Ο Μανώλης Σβουράκης (Όμιλος ΜΟΒΙΑΚ), ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή πριν από δύο ημέρες, σε ηλικία 81 ετών, υπήρξε ένας από τους πιο επιτυχημένους αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες όχι μόνο στα Χανιά, αλλά γενικότερα στην Κρήτη.
Ανήσυχο πνεύμα από πολύ μικρή ηλικία, καταγόμενος από φτωχή οικογένεια, έβαλε στόχο στη ζωή του, η επόμενη γενιά Σβουράκηδων να ζήσει καλύτερες μέρες και το πέτυχε με τρόπο εντυπωσιακό, χάρη στην ευστροφία του, στην τόλμη του, στη σκληρή δουλειά, αλλά και στην αξιοποίηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών ευκαιριών, τις οποίες ο 77χρονος Κισσαμίτης (γεννηθείς το 1939 στην Ανώσκελη) κατάφερε να «εντοπίσει».
Πριν από καιρό, ο κ. Σβουράκης αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του. Ένα βιβλίο με τίτλο «Εμμανουήλ Σβουράκης: Αναμνήσεις μιας ζωής», αποκαλυπτικό, συγκινητικό, ενδιαφέρον, στο οποίο ο Χανιώτης επιχειρηματίας μιλά, χωρίς «στρογγυλέματα», για τη ζωή του ολάκερη! Τα φτωχά παιδικά του χρόνια, το επιχειρηματικό δαιμόνιο στην εφηβική ηλικία, την απόφασή του να φύγει για τον Καναδά, τις δυσκολίες και τις ευκαιρίες στην ξενιτιά, τον γάμο του με την Ειρήνη Σημαντηράκη, τη γέννηση των δύο παιδιών τους (Μανώλη και Γεωργίας), τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, την ίδρυση, λειτουργία, ανάπτυξη και γιγάντωση της ΜΟΒΙΑΚ…
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2016, το HANIA.news παρουσίασε κατ’ αποκλειστικότητα και με τη σύμφωνη γνώμη του κ. Σβουράκη, αποσπάσματα από το βιβλίο του, δίδοντας έμφαση σε ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής του Χανιώτη επιχειρηματία.
Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα…
«Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως στη ζωή τίποτε δεν είναι τυχαίο και ότι η εργατικότητα, η ειλικρίνεια και η αυτοπεποίθηση πάντα φέρνουν καλά αποτελέσματα. Στην, κατά γενική ομολογία, δύσκολη οικονομική περίοδο που ζούμε, το βιβλίο αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει οδηγός επιτυχίας για ανθρώπους που έχουν όνειρα, αγάπη και πάθος για δουλειά», σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου του ο κ. Σβουράκης.
ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΣΕ ΜΙΚΡΗ ΗΛΙΚΙΑ
«Από την ηλικία των 13 ετών φαινόταν ότι είχα τάσεις να γίνω επιχειρηματίας και τούτο διότι από αυτή την ηλικία μού άρεσε να ασχολούμαι με μικροεμπόριο. Όμως οι γονείς μου, θρησκόληπτοι και οι δύο, ήθελαν να με στείλουν στην Ιερατική Σχολή, η οποία βρισκόταν στη Μονή Αγίας Τριάδας στο Ακρωτήρι Χανίων (η μοναδική τότε στην Κρήτη), για να γίνω παπάς, κάτι το οποίο δεν ήθελα. Τέλειωσα λοιπόν το Δημοτικό Σχολείο στην περιοχή της Νέας Χώρας με βαθμό Άριστα. Έδωσα εν συνεχεία εξετάσεις στην Ιερατική Σχολή κατ’ επιθυμία των γονιών μου και πέτυχα υποτροφία (δωρεάν φοίτηση). Όμως, η απομόνωση και ο τρόπος ζωής στη Σχολή δεν μου άρεσε και ήθελα να φύγω από τον 1ο χρόνο φοίτησης. Ήμουν καλός μαθητής αλλά παράλληλα… ζιζάνιο. Δεν άφηνα τους συμμαθητές μου να διαβάζουν, πείραζα στην εκκλησία (εκκλησιαζόμασταν 3 φορές την ημέρα), στην τάξη, στον θάλαμο αναπαύσεως (μέναμε περίπου 50 άτομα στον ίδιο θάλαμο), πείραζα… παντού! Ήμουν πάντα άτακτος παρά τις εκκλήσεις των καθηγητών μου και τούτο διότι ήθελα να φύγω από τη Σχολή. Τέλειωσα τη Β’ τάξη και στις αρχές της Σχολικής Χρονιάς της Γ’ τάξης (σε ηλικία 15 ετών) κατά τη διάρκεια ενός έκρυθμου επεισοδίου με ένα συμμαθητή μου (τον πλάκωσα στο ξύλο – κάτι που δεν αρμόζει σε σπουδαστές Ιερατικής Σχολής) δεν με άντεξαν άλλο – με πέρασαν από Εκκλησιαστικό Συμβούλιο οι καθηγητές (μαζί και ο μακαριστός γέροντας Ειρηναίος Γαλανάκης) και αποφάσισαν να μου ανακοινώσουν την αποβολή από τη σχολή. Όχι μόνο με απέβαλαν από τη Σχολή αλλά… από όλα τα Γυμνάσια της Κρήτης!», θυμάται ο κ. Σβουράκης.
«Πηγαίνοντας στο σπίτι με ενδεικτικό Κοσμίας Διαγωγής και Αποβολή από όλα τα Γυμνάσια της Κρήτης, ο πατέρας μου έγινε έξω φρενών! Πήγαμε μαζί σε όλα τα Ιδιωτικά και Δημόσια Γυμνάσια στα Χανιά μήπως κάποιος Γυμνασιάρχης με δεχτεί. Παρά τις εκκλήσεις του πατέρα μου ότι ήμουν καλός μαθητής δυστυχώς… κανένας δε με δέχτηκε. Όμως ο Γυμνασιάρχης του 2ου Γυμνασίου Χανίων (κος Κακαβελάκης) μάς πρότεινε να τον επισκεφτούμε ξανά σε 2 ημέρες για να μας ενημερώσει εάν μπορούσε να με δεχτεί ή όχι. Πράγματι, σε 2 ημέρες τον επισκεφτήκαμε ξανά, με δέχτηκε υπό όρους ότι θα είμαι ήσυχο και καλό παιδί και φυσικά ότι θα συνεχίσω να είμαι καλός μαθητής, όπως και υποσχέθηκα».
«Όσο διαρκούσε η φοίτησή μου στο Γυμνάσιο, τις Κυριακές εργαζόμουν (χωρίς να μου το επιβάλει κανένας) – πουλούσα κουλούρια έξω από τις εκκλησίες με ένα ποδήλατο που είχα αγοράσει με δικά μου χρήματα, ενώ τα καλοκαίρια πουλούσα στις παραλίες βραστά καλαμπόκια διότι έβλεπα ότι η οικογένειά μου είχε ακόμα ανάγκη. Όχι μόνο πουλούσα τα καλαμπόκια αλλά έπρεπε και να τα αγοράζω. Σηκωνόμουν πολύ πρωί, πήγαινα στη λαϊκή αγορά, τα αγόραζα, τα έβαζα σ’ ένα καροτσάκι που διέθετα τότε, τα πήγαινα στο σπίτι, τα έβραζα και κατά τις 10:00 το πρωί έπρεπε να βγω ξυπόλητος στις παραλίες για την πώληση. Σας βεβαιώνω ότι ήταν μια πολύ επικερδής επιχείρηση».
«Παράλληλα, ενόσω βρισκόμουν στη λαϊκή αγορά, μάζευα πεταμένα (άχρηστα) καρπούζια, ντομάτες, κολοκύθια και ό, τι άλλο λαχανικό έτρωγαν τα ζώα που εξέτρεφε η μητέρα μου, τα έβαζα όλα στο καροτσάκι και τα πήγαινα σπίτι. Θα πρέπει να σας πω επίσης ότι δεδομένου ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και τα σταθερά ήταν λιγοστά, αποτελούσα τον έμπιστο μεταφορέα πολλών πλουσίων επιχειρηματιών των Χανίων κάνοντας για λογαριασμό τους διάφορα προσωπικά θελήματα που απαιτούσαν απόλυτη εχεμύθεια. Με καλούσαν, μου έδιναν το γράμμα, το δέμα, το δώρο ή τα ψώνια που ήθελαν να στείλουν σε διάφορες κυρίες και ως αντάλλαγμα έπαιρνα μια καλή αμοιβή…».
Ο ΚΑΝΑΔΑΣ
«Μετά το πέρας της θητείας μου στην Αεροπορία «υπέβαλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην Καναδική Πρεσβεία»… Τελικά, «προσκλήθηκα από την Καναδική Πρεσβεία να πάω στην Αθήνα για τις απαραίτητες εξετάσεις (ιατρικές και αγγλικής γλώσσας), για να με δουν από κοντά και φυσικά για να προσκομίσω και όλα τα υπόλοιπα δικαιολογητικά. Τελικά ειδοποιήθηκα ότι είμαι σε θέση να μεταναστεύσω στο Μόντρεαλ του Καναδά. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1962 (ημέρα Σάββατο) με βερεσέ εισιτήρια και με 100 δολάρια στην τσέπη, μπήκα στο αεροπλάνο για το μεγάλο ταξίδι και έφτασα στις 23:00 στο αεροδρόμιο του Μόντρεαλ (Dorval, Pierre Elliott Trudeau όπως ονομάζεται σήμερα). Από τότε και πέρα ξεκίνησε… το μεγάλο μου μαρτύριο, διότι πρώτον δεν είχα συγγενείς να με φιλοξενήσουν ούτε μέρος να μείνω, δεύτερον τα χρήματα που είχα στη διάθεσή μου θα διαρκούσαν μόνο λίγες ημέρες και τρίτον ο ρουχισμός της Ελλάδας δεν άρμοζε στις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στον Καναδά. Σεπτέμβριος – αρχές Οκτωβρίου στον Καναδά σημαίνει χειμώνας».
«Όμως δεν το έβαλα κάτω. Είπα στον ταξιτζή που με πήρε από το αεροδρόμιο να με πάει σε κάποιο φθηνό ξενοδοχείο. Τη 2η κιόλας μέρα μού βρήκε δουλειά το κράτος. Με τον μισθό που έπαιρνα ίσα – ίσα τα βόλευα. Σιγά – σιγά αγόρασα ρούχα και παπούτσια για να μην κρυώνω, αποπλήρωσα τα αεροπορικά μου εισιτήρια, έστειλα και ένα μικροποσό στον Άγιο Νεκτάριο στη γειτονιά μου στα Παχιανά που χτιζόταν εκείνα τα χρόνια και είχε ανάγκη οικονομικής βοήθειας, όσο είχα και εγώ ανάγκη προστασίας στις δύσκολες μέρες που περνούσα. Στη συνέχεια, γνωρίστηκα με άλλους Έλληνες και άρχισε η ζωή να κυλά κάπως ομαλά, παρ’ όλες τις παγίδες που έπρεπε να αποφύγω όντας μόλις 23 ετών. Ναρκωτικά, τυχερά παιχνίδια, αλητείες, γυναίκες και πολλά άλλα, που δυστυχώς επέβαλε η μοναξιά, προκάλεσαν άσχημα πολλούς γνωστούς μου Έλληνες μετανάστες. Εγώ όμως τήρησα τις αρχές μου».
«Τα βράδια πήγαινα σε κρατικό αγγλικό σχολείο (δωρεάν φοίτησης) ώστε να βελτιώσω τα Αγγλικά μου διότι χωρίς την άριστη γνώση της γλώσσας δεν μπορούσε να σημειωθεί πρόοδος, αφού σκοπός μου ήταν να γίνω επιχειρηματίας. Με τον καιρό έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Βιομηχανίας του Καναδά και απέκτησα το Πτυχίο Ηλεκτρολόγου, ενώ αμέσως έγινα μέλος του Σωματείου Ηλεκτρολόγων με αποτέλεσμα να ανοιχτεί διάπλατα ο δρόμος για καλές εργασίες».
«Το Σωματείο με σύστησε και με προσέλαβε εργολάβος ο οποίος τοποθετούσε σιδεροκολώνες υψηλής τάσης στα βουνά και στις πεδιάδες του Καναδά για λογαριασμό της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Έφτασα μέχρι την Αλάσκα – ήταν 3 χρόνια σκληρής εργασίας (με κρύο -20°C, -40°C και πολύ χιόνι) αλλά πολύ προσοδοφόρας οικονομικά. Με τα χρήματα που μάζεψα άλλαξα δουλειά και έγινα εργολάβος οικοδομών με τη βοήθεια ενός φίλου Χανιώτη, ο οποίος ήδη ασχολείτο πάνω σε αυτόν τον τομέα. Πραγματοποιούσα αγοραπωλησίες ακινήτων και αυτοκινήτων και όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Σημειώνω δε ότι αγόρασα Εστιατόριο και Συνεργείο Αυτοκινήτων (βαφείο και φανοποιείο) χωρίς να έχω ιδέα από αυτά τα επαγγέλματα. Μετά την πάροδο 5 ετών, το 1967 επέστρεψα στην Ελλάδα για 3 μήνες…».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο κ. Σβουράκης περιγράφει πώς γνώρισε και παντρεύτηκε τη σύζυγό του, μιλά για τον «ερχομό» των δύο παιδιών του και αναφέρεται στην επιστροφή στα πάτρια εδάφη, το 1976, μετά από 14 χρόνια παραμονής στον Καναδά.
«Αφού πια τακτοποιηθήκαμε, έπρεπε να επενδύσουμε τα χρήματα που φέραμε από τον Καναδά σε κάποια επιχείρηση, η οποία θα ήταν επικερδής, ει δυνατόν πρωτότυπη για τα Χανιά και, γιατί όχι, για όλη την Κρήτη. Είχα πολλές ιδέες και σκέψεις τις οποίες συγκέντρωνα στο μυαλό μου από χρόνια πριν επιστρέψω στην Ελλάδα για να τις υλοποιήσω στα Χανιά, όπως η κατασκευή ενός mini συγκροτήματος βιοτεχνικού πάρκου όπου θα στέγαζα συνεργεία αυτοκινήτων όπως μηχανουργεία, φανοποιεία, ηλεκτρολογεία, βουλκανιζατέρ, φρεναντζίδικα και γενικά ό, τι έχει σχέση με το αυτοκίνητο και εγώ να έχω ένα κατάστημα (αποθήκη) να τους πουλάω ανταλλακτικά. Επίσης, είχα σκοπό να κατασκευάσω κτίριο με κατάλληλη υποδομή για να στεγάσω όλους τους δικηγόρους των Χανίων μαζί, ή αντίστοιχο κτίριο για τους γιατρούς (Medical Building) όπως υπήρχαν και στον Καναδά. Όμως καμία από αυτές τις ιδέες δεν υλοποιήθηκε».
«Με συζητήσεις και έρευνες που έκανα σε όλη την Κρήτη διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε εργοστάσιο παραγωγής οξυγόνου, αυτό το σπουδαίο στοιχείο για την υγεία των Κρητικών, αλλά συνάμα απαραίτητο και για τη βιομηχανία – βιοτεχνία αφού μαζί με την ασετιλίνη χρησιμοποιείται για την κοπή και συγκόλληση μετάλλων. Οι φιάλες τότε μεταφέρονταν κενές στην Αθήνα με τεράστιο κόστος και επέστρεφαν γεμάτες. Έτσι λοιπόν με ειδικούς με τους οποίους πραγματοποίησα έρευνα περί της συγκεκριμένης επένδυσης συμπέρανα ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για να προχωρήσω – επικοινώνησα με τα Νοσοκομεία, τις Κλινικές και το Ναύσταθμο Κρήτης με σκοπό να μάθω τις τιμές με τις οποίες αγόραζαν από Αθήνα, όπως επίσης και τις καταναλώσεις τους – το συμπέρασμα ήταν εύκολο… έπρεπε να προχωρήσει η συγκεκριμένη επένδυση».
«Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε έρευνα για την αγορά οικοπέδου και μηχανολογικού εξοπλισμού και έτσι τον Απρίλιο του 1977 ιδρύθηκε η ομόρρυθμη εταιρεία και αγοράστηκε οικόπεδο 4.500 τ.μ. στα Καθιανά Ακρωτηρίου, όπως επίσης και ο μηχανολογικός εξοπλισμός από το Μιλάνο της Ιταλίας για την παραγωγή και εμφιάλωση ασετιλίνης σε κτιριακές εγκαταστάσεις 800 τ.μ. (ξεκίνησα πρωτίστως με την παραγωγή ασετιλίνης διότι τα μηχανήματα ήταν ετοιμοπαράδοτα). Πρώτοι πελάτες ήταν ο Ναύσταθμος Κρήτης και όλες οι κρητικές βιοτεχνίες στις οποίες ήταν απαραίτητο το προϊόν».
«Έτσι λοιπόν, τον Μάρτιο του 1981 μετέτρεψα την ομόρρυθμη σε ανώνυμη εταιρεία την οποία ονόμασα ΜΟΒΙΑΚ Α.Ε. (ΜΟνοπωλιακά ΒΙομηχανικά Αέρια Κρήτης) και επέκτεινα τις κτιριακές εγκαταστάσεις 1.200 τ.μ. επιπλέον. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε η αγορά και εγκατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού παραγωγής και εμφιάλωσης οξυγόνου τον Μάιο του ίδιου έτους. Την εταιρεία την ονόμασα έτσι διότι αφενός ήταν πράγματι μονοπωλιακή εταιρεία στην Κρήτη στο είδος της και αφετέρου εκείνα τα χρόνια το μονοπώλιο είχε υποστήριξη από το Κράτος (επιδοτήσεις, επενδυτικά προγράμματα κλπ). Όμως το 1999, το μονοπώλιο σταμάτησε να υποστηρίζεται – αντιθέτως μάλιστα. Ήταν πρόκληση. Οπότε έπρεπε να αλλάξει η λέξη «Μονοπωλιακά» χωρίς όμως να αλλάξει η επωνυμία ΜΟΒΙΑΚ καθώς όλοι γνώριζαν την εταιρεία έτσι. Το μετέτρεψα σε ΜΟνάδα Βιομηχανικών Ιατρικών Αερίων Κρήτης και το δημοσίευσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 9074/12-11-1999). Έτσι παραμένει ως σήμερα».
Τα υπόλοιπα είναι, λίγο – πολύ γνωστά. Έκτοτε η οικογένεια Σβουράκη έχει επεκτείνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Ομίλου ΜΟΒΙΑΚ (PYROMEDICAL ΕΠΕ, ΠΥΡΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΕ, MOBIAKCare) με τον κ. Σβουράκη να επισημαίνει στην αυτοβιογραφία του ότι «με συνείδηση του ιδιαίτερου ρόλου των εταιρειών που δημιούργησα υπό τη σκέπη του Ομίλου ΜΟΒΙΑΚ, στους ευαίσθητους κλάδους των πυροσβεστικών ειδών, των αερίων και των ιατρικών μηχανημάτων, αλλά και σε ανταπόκριση της εμπιστοσύνης των συνεργατών μας, υπόσχομαι τη συνέχιση των προσπαθειών για συνεχή ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων και υπηρεσιών μας».