Το θέμα της παραχώρησης, αποκατάστασης, ανάδειξης και αξιοποίησης του φρουρίου Ιτζεδίν απασχολεί -και πάλι- την τοπική επικαιρότητα τις τελευταίες εβδομάδες, μετά τη συζήτηση σχετικής επίκαιρης ερώτησης που κατέθεσε στη Βουλή ο βουλευτής Ηρακλείου του ΚΚΕ Μανώλης Συντυχάκης και την απάντηση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη (δείτε ΕΔΩ αναλυτικά), η οποία πρότεινε να ζητήσει ο Δήμος Χανίων ή κάποιος πολιτιστικός φορέας του Νομού την παραχώρηση του μνημείου, προκειμένου να ακολουθήσει η σύναψη προγραμματικής σύμβασης πολιτιστικής ανάπτυξης, μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού, του Δήμου -εφ’ όσον ζητήσει και του παραχωρηθεί το μνημείο- της ΕΤΑΔ και της Περιφέρειας Κρήτης, ώστε να δοθούν οι δυνατότητες συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης.
Ένας από τους ανθρώπους που έχει ασχοληθεί επισταμένως, επί σειρά ετών, σε θεσμικό επίπεδο, με το φρούριο Ιτζεδίν και είχε αναλάβει πρωτοβουλίες για την παραχώρησή του είναι ο πρώην δήμαρχος Σούδας Γιάννης Περάκης, στον οποίο απευθύνθηκε το HANIA.news προκειμένου να καταγράψει τις ενέργειες που είχαν γίνει στο παρελθόν προς αυτή την κατεύθυνση καθώς και τα προβλήματα που υπήρξαν ή ενδεχομένως εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
Ο κ. Περάκης ανέτρεξε στο αρχείο του, παρουσιάζοντας, περιληπτικά, τα βασικότερα γεγονότα των τελευταίων 25 ετών περίπου αναφορικά με το φρούριο Ιτζεδίν, και κατέθεσε δημόσια την άποψή του για το ποια πρέπει να είναι τα επόμενα πρώτα βήματα για τη διεκδίκηση, παραχώρηση, συντήρηση, αποκατάσταση, ανάδειξη και αξιοποίηση του μνημείου.
Αρχικά, ο πρώην Δήμαρχος Σούδας σημείωσε ότι «η πρόσφατη (14-01-2020) επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή από τον βουλευτή του ΚΚΕ Μανώλη Συντυχάκη προς την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη καθώς και οι καταστροφές που υπέστη το μνημείο από τις ακραίες καιρικές συνθήκες των δύο τελευταίων ετών, επανέφεραν και πάλι στη σφαίρα του δημόσιου λόγου την αναγκαιότητα της ανάδειξης και αξιοποίησης του ιστορικού μνημείου – κάστρου Ιτζεδίν».
Ο κ. Περάκης επεσήμανε πως «ως γνωστόν, το φρούριο σταμάτησε να λειτουργεί ως φυλακή το 1971. Το 1975 το Πολεμικό Ναυτικό ζήτησε από την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, στην οποία ανήκει, να του παραχωρηθεί ένα τμήμα του για τις επιχειρησιακές ανάγκες του Ναυστάθμου Κρήτης, πράγμα το οποίο έγινε».
«Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη προσπάθεια για τη διάσωση αυτού του σημαντικού αρχιτεκτονικού μνημείου, που, εκτός των άλλων, υπήρξε χώρος εγκλεισμού και βασανιστηρίων χιλιάδων αγωνιστών για την προάσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, έγινε μετά από το υπόμνημα που κατατέθηκε στις 26 Μαρτίου 1996 από τους Προέδρους των τότε Κοινοτήτων της Σούδας, της Απτέρας, των Καλυβών, του Στύλου, του Νιο Χωριού, των Τσικαλαριών, της Πλάκας και του Κόκκινου Χωριού στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Βενιζέλο. Με το υπόμνημα αυτό πετύχαμε να ανατρέψουμε την τελευταία στιγμή τη βούληση της πολιτείας να επαναλειτουργήσει το φρούριο ως φυλακή κρατουμένων του κοινού ποινικού δικαίου», επισημαίνει ο κ. Περάκης.
«Στη συνέχεια το 1999 ο νεοσύστατος τότε “Καποδιστριακός” Δήμος Σούδας (Άπτερα, Σούδα, Τσικαλαριά) ζήτησε την αποδέσμευση του τμήματος που χρησιμοποιούσε ο Ναύσταθμος Κρήτης, γεγονός που επιτεύχθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2004», σημειώνει ο κ. Περάκης.
Και συνεχίζει: «Το 2007 υπεγράφη πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής μεταξύ Ναυστάθμου και Κτηματικής Υπηρεσίας, με το οποίο περιέρχεται και πάλι οριστικά σε αυτήν. Το ίδιο έτος 168 βουλευτές απ’ όλες τις πτέρυγες του Ελληνικού Κοινοβουλίου, μετά από επιστολή που απέστειλα προς τους βουλευτές Γιώργο Ανωμερίτη και Νίκο Χριστοδουλάκη, υπέγραψαν έκκληση για τη διάσωση, συντήρηση και ανάδειξη του φρουρίου Ιτζεδίν ως συμβόλου εθνικής αναφοράς, μνημείου ελευθερίας και δημοκρατίας. Το κείμενο αυτό κατατέθηκε στην τότε Πρόεδρο της Βουλής από τους Χανιώτες βουλευτές Χρήστο Μαρκογιαννάκη, Στέλιο Νικηφοράκη, Μανώλη Σκουλάκη, Νίκο Χριστοδουλάκη καθώς την περίοδο εκείνη είχαν κατατεθεί ανάλογα υπομνήματα για τη Γυάρο και τη Μακρόνησο».
Ο κ. Περάκης τονίζει ότι «το 2009 ο τότε “Καποδιστριακός” Δήμος Σούδας, αξιοποιώντας τη συγκυρία αυτή, έστειλε επιστολή μετά από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, στον τότε πρόεδρο της Βουλής Δημήτρη Σιούφα για την υιοθέτηση από τη Βουλή της πρωτοβουλίας αυτής των βουλευτών, ενώ παράλληλα, με συνεχείς επαφές με τη Διεύθυνση Διαχείρισης Ακινήτων της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, είχε ολοκληρώσει τη διαδικασία για την υπογραφή του μνημονίου παραχώρησης. Δυστυχώς, η προσπάθεια αυτή έμεινε μετέωρη εξαιτίας της ξαφνικής διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης εκλογών, γεγονός που ματαίωσε και το ραντεβού που μου είχε κλείσει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Βουλής για τη διευθέτηση τού θέματος».
Ο κ. Περάκης σημειώνει ότι «κατά το έτος 2010 ο Δήμος Σούδας συνέχισε την προσπάθεια διάσωσης του φρουρίου, ενώ παράλληλα το 2009 και το 2010 άνοιξε το φρούριο με δική του ευθύνη, καθάρισε και ευπρέπισε τον χώρο και πραγματοποίησε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Επισκέψιμο ήταν, επίσης, το φρούριο κατά τις εκδηλώσεις της ΚΝΕ Χανίων, όπως και κατά τον ετήσιο εορτασμό της εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου. Τώρα και δύο χρόνια η πρόσβαση στο μνημείο είναι αδύνατη και άκρως επικίνδυνη για τους επισκέπτες», υπογραμμίζει ο κ. Περάκης και τονίζει πως «απαιτείται, λοιπόν, άμεση παρέμβαση, πριν την ολοκληρωτική κατάρρευση του μνημείου, που, ας σημειωθεί, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου μοναδικού αρχιτεκτονικού συνόλου οχυρωματικών έργων του λιμένα της Σούδας, μαζί με το κάστρο της νησίδας της Σούδας (στο οποίο έχει επιτελεσθεί σημαντικό έργο) και το πρόσφατα ανακαινισμένο φρούριο του Παλαικάστρου της Απτέρας. Η ανάδειξη των τριών αυτών κάστρων θα προσδώσει υπεραξία στο πολιτιστικό κεφάλαιο της περιοχής», επισημαίνει ο πρώην Δήμαρχος Σούδας.
Καταλήγοντας, ο κ. Περάκης καταθέτει ποια θα πρέπει να είναι, κατά την άποψή του, τα πρώτα επόμενα βήματα αναφορικά με τη διεκδίκηση, παραχώρηση, αποκατάσταση, ανάδειξη και αξιοποίηση του φρουρίου:
«1. Να επικαιροποιηθεί η παλαιότερη πρόταση των 168 βουλευτών, ώστε να υιοθετηθεί το μνημείο από τη Βουλή των Ελλήνων.
2. Να αξιολογηθεί και στη συνέχεια να αξιοποιηθεί το υλικό που υπάρχει στο αρχείο του πρώην Δήμου Σούδας και στην Κεντρική Υπηρεσία της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου.
3. Να γίνει άμεσα από τον Δήμο Χανίων, σε συνεργασία με την Αρχαιολογία και τη συνδρομή του Ναυστάθμου Κρήτης (το φρούριο βρίσκεται ακόμη στην απαγορευμένη ζώνη του Ναυτικού Οχυρού), η αποκατάσταση των γκρεμισμένων τοιχίων».