Η εταιρεία Belvedere -που έχει εκμισθώσει τα κτήρια ιδιοκτησίας του Πολυτεχνείου Κρήτης στον λόφο Καστέλι, μετά από ανοιχτό δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό- δεν απευθύνει καμία άμεσα ή έμμεση απειλή προς τον Δήμο Χανίων και το Δημοτικό Συμβούλιο με την πεντασέλιδη επιστολή της, την οποία απέστειλε στη Δημοτική Αρχή και σε όλες τις παρατάξεις, επισήμανε σήμερα η νομική εκπρόσωπος της εταιρείας, Στέλλα Βαλάνη, μιλώντας στον Αντέννα Δυτικής Κρήτης 97,1 και τους δημοσιογράφους Μανώλη Κονσολάκη και Γιώργο Γεωργακάκη (εκπομπή «Μικρόφωνο για 2»).
«Άκουσα πάρα πολλά και είδα πολλά», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Βαλάνη, κληθείσα να σχολιάσει το γεγονός πως η εταιρεία, στην επιστολή της, ενημερώνει ότι αν ληφθούν αποφάσεις οι οποίες δεν στηρίζονται στην κείμενη νομοθεσία, θα προσφύγει στην ελληνική δικαιοσύνη «… για την αναζήτηση αποζημιώσεων λόγω της τυχόν ματαίωσης της επένδυσης…».
«Δεν είναι απειλή αυτό. Προς Θεού. Είναι η νόμιμη συνέπεια τυχόν μη αιτιολογημένων και παράνομων πράξεων της Διοίκησης. Δεν είναι καθόλου απειλή. Όπως επίσης στην επιστολή αναφέρουμε για την αποζημίωση του ακινήτου, την οποία προβλέπουν το Σύνταγμα και ο Κώδικας Απαλλοτριώσεων. Δεν τα λέμε εμείς», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Βαλάνη.
Και πρόσθεσε: «Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν αιτιολογημένες και στοιχειοθετημένες αποφάσεις από την πλευρά της Διοίκησης προφανώς θα προσφύγουν οι άνθρωποι στα δικαστήρια, όπως θα έκανε ο καθένας μας. Εδώ ένα πρόστιμο σου βάζει η Αστυνομία και όταν δεν το στοιχειοθετεί και δεν υπάρχει νόμιμη αιτιολογία έχεις το δικαίωμα να κάνεις προσφυγή. Το ίδιο πράγμα ακριβώς, όπως δηλαδή ο κάθε έλληνας πολίτης, ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον προσφεύγει κατά της Διοίκησης σε περίπτωση που θεωρεί ότι βάλλεται από την απόφασή της, το ίδιο θα κάνουν και οι επενδυτές».
Η ίδια σημείωσε, κατά την έναρξη της συνέντευξης, πως «δεν ξέρω γιατί έχει πάρει τέτοια έκταση το θέμα» (σ.σ.: της αξιοποίησης των κτηρίων στον λόφο Καστέλι). «Αντιλαμβάνομαι, όχι ως δικηγόρος, αλλά ως έλληνας πολίτης ότι δυστυχώς στην Ελλάδα όλα γίνονται και για πολιτικούς και ψηφοθηρικούς λόγους -αυτό το αντιλαμβανόμαστε όλοι- απλά το θέμα είναι τελικά ποιος είναι ο τελικός αποδέκτης, δηλαδή ποιος πληρώνει τον βαρκάρη».
Και συνέχισε: «Πρώτα – πρώτα να πούμε ότι μιλάμε για ένα ιδιωτικό ακίνητο, το οποίο ανήκει στην Εταιρεία Αξιοποίησης της Περιουσίας του Πολυτεχνείου Κρήτης. Δεν μιλάμε για ένα δημόσιο κτήριο. Μιλάμε για ένα νόμιμο διαγωνισμό, για μία πρόσκληση ενδιαφέροντος που έγινε το 2016, όπου συμμετείχαν και άλλες εταιρείες πέραν αυτής που εκπροσωπώ, και τελικά κατοχυρώθηκε σ’ εμάς ως πλειοδότες, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις και συγκεκριμένη σύμβαση, η οποία υπογράφηκε το 2017, η οποία μάλιστα προβλέπει, ως δέσμευση της μισθώτριας εταιρείας που εκπροσωπώ, την υποχρέωση της εταιρείας να επιτρέπει την πρόσβαση του κοινού σε συγκεκριμένους χώρους χωρίς αντίτιμο».
Αναφερόμενη στη συζήτηση που έχει ανοίξει, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου των Χανίων, για τις χρήσεις γης στον λόφο Καστέλι και την πρόταση για «κοινωφελείς λειτουργίες» (Εκπαίδευση, Πολιτισμός, Πρόνοια κ.λπ.) όσον αφορά στα τρία κτήρια του Πολυτεχνείου Κρήτης, η νομική εκπρόσωπος της εταιρείας Belvedere σημείωσε πως όταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης έχει ξεκαθαρίσει ότι με βάση τον σχεδιασμό του αφ’ ενός δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα κτήρια για εκπαιδευτικούς σκοπούς και αφ’ ετέρου ότι δεν διαθέτει τους οικονομικούς πόρους για την αποκατάσταση του κτηρίου της πρώην Μεραρχίας, «μας μένουν ο Πολιτισμός και η Πρόνοια. Ο Πολιτισμός και η Πρόνοια είναι χρήσεις που πρέπει να απαλλοτριωθούν, δηλαδή να καταβληθεί πλήρης αποζημίωση στον ιδιοκτήτη προκειμένου να δεσμεύσει ο Δήμος ένα χώρο για κοινωφελείς χρήσεις. Σε αυτή την περίπτωση, και για όσα χρόνια διαρκέσουν αυτές οι διαδικασίες, το ακίνητο δεν θα μπορεί ν’ αξιοποιηθεί και όλη η περιοχή θα συνεχίσει να υποβαθμίζεται σημαντικά, γιατί όλοι ξέρουμε ότι αυτό το κτήριο τελούσε υπό κατάληψη 16 χρόνια και μόλις το 2020 έγινε η εκκένωσή του. Αυτή η περιοχή θα συνεχίζει να υποβαθμίζεται, θα ελλοχεύει ο κίνδυνος κατάρρευσης και τελικά ο αποδέκτης της βλάβης θα είναι οι δημότες της πόλης των Χανίων και πάλι. Σέβομαι όλες τις απόψεις. Δημοκρατία έχουμε. Ο καθένας μπορεί να λέει την άποψή του, από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει το Σύνταγμα, υπάρχουν οι νόμοι, υπάρχουν τα πραγματικά δεδομένα, που νομίζω ότι θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε μία απόφαση, η οποία θα είναι προς το κοινό συμφέρον όλων», σημείωσε η κα Βαλάνη.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η κα Βαλάνη είπε ότι «προφανώς και έχει το δικαίωμα ο Δήμος Χανίων να κάνει ό,τι θέλει. Απλά, αυτό που τονίζουμε ως νομική ομάδα -γιατί δεν είμαι μόνη μου, στην επιστολή αυτή, μιλώ ως εκπρόσωπος της νομικής ομάδας της εταιρείας- είναι ότι αυτό που πρέπει να κάνει και αυτό που επιτάσσει το Σύνταγμα είναι ότι γι’ αυτή την απόφαση» (σ.σ.: αλλαγή των χρήσεων γης επί τα χείρω) «θα πρέπει να συντρέχουν ειδικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Και οι ειδικοί αυτοί λόγοι πρέπει να τεκμηριώνονται από ειδική επιστημονική μελέτη. Δηλαδή -τουλάχιστον στη δική μας την ομάδα των μηχανικών και των πολεοδόμων, η οποία σας πληροφορώ ότι ασχολείται με πάρα πολλά πολεοδομικά σχέδια ανά την Ελλάδα- δεν έχει ξανασυμβεί, εμβόλιμα, μέσα σε μία διαδικασία αναθεώρησης Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, που υπάρχουν προβλεπόμενα στάδια και διαδικασίες να έρχεται -αν έρχεται, δεν το ξέρω, εγώ σας λέω τι διαβάζουμε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης- μια ειδική συνεδρίαση για ένα συγκεκριμένο κτήριο, η οποία θα προκαταβάλλει το μελετητικό έργο των επιστημόνων πολεοδόμων, αν δεν τους δεσμεύσει κιόλας. Οι επιστήμονες πολεοδόμοι θα πρέπει ν’ αφεθούν ελεύθεροι να επιλέξουν τις προτάσεις τους, με βάση τη συλλογική ταυτότητα της περιοχής, με βάση το τουριστικό της πρόσημο, χωρίς να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη και με βάση τα πολεοδομικά και χωροταξικά κριτήρια που οι ίδιοι οι επιστήμονες – πολεοδόμοι μελετητές έχουν αρμοδιότητα να προτείνουν και να κρίνουν. Προφανώς ο Δήμος είναι αυτός που θ’ αποφασίσει τελικά για τις χρήσεις και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της περιοχής του. Σίγουρα δεν θ’ αποφασίσω εγώ. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αλλά νομίζω ότι θα πρέπει αυτή η απόφαση να προβλέπει κάποια πράγματα και να είναι στοιχειοθετημένη και αιτιολογημένη ειδικά. Αυτό το λέει και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όλη η νομολογία. Δεν το λέω εγώ».
Η κα Βαλάνη επανέλαβε την πρόταση της εταιρείας, όπως εκφράστηκε στην πρόσφατη πεντασέλιδη επιστολή της, για μία συνάντηση – συζήτηση με τον Δήμο Χανίων «με τη συμμετοχή και του Πολυτεχνείου Κρήτης, ως ιδιοκτήτη της περιοχής, για να ξεκινήσει μία κουβέντα για το κατά πόσο μπορεί αυτό το πράγμα να γίνει ή δεν μπορεί, κατά τη δικιά μας άποψη. Επαναλαμβάνω: δεν αποφασίζουμε εμείς».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, η κα Βαλάνη ανέφερε ότι οι επενδυτές σέβονται απόλυτα τις αποφάσεις της Αρχαιολογίας και πρόσθεσε ότι από το 2017, όταν υπεγράφη η σύμβαση για την επένδυση, μέχρι και τον Αύγουστο του 2020, όταν έγινε η εκκένωση τού υπό κατάληψη κτηρίου, «οι άνθρωποι αυτοί, σεβόμενοι τις τοπικές ιδιαιτερότητες της περιοχής και την κατάληψη της Rosa Nera, πλήρωναν, επί τρία χρόνια, όπως υποχρεούνταν, βέβαια, από τη σύμβαση, όλους τους λογαριασμούς, ηλεκτρικό, νερό, κ.λπ.».
Μάλιστα, η κα Βαλάνη αποκάλυψε ότι οι επενδυτές ήρθαν σε επαφή με μέλη της Rosa Nera –«νομίζω με οκτώ άτομα που ήταν μέσα στο κτήριο», είπε χαρακτηριστικά, στα οποία πρότειναν «να τους βοηθήσουν με τη μετεγκατάστασή τους σε κάποιον άλλο χώρο». «Ήταν όλα αυτά κατανοητά. Σεβόμενοι, λοιπόν, όλη αυτή την ιδιαιτερότητα πληρώνανε επί τρία χρόνια τα πάντα όλα και ούτε προέβησαν σε διακοπή ρεύματος, ούτε τίποτα. Που θα μπορούσαν, όπως αντιλαμβάνεστε, όπως κάθε μισθωτής, να το κάνουν», επανέλαβε η κα Βαλάνη.
Ερωτηθείσα αν η εταιρεία, δεδομένου ότι από την υπογραφή της σύμβασης εκμίσθωσης των κτηρίων (Αύγουστος 2017) μέχρι και σήμερα έχουν περάσει τριάμισι χρόνια, θα συνεχίσει να προσπαθεί να υλοποιήσει τη σχεδιαθείσα επένδυση, υπογράμμισε ότι «δεν είμαι ούτε διαχειριστής της εταιρείας, ούτε μέτοχος, ούτε λογιστής, ούτε οικονομικός σύμβουλος. Αυτό θα το κρίνει η εταιρεία, με βάση τους οικονομικούς της συμβούλους, το κατά πόσον αυτή η επένδυση μπορεί, έστω και με την καθυστέρηση των τεσσάρων ετών ν’ αποσβεστεί και ν’ αποφέρει κέρδη ή όχι. Αυτό δεν το ξέρω εγώ».
Τέλος, η κα Βαλάνη ανέφερε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι η εταιρεία Belvedere δεν έχει ζητήσει τη φύλαξη των κτηρίων από (ισχυρές) αστυνομικές δυνάμεις, όπως συμβαίνει καθημερινά, από την εκκένωση της κατάληψης, στις 5 Σεπτεμβρίου 2020, μέχρι και σήμερα.