Η περασμένη Πέμπτη (25/1/2024) ήταν ημέρα με πολλαπλούς συμβολισμούς. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που θυμήθηκαν το τόσο μακρινό (το ανθρώπινο μυαλό απωθεί τις άσχημες στιγμές στο υποσυνείδητο) αλλά στην πραγματικότητα τόσο κοντινό εκλογικό θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε που ο Αλέξης Τσίπρας διθυραμβολογούσε ότι η «ελπίδα έγραψε ιστορία».
Μετά την άκαρπη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, μολονότι δεν είχε ολοκληρώσει το θεσμικό έργο της. Μια προσπάθεια ανάτασης ανατράπηκε τη στιγμή που είχε αρχίσει να αποδίδει κάποιους καρπούς. Από το εργαστήριο των «μαθητευόμενων μάγων» του ΔΝΤ μεταφερθήκαμε στο εργαστήριο των μαθητών της επαναστατικής γυμναστικής. Ένα έθνος πειραματόζωο στα χέρια ενός αποιδεολογικοποιημένου και ασυνάρτητου γκρουπούσκουλου.
Μη λησμονούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κομπορρημονούσε ότι ήρθε για «πρώτη φορά αριστερά» στην εξουσία (ανιστόρητο τσιτάτο γιατί τούτο είχε συμβεί ήδη από το 1981 σε τούτη τη χώρα) αλλά με το 36,34% που έλαβε στις εκλογές δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Χρειάστηκε η ακροδεξιά χείρα βοήθειας του Πάνου Καμμένου για να δημιουργηθεί ένα ασπόνδυλο, οπορτουνιστικό παλίμψηστο που κυβέρνησε τη χώρα επί 4 χρόνια και παραλίγο να την οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή.
Δέκα χρόνια μετά, η Ελληνική Βουλή θεσμοθέτησε την επιστολική ψήφο, αλλά μόνον για τις Ευρωεκλογές. Δεν γνωρίζω ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν ίσχυε το μακρινό 2014. Τι θα ψήφιζαν όσοι δεν σηκώθηκαν από τον καναπέ; Τι θα ψήφιζαν οι απόδημοι; Τι θα επέλεγαν οι νέοι που εγκατέλειψαν τη χώρα την περίοδο 2010 – 2014; Άλλωστε, στις εκλογές του 2014 η αποχή κυριάρχησε. Περισσότερο από 1.000.000 πολίτες επέλεξαν να παρακολουθούν αντί να συμμετάσχουν. Η απογοήτευση μετατράπηκε σε αποστροφή και σε μεγάλο βαθμό παραμένει μέχρι και σήμερα.
Στο πλαίσιο αυτό, η επιστολική ψήφος στοχεύει στη μείωση της αποχής διευκολύνοντας τον ψηφοφόρο – είτε βρίσκεται εντός της χώρας είτε εκτός αυτής (απόδημοι, τουρίστες κ.λπ.) – να εκφράσει την πολιτική βούλησή του επιτελώντας το σημαντικότερο καθήκον που προβλέπει το δημοκρατικό πολίτευμα. Βέβαια, η διαδικασία που ακολουθήθηκε στη βουλή και η στάση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης δεν συνέβαλαν τα μάλα στον ανωτέρω στόχο.
Η κυβέρνηση προσπάθησε ετσιθελικά και πρόωρα να καθιερώσει την επιστολική ψήφο και για τις βουλευτικές εκλογές (μολονότι απαιτείται ευρεία συναίνεση 200 βουλευτών προς τούτο) αποπειρώμενη την ψήφιση μιας εκπρόθεσμης τροπολογίας, ενώ η αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα) για άλλη μια φορά δεν μπόρεσε να σκεφτεί «έξω από το κουτί». Να μην πνιγεί στις γραμμές ενός κυβερνητικού νομοσχεδίου, αλλά να το υπερβεί. Να εκφράσει μεταρρυθμιστική ατζέντα που θα υπηρετεί καλύτερα το στόχο. Τι θα μπορούσε να κάνει;
Προφανώς το αίτημα καθιέρωσης της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας είναι πρόωρο για μια χώρα που έκανε 50 χρόνια να θεσπίσει την επιστολική ψήφο. Στην Ελλάδα θεωρούμε (ή καλύτερα θεωρούν οι πολιτικοί ταγοί μας) πιο εύλογο ή λιγότερο σημαντικό να χρησιμοποιούμε ηλεκτρονικά μέσα για να διαχειριζόμαστε τα χρήματά μας ή να εκθέτουμε προσωπικά δεδομένά μας σε σχέση με την ψηφοδοσία. Συνεπώς εάν ετίθετο θέμα να ψηφίζουμε με το κινητό ή με τη χρήση του υπολογιστή μας (με τους ίδιους μηχανισμούς ταυτοποίησης που ισχύουν στο ebanking) πολλοί θα μιλούσαν για διαβλητό σύστημα. Το ίδιο, άλλωστε, έκαναν κινδυνολογώντας και για την επιστολική ψήφο.
Εφόσον, όμως, τούτο φαίνεται πρόωρο γιατί να μην εκσυγχρονίσουμε την ίδια τη διαδικασία των εκλογών που είναι εξόχως διαβλητή; Γιατί να μη σκανάρονται τα ψηφοδέλτια και να ενημερώνονται αυτόματα ηλεκτρονικά βιβλία διαλογής ψήφων; Γιατί προτιμούμε να καταστρέφουμε ένα δάσος σε χαρτούρα στις εκλογές; Κάτι τέτοια και ακόμη καλύτερα θα μπορούσε να πει η αντιπολίτευση στη βουλή με αφορμή τη συζήτηση ενός νομοσχεδίου που ζητούμενο είχε τη μείωση της αποχής. Αλλά δεν τα είπε…
* Ο κ. Αργύρης Αργυριάδης είναι δικηγόρος