκριση πάνω από τα κεφάλια τους.
Ελπίδα, πίστη, τάματα στον βωμό της ζωής. Αγιογραφίες μέσα στους θαλάμους και η επιτακτική ανάγκη για βοήθεια από τους γιατρούς, τους μεταμορφωμένους σωτήρες.
Ο διπλανός σου φεύγει για το σπίτι του ή για άλλους κόσμους. Η γυναίκα του κλαίει ξαφνικά μέσα στη νύχτα. Κάποιος παραμιλάει. Κανείς δε θέλει να χάσει τη ζωή του. Όλοι ξαφνικά θυμούνται να ζήσουν.
Νοσοκόμες πανικόβλητες προσπαθούν να τους βοηθήσουν όλους.
Είναι Χριστούγεννα, είναι Πρωτοχρονιά, είναι τόπος άχρονος που το μόνο που θες είναι να φύγεις μακριά και να μην ξαναγυρίσεις. Έρχονται τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου, μακρινοί συγγενείς να σου δώσουν κουράγιο, ενέργεια, να φωτίσουν το πρόσωπό σου, να σου δώσουν πίσω τη χαμένη ανάσα σου κι όσο αντέξεις. Αν είσαι τυχερός μπορεί να ξεγελάσεις τον θάνατο.
Χαζεύω τα σύννεφα από το παράθυρο του 403, ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου κοιμάται δίπλα μου γεμάτος σωληνάκια. Επικρατεί μια παράξενη σιωπή και οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονται, κάτι σαν μικροί παφλασμοί των κυμάτων, είναι από το οξυγόνο.
Ο θάλαμος έγινε ενυδρείο κι εγώ σαν χρυσόψαρο προσπαθώ να ξεχνάω κάθε λεπτό τα λόγια των γιατρών που κάποιες φορές είναι σκληρά σαν πέτρα. Πιάνεσαι στις άβολες ξεχειλωμένες καρέκλες, ξεχνάς να πιεις νερό, μα δεν θες να φύγεις. Θες να τους κρατάς το χέρι θες να βλέπεις το χαμόγελό τους.
Γίνεσαι εγωιστής. Τους θες γιατί δεν έχεις μάθει να ζεις χωρίς αυτούς. Δεν αντέχεις όμως να υποφέρουν.
Σήμερα, εδώ, στον τόπο που δεν έχει χρόνο, μου ζήτησες ρολόι. Στο φόρεσα στο χέρι με την ευχή να έχεις τον χρόνο με το μέρος σου, να σου δίνει χρόνο ζωής. Να γίνεις 90, να γίνεις 100.
Δίπλα μας ένας 18χρονος παλεύει με τη μυοκαρδίτιδα. Παραδίπλα ένας 38 χρόνων με οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, τα κατάφερε, παίρνει εξιτήριο. Εμείς πότε; Είμαστε στην Καρδιολογική Κλινική μέρες και νύχτες που κυλούν σα νερό. Μέρες με φως ή βροχή, μια μουντή επανάληψη.
Άνθρωποι έρχονται, φεύγουν και κάποιοι ευτυχώς γυρνούν στα σπίτια τους. Κοντά στους δικούς τους ανθρώπους, πιο δυνατοί και με μεγαλύτερη διάθεση για ζωή.
Δεν χρειάζεται να φτάσουμε τόσο κοντά στον θάνατο για να συνειδητοποιήσουμε πως πρέπει να ζούμε σα να πρόκειται να πεθάνουμε αύριο.
1 Σχόλιο
Καλό το άρθρο σας,αλλά η τελευταία παράγραφος;;
Ευχές για όλους τους ασθενείς!!