Έκκληση προς την κυβέρνηση να αποσύρει την ψήφιση του σχεδίου νόμου με αντικείμενο τον «Εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας», το οποίο έχει κατατεθεί στη Βουλή αυτές τις ημέρες και αναμένεται να ψηφιστεί την επόμενη εβδομάδα, απευθύνει το Διοικητικό Συμβούλιο του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς – Δυτικής Κρήτης, «σε μια εποχή έντονου προβληματισμού για τη σχέση αλληλεξάρτησης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον».
Η Διοίκηση του Φορέα παρουσιάζει, συνοπτικά, τέσσερεις λόγους τεκμηρίωσης του αιτήματός της, που είναι οι εξής:
«1. Η προβληματική διαδικασία (δεδομένης και της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί λόγω της πανδημίας) που δεν επέτρεψε την ουσιαστική συζήτηση της πληθώρας των προτεινόμενων αλλαγών, ούτε στην κοινωνία, ούτε στο κοινοβούλιο.
2. Η κατάργηση των Φορέων Διαχείρισης που στον πυρήνα της διαμόρφωσής τους, είναι φορείς “τοπικότητας”, αποκέντρωσης και διαβούλευσης. Η εικοσαετής συσσώρευση εμπειρίας και προσαρμογής στον ρόλο αυτό, καθώς και η αντίστοιχη οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης με τις τοπικές κοινωνίες διαγράφονται. Η οικοδομηθείσα εμπιστοσύνη ούτε μεταφέρεται προς τον νέο οργανισμό ούτε μπορεί να σωρευτεί εκ νέου χωρίς τη δαπάνη ισοδύναμου χρόνου και κόπου (από ποια τοπική δομή άραγε;) Στη θέση των Φορέων Διαχείρισης μπαίνει (ακόμη) μία υπηρεσία με έδρα την Αθήνα. Ενώ ήταν πάγιο αίτημα των ίδιων των Φορέων Διαχείρισης η δημιουργία κεντρικής δομής στήριξης του συστήματος, τους χρεώθηκαν τα προβλήματα από τη μη διαμόρφωσή της, και τους αποδόθηκαν διαχρονικές αδυναμίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οδηγώντας στην πρόταση κατάργησης. Επιπλέον δεν δίνεται λύση στην υπερδεκαετή ομηρία των νυν εργαζόμενων οι οποίοι είχαν προσληφθεί μέσω διαδικασιών ΑΣΕΠ και επίσης έχουν συσσωρεύσει σημαντική και εξαιρετικά αναγκαία στις μέρες μας εμπειρία.
3. Η “μηχανιστική” θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Τα χωροταξικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για το δομημένο περιβάλλον μεταφέρονται μηχανιστικά ως εργαλεία χωροταξίας του φυσικού περιβάλλοντος. Αυτό, σε αντίθεση με την αντίληψη ότι κυρίαρχο αντικείμενο της χωροταξίας στο φυσικό περιβάλλον είναι οι κατανομές των προστατευτέων ειδών και οικοτόπων και όχι οι χρήσεις γης. Η προσέγγιση αυτή είναι σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική (π.χ. κατηγορίες Προστατευόμενων Περιοχών της IUCN). Ενδεικτικά, η αντικατάσταση του άρθρου 19 ν.1650 στερείται επιστημονικής βάσης, ενώ καταλήγει σε διατυπώσεις όπως “στις περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης επιτρέπονται (!;) τα δάση” ή “οι υγρότοποι…”.
4. Η χαλάρωση των καθεστώτων προστασίας. Το σχέδιο νόμου επιτρέπει, αναιτιολόγητα, σε όλες τις κατηγορίες, πολλές, ασύμβατες ως σήμερα, δραστηριότητες. Ευρύτερα, η δηλωμένη πρόθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για εύνοια προς τις επενδύσεις, υιοθετεί τη στρεβλή άποψη πως οι έννοιες περιβάλλον και ανάπτυξη είναι ασύμβατες. Εμείς πρεσβεύουμε ότι μια στιβαρή περιβαλλοντική νομοθεσία, σε αρμονία με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και το Ελληνικό Σύνταγμα, δεν προστατεύει μόνο το περιβάλλον, αλλά προστατεύει και ευνοεί αξιόπιστες και σοβαρές επενδύσεις, καθώς τους παρέχει ένα σταθερό και ασφαλές πλαίσιο, κοινωνική συναίνεση και προστιθέμενη αξία στην ίδια την επένδυση. Ειδικά το τελευταίο σημείο αφορά άμεσα τη χώρα μας, καθώς η καλή ποιότητα περιβάλλοντος είναι από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά της και ελκυστής επενδύσεων.