Τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις από τις διαστάσεις που λαμβάνει εσχάτως η άμετρη «αντιτουριστική καμπάνια» όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά γενικότερα σε όλες τις ευρωπαϊκές τουριστικές αγορές της Μεσογείου, κρούει ο πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Ρέτσος.
Σε μία συγκυρία όπως η φετινή, όπου οι ανοδικές επιδόσεις συνεχίζουν στις μεγάλες τουριστικές αγορές της Μεσογείου, αλλά και στη χώρα μας με αύξηση ήδη στο πρώτο εξάμηνο των διεθνών αεροπορικών και οδικών αφίξεων, σε διψήφιο ποσοστό, λίγο πάνω από το +10%, ο κλάδος βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι για την επόμενη μέρα με ζητούμενο «να μην οδηγηθούμε από την κορυφή, στη φθορά και την απαξίωση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Ο ίδιος δεν έχει πάψει να επαναλαμβάνει εμφατικά ότι θα πρέπει να υπάρξει ξεκάθαρη, συμφωνημένη και με κεντρικό διευθυντήριο στρατηγική στους ελληνικούς προορισμούς, με αυστηρές προϋποθέσεις και σε πρώτο πλάνο το χωροταξικό σχεδιασμό, ώστε να ελέγχεται και να μετριέται η φέρουσα ικανότητα των προορισμών.
Στη νέα τοποθέτησή του ο κ. Ρέτσος, διαπιστώνει σε εγχώρια, διεθνή ηλεκτρονικά μέσα και κοινωνικά δίκτυα «να είναι τελευταία σε εξέλιξη μία καλά οργανωμένη αντιτουριστική καμπάνια, η οποία απευθύνεται στο θυμικό των ανθρώπων και δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, αφού συνδέει άμεσα τη φθίνουσα ποιότητα της καθημερινότητας των ντόπιων, με την αυξημένη παρουσία τουριστών. Και το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνικό, αλλά παρουσιάζεται το ίδιο εμφατικά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου.
Τη στιγμή μάλιστα που εδώ και χρόνια στη χώρα μας, οι επίσημες φωνές του ιδιωτικού τουριστικού τομέα, διακηρύττουν σε κάθε τόνο πως δεν μπορούν να υπάρξουν ευχαριστημένοι τουρίστες, σε περιοχές που δεν είναι πρώτα ευχαριστημένοι οι κάτοικοί τους», όπως αναφέρει ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
«Ως λαός έχουμε μία μοναδική ικανότητα: ό,τι με κόπο και θυσίες κτίζουμε, να το αποδομούμε και να το δαιμονοποιούμε με συνοπτικές διαδικασίες. Ας μην επαναλάβουμε το ίδιο λάθος. Ο τουρισμός είναι χρήσιμος για την οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες. Έχει όμως και πολλές αδυναμίες. Ας επικεντρωθούμε στο πώς θα τις βελτιώσουμε και όχι στο πώς θα τις μεγεθύνουμε και θα τις αναδείξουμε διεθνώς, πυροβολώντας ακόμα μία φορά τα πόδια μας», δηλώνει ο κ. Ρέτσος.
Από την πλευρά του ο ΣΕΤΕ, ήδη μέσα στην πανδημία παρουσίασε ένα πλέγμα στρατηγικής για όλη τη χώρα, μέσω του Ινστιτούτου του ΙΝΣΕΤΕ, με ορίζοντα για τον κλάδο έως το 2030 με ανάλυση προορισμών, υφιστάμενων αγορών και προϊόντων αλλά κι έναν τεράστιο κατάλογο με έργα υποδομής ανά την Ελλάδα, ανάλογα με τον βαθμό ωριμότητάς τους, τα οποία δεν θα βοηθήσουν μονάχα τον τουρισμό, αλλά και την οικονομία στο σύνολό της.
Ο κ. Ρέτσος έχει αναφέρει επανειλημμένα την ανάγκη λήψης γενναίων αποφάσεων αλλαγής κατεστημένων που σίγουρα θα δυσαρεστήσουν, συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα όπου ο δημόσιος θα πρέπει να μάθει να λειτουργεί με όρους αγοράς και ο ιδιωτικός να αναλαμβάνει ουσιαστική ευθύνη και να «βάζει το χέρι στην τσέπη», πέρα από το απλά να ασκεί κριτική – και πολλά άλλα. «Αν συνεχίσουμε όμως έτσι, χωρίς στρατηγική στόχευση και χωρίς ενιαία ομπρέλα, τότε θα καταλήξουμε σε πραγματικά φαινόμενα υπερτουρισμού και σε κοινωνικούς αυτοματισμούς, που όπως συμβαίνει συνήθως στη χώρα μας θα είναι κακέκτυπα αυτών που ήδη έχουν υποστεί οι ανταγωνιστές μας».
Στο +10,7% οι διεθνείς αφίξεις ήδη
Σημειωτέον ότι ο κλάδος, συνεχίζει και φέτος σε ανοδική τροχιά στις τουριστικές αγορές της Μεσογείου, με τα επίσημα στοιχεία ειδικά για την Ελλάδα να παραπέμπουν σε άνοδο διεθνών αφίξεων σε ποσοστό 10,7%. Με βάση τα στοιχεία από το ΙΝΣΕΤΕ για το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι διεθνείς αεροπορικές και οδικές αφίξεις ανήλθαν σε 13,76 εκατομμύρια και από αυτές τα 9,745 εκατ. αφορούν τις διεθνείς αφίξεις από αέρος και τα 4 εκατ. τις οδικές. Αντίστοιχα για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 2023 το σύνολο των διεθνών αεροπορικών και οδικών αφίξεων είχε ξεπεράσει 12,4 εκατ., εκ των οποίων τα 8,89 εκατ. ήταν οι διεθνείς αεροπορικές και τα 3,5 εκατ. οι οδικές. Αύξηση, με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έχουν σημειώσει την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2024, και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατά 16,2%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 φτάνοντας τα 3,8 δις. ευρώ.
Το ΙΝΣΕΤΕ καταγράφει εδώ και λίγο καιρό και στοιχεία για τη βραχυχρόνια μίσθωση: Σύμφωνα με τα στοιχεία έως και τον Ιούνιο του 2024, όπως αναφέρεται, εντός του 2024 «παρατηρείται μια συνεχής αύξηση της προσφοράς καταλυμάτων που αντικατοπτρίζει τη δυναμική ανάπτυξης του κλάδου της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η αύξηση αυτή είναι της τάξεως των 20.000 μονάδων κάθε μήνα και ο αριθμός καταλυμάτων τον Ιούνιο ανήλθε στα 224.860, έναντι 204.578 ένα χρόνο πριν».
Πηγή: newmoney.gr
Στεφανία Σούκη