Η ιστορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι γνωστή. Μετά από την κατάρρευση της εθνικής οικονομίας την προηγούμενη δεκαετία, πτώχευσαν και οι κρατικοδίαιτες τράπεζές μας. Γιατί «κρατικοδίαιτες»; Γιατί εν γνώσει τους απολάμβαναν υψηλών αποδόσεων διακρατώντας κρατικά ομόλογα χαμηλής πιστοληπτικής αξίας, ενώ την ίδια ώρα προστατεύονταν από χαλαρή εποπτεία και ένα νομικό πλαίσιο που τους προσέδιδε περισσότερα δικαιώματα σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους έναντι των πελατών τους και ιδίως των επιχειρήσεων.
Εντέλει οι χρεοκοπημένες τράπεζες -ως επιχειρήσεις- διασώθηκαν σε βάρος των Ελλήνων φορολογουμένων, με όρους ανακεφαλαιοποίησης που προξένησαν εύλογες απορίες ακόμη και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίες ουδέποτε απαντήθηκαν μέχρι σήμερα.
Πέραν της τροφοδότησής τους με ζεστό χρήμα μιας πτωχευμένης χώρας που λειτούργησε και σε αυτόν τον τομέα με όρους «μπανανίας του βαλκανικού νότου», «εφευρέθη» ως άμεση «λύση» για να απαλλαγούν από τον βραχνά των «κόκκινων» δανείων, η μεταβίβασή τους σε τρίτους «επενδυτές» και η διαχείρισή τους από «εξειδικευμένους» servicers. Βέβαια, οι τελευταίοι αποδείχθηκαν στην πράξη τόσο «εξειδικευμένοι» που η μητρική εταιρεία μιας εξ αυτών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, οδηγήθηκε σε δική της χρεοκοπία και πτωχευτική αναδιοργάνωση. Που να ήταν και «ανειδίκευτοι»…
Πέραν αυτών, οι ειδικοί «servicers», εκμεταλλευόμενοι ένα -«ευεργητικό» γι’ αυτούς- δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης «εξάντλησαν τις γνώσεις τους» σε βραχυχρόνιες ρυθμίσεις και στους συνήθεις πλειστηριασμούς. Δηλαδή έκαναν όσα μπορούσαν να κάνουν και οι τράπεζες (και τις περισσότερες φορές το έπραξαν με χειρότερο τρόπο). Ο στόχος, όμως, επιτεύχθηκε. Στα «χαρτιά» οι τράπεζες «καθάρισαν», καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) βρέθηκαν εκτός των ισολογισμών τους. Φτιασιδώματα σε κλινικά νεκρούς οργανισμούς.
Η ιστορία, όμως, επαναλαμβάνεται και δεν είναι φάρσα. Στον βαθμό που η πραγματική οικονομία δεν υποστηρίζεται από το κράτος και εξαιτίας της πρόδηλης αδυναμίας των τραπεζών να διαχειρίζονται προληπτικά και ενεργητικά τα χρηματοδοτικά ανοίγματά τους μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων δημιουργείται.
Σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα, τα νέα «κόκκινα» δάνεια, όσα δηλαδή είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) αυξήθηκαν κατά 43%. Αυτό σημαίνει πως ανήλθαν στα 7,7 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο του 2024 από 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ το προηγούμενο εξάμηνο, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 2023. Παράλληλα, ο λόγος των δανείων αυτών προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σε 5,5% τον Ιούνιο του 2024, έναντι 3,8% τον Δεκέμβριο του 2023 και η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 30 ημέρες.
Σημειωτέον ότι στο πρώτο εξάμηνο του έτους σημείωσαν αύξηση όχι μόνον τα «κόκκινα» δάνεια αλλά και τα δάνεια που βρίσκονται «ένα βήμα πριν να κοκκινίσουν», ενώ τα δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) ενισχύθηκαν τον Ιούνιο του 2024 και διαμορφώθηκαν σε 3,7 δισεκατομμύρια ευρώ (35,6% των ΜΕΔ), αυξημένα κατά 46,3% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023 (2,5 δισεκατομμύρια ευρώ).
Το καμπανάκι της Τράπεζας της Ελλάδας είναι ηχηρό. Μαύρα σύννεφα κοντοζυγώνουν στην πραγματική οικονομία. Η κυβέρνηση αντί να ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα αρκείται να μας ανακοινώνει ότι «δεν αναγνωρίζει ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον κύριο 13-0». Για άλλη μια φορά, κάποιοι είναι εκτός θέματος…
* Ο κ. Αργύρης Αργυριάδης είναι δικηγόρος