Είναι νύχτα λίγο μετά ή πολύ μετά τα μεσάνυχτα, οδηγείς μηχανή, συνήθως μεγάλου κυβισμού, η ηλικία σου είναι γύρω στα είκοσι, λίγο πάνω λίγο κάτω, και οδηγείς στα Χανιά, κυρίως στα όρια των Δήμων Χανίων και Πλατανιά, αλλά δευτερευόντως σε όλο το νησί μας; Δυστυχώς πρέπει να φοβάσαι…
Κρίμα που ο αγαπημένος μας Νομός, με το ένα τέταρτο του πληθυσμού του νησιού, απέκτησε τα θλιβερά πρωτεία του τροχαίου θανάτου… Δέκα οκτώ νεκροί στους σαράντα έναν…
Συλλυπητήρια στην οικογένεια σου φιλαράκι, αλλά δεν κάναμε πολλά ούτε για σένα…
Το λέω χρόνια για το νησί μας. Προχθές που είδα και τις μπύρες για ανάθημα στα παιδιά που χάθηκαν, εκεί στη συγκέντρωση του κόμβου στον Γαλατά, έγραψα πως τρέμω. Το έβλεπα δυστυχώς…
Το διαχωριστικό στηθαίο το θέλουμε για να συγχωρήσει το λάθος. Η επιμονή στο λάθος, δεν μπορεί να ανασχεθεί παρά μόνο με δουλειά, που θα ξεκινήσει από την πόρτα του μαιευτηρίου. Και αυτή την ευθύνη δεν βλέπω έτοιμους πολλούς να την αναλάβουν.
Δεν γίνεται να «μιλήσεις» στο μυαλό, στην ψυχή, αλλά κυρίως στην τάξη και τη συμπεριφορά των παιδιών στην ηλικία των 15, 20, 25 χρονών. Το παιχνίδι έχει χαθεί. Τα πιο πολλά θα τα μάθει το παιδί μας μέχρι τα επτά – οκτώ. Ξεκίνα από την πόρτα του μαιευτηρίου, συνέχισε στην πόρτα του σπιτιού σου και ολοκλήρωσε στην πόρτα του σχολείου σου. Και ύστερα έλα επιτήρησε και τιμώρησε. Η αταξία σ’ αυτή την κοινωνία, την κοινωνία των δρόμων, δυστυχώς σκοτώνει. Τά ‘λεγα και προχθές.
Τον μεγάλο σε ηλικία, κάπως μπορεί, με το πρόστιμο και την αυστηρότητα, να τον συνετίσεις. Με τον φόβο δηλαδή. Όταν χάσεις το μικρό παιδί στο μεγάλωμά του, δεν μπορεί στη συνέχεια, σ’ αυτή την ηλικία των 15 και πάνω χρόνων, αν αλλιώς έχει μάθει, να του αλλάξεις τη συμπεριφορά.
Η οδήγηση στον δρόμο είναι βαθιά συμπεριφορικό ζήτημα.
Οικογένεια που αναγκάζεσαι να γίνεσαι συμμέτοχος στην αγορά της μηχανής που πολλές φορές είναι φτιαγμένη, που άλλες φορές τον μικρό σου τον βοήθησες να την αγοράσει, άλλες φορές τον ανέχτηκες να οδηγεί μεγάλου κυβισμού πριν την ηλικία την κατάλληλη, που τον βλέπεις χωρίς κράνος, που είναι αυτοδίδακτος τις περισσότερες φορές, που υποψιάζεσαι πως στις παράλληλες του ΒΟΑΚ, ή όπου αλλού επιλέγεται, συμμετέχει σε κόντρες, που του έδωσες στα δέκα οκτώ το αυτοκίνητο σαραβαλάκι – νεκροφόρα των 30 ετών για να μάθει να οδηγεί, που έβαλες το κεφάλι κάτω και πήγες να παρακαλέσεις την Τροχαία να σου δώσει πίσω την άδεια οδήγησης του γιου σου, μην εφησυχάζεις.
Πολιτεία, που δεν εδέησες το νούμερο ένα ζήτημα αποστέρησης των νιάτων της χώρας που διοικείς, το νούμερο ένα της διαρκούς αποστέρησης του 3-4% των εσόδων σου, πάνω από 8 δισεκατομμύρια κάθε χρόνο χάνεις στον δρόμο, που δεν έφτιαξες τους δρόμους, τα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς, τους εκπαιδευτές, τις εξετάσεις, την ύλη και το ωρολόγιο πρόγραμμα σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης για το μάθημα της κυκλοφοριακής αγωγής και συμπεριφοράς, που δεν λειτούργησες το Πάρκο Κυκλοφοριακής Αγωγής, που αν το έχεις, τάχα μου δεν μπορούσες να βρεις πρόγραμμα (!) να χωρέσεις τα 800 ευρώ του ανθρώπου που θα το λειτουργήσει, που κάποτε έδωσες καμιά διακοσαριά εκατομμύρια και τα πιο πολλά Πάρκα τα άφησες να χορταριάσουν ή τώρα χρησιμοποιούνται για άλλες περίεργες χρήσεις, που οι αστυνομικοί του νησιού μας είναι υποπολλαπλάσιοι άλλων περιοχών ή και νομών να μην πω της χώρας, που τους άφησες μόνο με δύο (!) συσκευές αλκοτέστ, που έχεις δρόμους κατοχικούς και πεθαμένους σαν τον ΒΟΑΚ, έχεις θέμα σοβαρό!
Όταν έχεις αθροιστικά όλα τα παραπάνω, δεν μπορείς να περιμένεις κάτι διαφορετικό, από το βαρύ θανατικό!
Δεν φτάνουν πλέον ούτε ευχολόγια, ούτε συζητήσεις επί συζητήσεων, ούτε συσκέψεις επι συσκέψεων, ούτε συζητήσεις οχτώ χρόνων για να ολοκληρώσεις κάποια πράγματα στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
Δεν προφταίνουμε άλλες αναμονές. Θέλει να βάλουμε μπρος όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα με δράσεις από το μαιευτήριο, που συνηθίζω να λέω. Ο τροχαίος θάνατος είναι εδώ.
Κλείνει σπίτια, φέρνει μαύρα τσεμπέρια και μαύρα πουκάμισα που πάνω τους έρχονται να καθίσουν άσπρα γένια. Που ζουν πια, οι γονείς κυρίως, για την ώρα του ξανανταμώματος, με την προσδοκία να γελάσει και πάλι η ψυχή της χαροκαμένης μάνας, που στα εγγόνια της έβλεπε τα μάτια του γιου της που έχασε και έπαιρνε έτσι και μόνο κουράγιο για να αναπνέει χωρίς άλλη χαρά. Με αυτή τη μαύρη θλίψη τού γιατί;
Αν οι πέτρες είχαν ψυχή θα είχαν και αυτές ξεσηκωθεί. Η μακαριότητά μας όμως δεν έχει τέτοια σοβαρή διάθεση.
Μου γράφει απόψε μια φίλη. «Τυχαίνει να βρίσκομαι στο Νοσοκομείο. Η κραυγή της μάνας θα με στοιχειώνει πάντα…». Και ένας φίλος επίσης που ήταν παρών. «Και στο Νοσοκομείο θρήνος όταν έφτασαν οι δικοί του».
Έφτασε ο θρήνος, η κραυγή της μάνας στ’ αυτιά μας; Ή δεν μας αφορά;
* Ο κ. Γιάννης Λιονάκης είναι πρόεδρος του Συλλόγου Πρόληψης Τροχαίων Ατυχημάτων Κρήτης
1 Σχόλιο
Νομίζω ότι δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα, αλλά αν αυτή υπάρχει σίγουρα δεν βρίσκεται στο πεδίο των νεκρολογιών, μαντινάδων αποχωρισμού / επανένωσης σε άλλους κόσμους και λοιπών λυρικών αφηγημάτων.