Δύο είναι τα μεγάλα λάθη που επιβάλλεται να αποφεύγει κάποιος στον χώρο της πολιτικής. Το πρώτο, να μην τη θεωρεί στατική. Το δεύτερο, να μην υποτιμά τον αντίπαλο. Άλλωστε, όποιος μπορεί να αποκρυπτογραφεί σωστά τις συνεχώς μεταβαλλόμενες εξελίξεις το αντιλαμβάνεται εύκολα, παρακάμπτοντας τις αγκυλώσεις και τις νάρκες. Και τούτο διότι τίποτα δεν μένει σταθερό. Και κυρίως γιατί δεν πρέπει να προσμετρούμε τους ανταγωνιστές μας με υπέρμετρες βεβαιότητες.
Ουσιαστικά, η πολιτική ζωή του τόπου κινείται όπως το εκκρεμές, επηρεαζόμενη από τις κυρίαρχες κατά περιόδους κοινωνικές τάσεις και αξίες, καθώς και από τις διεργασίες που συντελούνται διαρκώς. Στα χρόνια της χρεοκοπίας ήταν εύλογο να επικρατεί στην πλειονότητα των πολιτών η τιμωρητική διάθεση έναντι των παλιών κομμάτων εξουσίας. Κάτι που σταδιακά εξασθένισε. Έτσι, εξάλλου, μεταβλήθηκαν και οι κομματικοί συσχετισμοί.
Στο νέο τοπίο που διαμορφώθηκε η προσδοκία διαδέχθηκε την αποστροφή. Η μετάβαση της χώρας σε μια καινούργια πραγματικότητα κατέστησε ζωτική προτεραιότητα την προσαρμογή των πολιτικών δυνάμεων. Ο βαθμός ανταπόκρισής τους δείχνει αν είναι σε θέση να ερμηνεύσουν και να παρακολουθήσουν τις αναδιατάξεις και ανακατατάξεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαπιστώνοντας εγκαίρως τις αλλαγές στο κοινωνικό σώμα, ακολούθησε εύστοχη στρατηγική, η οποία του βγήκε. Τώρα κατά την πρωθυπουργία του, επιχειρεί να την υπηρετήσει, αν και υποκύπτει σε παλινωδίες και αμφιταλαντεύσεις, ακόμη και υποχωρήσεις. Ο τρόπος που διαχειρίζεται τα μείζονα προβλήματα το επιβεβαιώνει.
Το βέβαιο είναι ότι αξιοποιώντας το πολιτικό κεφάλαιο που δημιούργησε διασφαλίζει υπεροχή. Ωστόσο, συνιστά λάθος αν αντιμετωπίζει την αναμφισβήτητη κυριαρχία του, ως δεδομένη. Το ίδιο θα πράξει αν υποτιμήσει τον αντίπαλό του Αλέξη Τσίπρα. Ακόμη και αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε δυσαρμονία με την τωρινή εποχή.
Η ιστορία μάς αποκαλύπτει ότι η σιγουριά και η αυταρέσκεια είναι πάντα κακοί σύμβουλοι. Εμποδίζουν τους πρωταγωνιστές να έχουν αυθεντική σχέση με τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Τους στερούν τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζουν τις πολιτικές τους όταν καθίσταται απαραίτητη η αλλαγή προσέγγισης και πλεύσης. Η συγκεκριμένη αδυναμία στέκεται τροχοπέδη για τη διατήρηση και διεύρυνση της απήχησης και της αποδοχής τους.
Η δυστοκία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσδώσει πρακτικό αντίκρισμα στον διακηρυγμένο στόχο του, στη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε σοβαρό κόμμα είναι πασιφανής. Πρωτίστως οφείλεται στο ότι δυσκολεύεται να θεμελιώσει φρέσκο και ελκυστικό δημόσιο λόγο. Απεναντίας βλέπει την πολιτική ως μία στατική υπόθεση με παγιωμένες ιδέες και μαρμαρωμένες απόψεις. Ο ιδεολογικοπολιτικός του εξοπλισμός είναι εμφανές πως παραπέμπει στο παρελθόν. Αρμόζει σε ένα παρωχημένο κόμμα μιας ανεπίκαιρης και οπισθοδρομικής αριστεράς. Δεν προσφέρεται για κομματικό σχηματισμό που υποτίθεται ότι θέλει να εκφράσει μια σύγχρονη κεντροαριστερή δύναμη.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν υποτιμά μονάχα την προσαρμογή στο διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, αλλά και τον αντίπαλό του Κυριάκο Μητσοτάκη. Τοποθετώντας τον στο κάδρο της ακροδεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού, εκτοξεύει κατηγορίες εναντίον του, οι οποίες δεν πείθουν την ευρύτερη κοινή γνώμη. Αδυνατεί να επικοινωνήσει με τον αποκαλούμενο μεσαίο χώρο, που αν και επικρίνει αρκετούς κυβερνητικούς χειρισμούς, στέκεται θελκτικά στις απόψεις του πρωθυπουργού. Και το σημαντικότερο ο πρώην πρωθυπουργός καταγράφεται ως φορέας παλιών αντιλήψεων. Η επιμονή του σε δοκιμασμένα και ξεπερασμένα υποδείγματα, με πρώτο αυτό του κρατισμού, δεν του επιτρέπει να ενσαρκώσει μια επίκαιρη στρατηγική.
Πάντως και οι δύο πρωταγωνιστές θα δοκιμαστούν και θα κριθούν από την ικανότητά τους να απεξαρτηθούν από το λάθος να βλέπουν την πολιτική στατικά. Καθώς και από το εάν δεν υποτιμούν τον αντίπαλο.
* Ο κ. Γιώργος Πανταγιάς είναι σύμβούλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της POLITY A.E.
1 Σχόλιο
Στην ικανότητα να μην βλέπουν την πολιτική στατικά χωρίζει τον κ. Τσίπρα από τον κ. Μητσοτάκη μια άβυσσος. Γιατί λειτουργεί ο κ. Τσίπρας και όλος ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο πρωτόγονα είναι κάτι που δεν μπορεί να το καταλάβει ένας λογικός άνθρωπος, στην αρχή ναι, όλα αυτά οδήγησαν μέσα από λαϊκισμό και δημαγωγία στην εξουσία, αλλά τώρα δεν έχουν πια κανένα όφελος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορούν αλλιώς, αλλά γιατί; Πως είναι δυνατό έξυπνοι και μορφωμένοι άνθρωποι να είναι κολλημένοι στο παράλογο, για εμένα δεν έχει εξήγηση. Αν η ψυχολογία ήταν πραγματικά επιστήμη, θα έπρεπε να ψάχνουμε την απάντηση εκεί, τώρα απλά μένουμε με την απορία.