Από τις λαϊκές αγορές πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων (περίπου 50%) των οπωροκηπευτικών στην Ελλάδα με την τελική τιμή του προϊόντος να διαμορφώνεται κατά 43% από τον παραγωγό και πάνω από 25% από τους φόρους του δημοσίου.
Στο πλαίσιο αυτό, μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) διαπιστώνει ότι το περιθώριο κέρδους των εμπλεκομένων είναι χαμηλό και διαμορφώνεται στο 12%, ενώ υπάρχουν και παραδείγματα στο λιανεμπόριο με ζημίες σε κάποια προϊόντα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ του Ιουλίου 2024, το κύριο κανάλι πώλησης για φρούτα και λαχανικά είναι η λαϊκή αγορά. Αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα προϊόντα, το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων φαίνεται ότι πραγματοποιείται από τις λαϊκές αγορές σε ποσοστό περί το 50%.
Περίπου το 30% πραγματοποιείται από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ,12% από οπωροπωλεία και 8% απευθείας από τον παραγωγό. Μεγαλύτερα ποσοστά της τάξης του 34% φτάνει το κανάλι του σουπερμάρκετ στις αγορές πατάτας και κρεμμυδιού, ενώ υψηλότερα ποσοστά επιτυγχάνει η λαϊκή αγορά σε ντομάτα 54%, πορτοκάλι 52% και μήλο 51%.
Πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια μέτρηση των βασικών πηγών κόστους ανά εμπλεκόμενο στην εφοδιαστική αλυσίδα που έχει ως τελικό σημείο πώλησης το Σουπερμάρκετ.
Συγκεκριμένα μετρήθηκαν:
• Για τον Χονδρέμπορο: Logistics, Μισθοδοσία, Φύρα, Καθαρά κέρδη
• Για τον Λιανέμπορο: Logistics, Μισθοδοσία, Φύρα, Κόστη πώλησης (π.χ. καταστήματος), Καθαρά κέρδη
• Και τέλος ο ΦΠΑ.
Όσον αφορά τους εμπλεκομένους, το μεγαλύτερο ποσοστό στη διαμόρφωση της τελικής τιμής προέρχεται από τον παραγωγό με ποσοστό 43%, μετά από το λιανεμπόριο 24%, από το χονδρεμπόριο 21% και από το κράτος μέσω του ΦΠΑ 12%. Παρόλα αυτά πρέπει να σημειωθεί μέσα στα κόστη των εμπλεκομένων υπάρχουν και άλλα κόστη που σχετίζονται με το κράτος, όπως ο φόρος εισοδήματος επί των κερδών, ειδικοί φόροι κατανάλωσης στα καύσιμα, ΕΝΦΙΑ, διάφορα τέλη και φυσικά οι εργοδοτικές εισφορές στη μισθοδοσία. Συνολικά εκτιμάται ότι πάνω από το 1/4 της τελικής τιμής διαμορφώνεται από τους φόρους του δημοσίου.
Όσον αφορά τις κατηγορίες κόστους, το μεγαλύτερο κόστος είναι των logistics σε ποσοστό 22% το οποίο περιλαμβάνει καύσιμα, μεταφορές και αποθήκευση. Ανάλογα το προϊόν, την αξία ανά μονάδα βάρους και τη διατηρισιμότητα αυτό διαφοροποιείται, αλλά σίγουρα είναι το πιο επιβαρυντικό. Ακολουθεί το εργατικό-μισθολογικό κόστος σε ποσοστό 18%, το οποίο σημειώνεται ότι έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με αρκετά προβλήματα εύρεσης προσωπικού και στη συγκομιδή, αλλά και στο λιανεμπόριο. Ακολουθεί το κόστος ενέργειας με ποσοστό 14%, το οποίο εμφανίζεται σε διάφορά στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, επίσης αυξημένο τα τελευταία χρόνια. Τα υπόλοιπα κόστη είναι οι πρώτες ύλες με 12%, η φύρα με 9% και λοιπά κόστη 2%. Σημαντική κατηγορία είναι και το 12% για το ΦΠΑ. Τα καθαρά κέρδη προ φόρων των εμπλεκομένων συνολικά είναι 12%, τα οποία ανάλογα με το προϊόν παρουσιάζουν διακυμάνσεις, ενώ υπάρχουν και παραδείγματα στο λιανεμπόριο με ζημίες σε κάποια προϊόντα.
Όσον αφορά την πορεία των τιμών, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. των ερευνών δείκτη εκροών παραγωγού και του δείκτη τιμών καταναλωτή, τα τελευταία 4 χρόνια ακολουθούν αντίστοιχη πορεία. Συγκεκριμένα, οι τιμές των λαχανικών του παραγωγού έχουν αυξηθεί 46,1% ενώ του καταναλωτή 31,8% και οι τιμές για τα φρούτα του παραγωγού 31,8% και του καταναλωτή 31,3%.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, είναι:
• Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά προϊόν
• Τα τελευταία χρόνια οι τιμές παραγωγού και οι τιμές τελικού σημείου πώλησης ακολουθούν παρόμοιες πορείες
• Το μεγαλύτερο κανάλι λιανικής πώλησης είναι οι λαϊκές αγορές και ακολουθεί το κανάλι του σουπερμάρκετ.
• Τα μεγαλύτερα κόστη της εφοδιαστικής αλυσίδας είναι οι φόροι, το μισθολογικό κόστος και τα logistics με διαφοροποιήσεις ανά προϊόν.
• Τα περιθώρια κέρδους για τους εμπλεκομένους καταγράφονται αρκετά χαμηλά και στο σύνολο τους είναι περίπου όσο και το σχετικό ΦΠΑ.