Πολλοί μη Αμερικανοί στην Ουάσιγκτον και αλλού αγανακτούν σκεπτόμενοι πόσο κρίσιμες είναι οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά το μέλλον της δικής τους χώρας, παρότι οι ίδιοι δεν μπορούν να συμμετέχουν. Μα καλά, αναρωτιούνται, είναι δυνατόν μερικές χιλιάδες ψηφοφόροι σε λίγες Πολιτείες (που εν τέλει κρίνουν το αποτέλεσμα στις ΗΠΑ, δεδομένου του περίπλοκου εκλογικού συστήματος) να αποφασίζουν για το μέλλον άλλων χωρών, για τις οποίες ξέρουν ελάχιστα;
Κι ενώ το ερώτημα είναι ρητορικό, δεν παύει να κουβαλά μια δόση αλήθειας. Μπορεί οι εποχές που ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν «πλανητάρχης» να έχουν παρέλθει, ίσως και ανεπιστρεπτί, ωστόσο ο Πρόεδρος διατηρεί προνόμια στην εξωτερική πολιτική (όπως για παράδειγμα την όλο και συχνότερη επιβολή κυρώσεων επί διαφόρων κυβερνήσεων) που τον καθιστούν πολύ ισχυρό και δυνάμει καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς αγορές κρίνουν το αξιόχρεο αναπτυσσόμενων οικονομιών ή την πολιτική τους σταθερότητα σε βάθος χρόνου. Υπό αυτή την έννοια, οι εκλογές μετράνε πάρα πολύ ανά τον κόσμο, ανεξάρτητα από προσωπικές προτιμήσεις.
Και η Ελλάδα; Αμφιβάλλω πως η Ελλάδα έχει ιδιαίτερους λόγους να ανησυχεί για το αποτέλεσμα, αν και είναι ωφέλιμο να διαχωρίζουμε τις διμερείς σχέσεις από τις διατλαντικές, ειδικά στην περίπτωση επανεκλογής του Τραμπ. Θα είναι, επίσης, καλό για την Ελλάδα, αλλά και για το σύνολο των δημοκρατικών χωρών, η εκλογική βραδιά να εξελιχθεί ομαλά και ο/η νικητής να γίνει αποδεκτός/αποδεκτή από το αντίπαλο στρατόπεδο.
Εδώ και αρκετά πλέον χρόνια, η Ελλάδα έχει επάξια κατακτήσει τη (για πολλά άλλα κράτη αξιοζήλευτη) θέση ενός προνομιακού εταίρου των ΗΠΑ, με αποκορύφωμα φυσικά την ομιλία που εκφώνησε ο Έλληνας πρωθυπουργός σε κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου πριν λίγα χρόνια. Οι πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις των δύο πλευρών είναι και θα παραμείνουν αγαστές, ενώ η αναβάθμιση της Ελλάδας μέσω του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης αποτελεί μια μακροπρόθεσμη επένδυση από πλευράς Ουάσιγκτον που θα παραμείνει αδιατάραχτη, ανεξαρτήτως αποτελέσματος και του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου.
Είναι αλήθεια πως η συγκυρία των τελευταίων ετών ευνόησε την Ελλάδα, μια και οι παλινωδίες γειτονικών χωρών, και ιδιαίτερα της γειτονικής Τουρκίας, επέτρεψαν στην Αθήνα να φανεί περισσότερο φερέγγυα και λιγότερο απρόβλεπτη στην πολιτική συμπεριφορά της, με αποκορύφωμα την υποστήριξη που παρέχει στο Κίεβο που πολεμά τη Ρωσία.
Από την άλλη πλευρά, είναι σημαντικό να τονιστεί πως η Ελλάδα κερδίζει πόντους στις ΗΠΑ στον βαθμό που δεν ετεροπροσδιορίζεται έναντι άλλων χωρών. Εξάλλου, οι βελτιωμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, και πολύ περισσότερο η πιθανότητα συμφωνίας των δύο μερών σε θέματα ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, γίνονται θετικά δεκτές στις ΗΠΑ ανεξάρτητα από το ποιος θα εκλεγεί Πρόεδρος, μια και διασφαλίζουν την περιώνυμη «σταθερότητα» που η Ουάσιγκτον ανέκαθεν επιδιώκει στην περιοχή.
Ο ρόλος της Ελλάδας για τις ΗΠΑ είναι σημαντικός σε ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (συμπεριλαμβανομένης και της αγαστής συνεργασίας της Αθήνας με το Ισραήλ) δεν θα απειληθεί στο προσεχές μέλλον.
Η Ελλάδα, όμως, είναι και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κοινής Αγοράς και της ρωσικής απειλής, και εδώ τα πράγματα διαφοροποιούνται σημαντικά. Μια εκλογή Χάρις δεν θα ανατρέψει τις υπάρχουσες ισορροπίες, παρότι ούτε η Χάρις ούτε κάποιος άλλος μελλοντικός υποψήφιος από τα δύο κόμματα θα διατηρεί τους προσωπικούς αλλά και πολιτικούς δεσμούς με την Ευρώπη που διακατέχουν τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Παρόλο που τα αγκάθια στις διατλαντικές σχέσεις σε ό,τι αφορά υφιστάμενους δασμούς στο αλουμίνιο (που η ΕΕ έχει διατηρήσει αλλά παγώσει έως τον Μάρτιο του 2025), τον κλιμακούμενο εμπορικό προστατευτισμό, και την αδυναμία ουσιαστικής προόδου στα πλαίσια του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας (Trade and Technology Council, που οι δύο πλευρές θεσμοθέτησαν το 2021) θα εξακολουθήσουν να υφίστανται, η όλη πολιτική θεώρηση των πραγμάτων θα παραμείνει αμετάβλητη και η Ουάσιγκτον θα εξακολουθήσει να παρέχει πλήρη βοήθεια, στρατιωτική και υλικοτεχνική, στην Ουκρανία. Αυτό θα επιτρέψει στην ΕΕ να διατηρήσει το σχετικά αρραγές της μέτωπο στο Ουκρανικό και να διατηρήσει την πίεση στην Ουγγαρία αλλά και στη Σλοβακία στο ζήτημα αυτό.
Επίσης, οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να επιδιώκουν άμεση κατάπαυση του πυρός στη Μέση Ανατολή, και μετά την 5η Νοεμβρίου είναι πολύ πιθανό να τα καταφέρουν.
Μια επανεκλογή Τραμπ, από την άλλη πλευρά, θα δημιουργήσει ένα σκηνικό παρόμοιο με εκείνο του 2016, με μια σημαντική διαφορά. Οι ελπίδες νουθεσίας του Τραμπ που έτρεφαν οι Βρυξέλλες αλλά και το ΝΑΤΟ δεν θα έχουν πλέον αντίκρισμα, μια και ο Τραμπ έχει δηλώσει ανοιχτά πως δεν θα διστάσει να εξαπολύσει εμπορικό πόλεμο στους Ευρωπαίους, αλλά και ότι η Ατλαντική Συμμαχία θα κλυδωνιστεί από τη δεδομένη του επιθυμία να συμφιλιώσει Μόσχα και Κίεβο μέσω μιας απροσδιόριστης «συμφωνίας».
Η Ελλάδα, παρόλο που οι διμερείς της σχέσεις με τις ΗΠΑ δεν θα διαταραχτούν, θα υποστεί τις συνέπειες διάρρηξης των διατλαντικών σχέσεων και των πιθανών συμφωνιών που θα θελήσει να διαπραγματευτεί ο Τραμπ με ηγέτες με τους οποίους διατηρεί καλή προσωπική χημεία, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Ερντογάν.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως κατά τη συνάντηση του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν στη διάρκεια της πρώτης του προεδρίας, ο Τραμπ έσπασε ένα ταμπού δεκαετιών σε σχέση με το καθεστώς της Πιονγιάνγκ, αλλά το αποτέλεσμα σε πρακτικό επίπεδο ήταν μηδαμινό, και το βορειοκορεατικό καθεστώς εμπλέκεται πλέον στον πόλεμο στο μέτωπο του Κουρσκ, στο πλευρό του Κρεμλίνου.
Η συναλλακτική λογική Τραμπ κάνει καλό στην προσωπική του εικόνα αλλά δεν αποφέρει απαραίτητα οφέλη στη χώρα του και τους συμμάχους της.
Από την άλλη μεριά, το σενάριο Τραμπ εμπεριέχει και ένα αισιόδοξο σενάριο, λιγότερο ρεαλιστικό αλλά υπαρκτό: η Ευρώπη να πάρει πιο σοβαρά τον υποβαθμισμένο ρόλο που θα της επιφυλάσσουν οι ΗΠΑ, και να προωθήσει με ταχείς ρυθμούς νέες πολιτικής ενοποίησης και συντονισμού των πολιτικών των κρατών μελών, όπως για παράδειγμα με την έκδοση κοινού ομολόγου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, την προώθηση ενός ευρωστρατού που θα χειραφετηθεί από την αμερικανική εξάρτηση, αλλά και την επένδυση σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης, στους οποίους παραμένει ουραγός των ΗΠΑ αλλά και της Κίνας.
Η Αθήνα, ως σημαντικό κομμάτι του ευρωπαϊκού παζλ, θα είχε κάθε λόγο να υποστηρίξει κοινές πολιτικές που θα αναβαθμίσουν το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ευρώπης, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ και τις επιπλοκές που αναπόφευκτα θα φέρει η εκλογή Τραμπ.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαρούχας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πρόγραμμα Σπουδών Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Georgetown
Πρώτη δημοσίευση news247.gr