Δυσοίωνα είναι τα στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα, σύμφωνα με το προγνωστικό μοντέλου που «τρέχει» η ομάδα του καθηγητή Πνευμονολογίας, διευθυντή της Πνευμονολογικής κλινικής στο ΠΑΓΝΗ και αντιπροέδρου της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Νίκου Τζανάκη, ο οποίος μίλησε σήμερα στον Αντέννα Δυτικής Κρήτης 97,1 και τους δημοσιογράφους Μανώλη Κονσολάκη και Γιώργο Γεωργακάκη (εκπομπή «Μικρόφωνο για 2»).
Ο κ. Τζανάκης έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην ατομική ευθύνη όλων μας, το μόνιμο μέτρο, όπως είπε για να καταπνίξουμε την πανδημία και υπογράμμισε ότι τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση «βοηθούν στο να μη γίνουμε Πορτογαλία, να πάμε στις 4.000-5.000 κρούσματα» και ότι τα κρούσματα που «δίνει» το μοντέλο του για το επόμενο τουλάχιστον εικοσαήμερο είναι προεξοφλημένα.
«Για το επόμενο δεκαπενθήμερο, ο κυλιόμενος μέσος όρος που εγώ δίνω θα είναι μεταξύ 1.800 και 2.200 κρούσματα, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Οπότε θα έχουμε 4ψήφια νούμερα μέχρι τις 15 του Μάρτη το λιγότερο, αλλά θα έχουμε σαφή τάση αποκλιμάκωσης».
«Αυτό το διάστημα, αυτές τις μέρες ζούμε την κορύφωση της επιδημικής καμπύλης των κρουσμάτων. Επομένως για τις επόμενες 5-10 μέρες θα βλέπουμε τετραψήφια νούμερα. Το καλύτερο νούμερο που μπορεί να δούμε είναι 1.800, αλλά μπορεί και να προσεγγίσει και να ξεπεράσουμε τα 2.300. Ο μέσος όρος θα είναι από 2.200 και 2.600 τις περισσότερες ημέρες» εκτίμησε ο κ. Τζανάκης, υπογραμμίζοντας ότι τα νούμερα των κρουσμάτων αναμένεται να μειωθούν ικανοποιητικά γύρω στο Πάσχα.
«Υπολογίζω ότι αυτό το κύμα θα αποκλιμακωθεί πάρα πολύ αργά, μέχρι σχεδόν τέλος του Απριλίου. Μέσα Απριλίου δεν θα έχουμε πέσει κάτω από τα 1.000 κρούσματα. Θα πέσουμε ίσως το Πάσχα κάτω από τα 1.000 κρούσματα, με προσέγγιση προς τα 500, αυτό είναι μια εμπειρική μακροχρόνια πρόβλεψη που μπορώ να κάνω», σημείωσε ο κ. Τζανάκης, προσθέτοντας ότι όλα αυτά θα συμβούν αν δεν παρέμβουν άλλοι δυναμικοί παράγοντες και αν τηρήσουμε στοιχειωδώς, όχι τα lockdown, αλλά κυρίως τα ατομικά μέτρα προστασίας.
Πώς επηρεάζει τη μεταδοτικότητα η άνοδος της θερμοκρασίας
Ερωτηθείς για το πώς επηρεάζει τη μεταδοτικότητα η άνοδος της θερμοκρασίας, ο κ. Τζανάκης είπε ότι «κάθε βαθμός θερμοκρασίας που ανεβαίνει, ρίχνει περίπου 3% τη μεταδοτικότητα. Δηλαδή αν πάμε Απρίλιο – Μάιο στους 25 βαθμούς τότε θα περιμένουμε μια μείωση της μεταδοτικότητας κατά 20-30% περίπου, γεγονός που είναι πολύ σημαντικό, γιατί θα είναι σαν να κάνουμε ένα καλό lockdown. Μαζί με τους εμβολιασμούς, αυτοί οι δύο παράγοντες είναι δραστικοί για να πούμε ότι θα μειώσουμε τα κρούσματα».
«Η βρετανική μετάλλαξη έχει επικρατήσει σχεδόν σε όλη την Κρήτη»
Στο ερώτημα αν θα έπρεπε όλη η Κρήτη να ενταχθεί στο «βαθύ κόκκινο» εξαιτίας του υψηλού αριθμού κρουσμάτων που καταγράφονται τις τελευταίες ημέρες, λόγω και της επικράτησης της βρετανικής μετάλλαξης του κορωνοϊού, ο κ. Τζανάκης εξήγησε ότι «από μόνη της η βρετανική μετάλλαξη δεν σημαίνει ότι βάζουμε μια περιοχή στο “κόκκινο”. Πρέπει να είναι τα κρούσματα αρκετά, να υπάρχει διασπορά στην κοινότητα. Δυστυχώς υπάρχει διασπορά στην κοινότητα στην Κρήτη”, είπε και πρόσθεσε ότι «το lockdown προσπαθεί να ρίξει τα κρούσματα και να περιορίσει τη διασπορά προκειμένου να μην πιεστούν οι υγειονομικές δομές. Δεν καταπνίγει την πανδημία. Το μόνιμο μέτρο που θα την καταπνίξει είναι η ατομική μας ευθύνη» η οποία σύμφωνα με τον κ. Τζανάκη δεν υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, «θέλει βελτίωση» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Διπλή μάσκα και εμβολιασμοί
Ατομική ευθύνη, διπλές μάσκες στους δημόσιους χώρους, εμβολιασμό όλων και γρήγορα και εξέταση του τρόπου λειτουργίας των σχολείων, δεδομένης της επικράτησης της βρετανικής μετάλλαξης στην Κρήτη, είναι τα μέτρα τα οποία μακροχρόνια δημιουργούν συνθήκες μια μόνιμης αντιμετώπισης του προβλήματος, σύμφωνα με τον καθηγητή.
Ο κ. Τζανάκης επισήμανε ότι θα έπρεπε να καθιερωθεί η χρήση διπλής μάσκας, ειδικά στους δημόσιους χώρους, ενώ για τους εμβολιασμούς σημείωσε ότι «πρέπει να εμβολιαστούν οι πάντες και γρήγορα».
«Το ιικό φορτίο είναι κάτι το οποίο πρέπει να δούμε με μεγάλη προσοχή. Θα πρέπει να το βλέπουμε ως τάση», είπε ακόμη ο κ. Τζανάκης και εξέφρασε τον προβληματισμό του για τη μέθοδο που ακολουθείται στις αναλύσεις των λυμάτων από τον ΕΟΔΥ. «Πρέπει να “στανταριστεί” η μέθοδος για να μπορέσουμε να βγάλουμε συμπέρασμα», τόνισε ο καθηγητής.