Επέτειοι όπως αυτές της Σφαγής στο Κοντομαρί και της Καταστροφής της Κανδάνου επαναφέρουν το κρίσιμο ερώτημα: πώς συνδέεται η μνήμη των ναζιστικών εγκλημάτων στην Ελλάδα με τις πολιτικές και μνημονικές εξελίξεις στην Ευρώπη;
Συχνά, η προσέγγιση της μνήμης στην Ελλάδα περιορίζεται σε επετειακές τελετουργίες, χωρίς ουσιαστικό διάλογο με το παρελθόν. Όσοι παρακολουθούμε αντίστοιχες διεργασίες στο εξωτερικό διαπιστώνουμε πως είναι πιο σύνθετες και άμεσα συνδεδεμένες με διεθνείς πολιτικές και γεωστρατηγικές εξελίξεις.
Η ημερίδα που διοργανώθηκε πρόσφατα στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, με θέμα τη μνήμη, τη λήθη και το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων, αποτέλεσε ένα διαφορετικό παράδειγμα προσέγγισης πέραν της επετειακής τυπικότητας. Η εκδήλωση, στην οποία συμμετείχαμε εκ μέρους του προγράμματος Δράσεις Ιστορίας Μνήμης Πολιτισμού και της πλατφόρμας mnemonikon.gr, κατέδειξε τη μνήμη ως πράξη κοινωνική και πολιτική, που δεν εξαντλείται στο τελετουργικό αλλά συνομιλεί με τα ερωτήματα του σήμερα και του αύριο.

Ειδικά για τα εγκλήματα της τριπλής Κατοχής, ο ρόλος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών είναι καθοριστικός για την ανάδειξη της ιστορίας των μαρτυρικών κοινοτήτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Εκπρόσωποι περιοχών που δοκιμάζονται από τη δημογραφική συρρίκνωση, συνεχίζουν να δίνουν μάχη για τη διατήρηση της μνήμης των θηριωδιών των γερμανικών, ιταλικών και βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων, αλλά και των δυσκολιών της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης βαθιά τραυματισμένων τόπων.
Σε επετείους δημόσιας μνήμης όπως αυτές των τελευταίων ημερών στην Κρήτη ή ενόψει της επικείμενης για τη Σφαγή του Διστόμου, η μνήμη των ναζιστικών εγκλημάτων τέμνεται με το αίτημα δικαιοσύνης και επανόρθωσης. Κατά την ημερίδα στην ΟΑΚ προτάθηκαν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ αναφέρθηκε και ο ρόλος της διεθνοποίησης των ελληνικών αιτημάτων.
Η μαρτυρική μνήμη του Κοντομαρί, της Κανδάνου και όλων των άλλων περισσότερο ή λιγότερο γνωστών μαρτυρικών τόπων, είναι ανάγκη να συνδεθεί περαιτέρω με παρόμοιες μνήμες σε άλλες χώρες – και με τα αντίστοιχα αιτήματα για την έμπρακτη αποκατάσταση της δικαιοσύνης και όχι μόνο τη ρητορική αναγνώριση της ιστορικής ενοχής. Το ζητούμενο είναι ένας συνολικός σχεδιασμός για τη διαχείριση της μνήμης ως μέρος και της ενίσχυσης της ήπιας διπλωματίας της Ελλάδος.
Οι κοινότητες έχουν σηκώσει το βάρος της μνήμης επί δεκαετίες, διατηρώντας τη συλλογική μνήμη ζωντανή σε δύσκολες συνθήκες· η Πολιτεία οφείλει πλέον να συνδιαμορφώσει μαζί τους ένα στρατηγικό πλαίσιο. Εξάλλου, η χάραξη μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής για τη μνήμη δεν μπορεί να προέλθει μονομερώς. Απαιτεί διάλογο ανάμεσα στις ίδιες τις μαρτυρικές κοινότητες, τους χώρους μνήμης και τα μουσεία, τους ερευνητές των σπουδών μνήμης και, φυσικά, τους θεσμικούς φορείς της Πολιτείας. Ελλείψει κεντρικού συντονισμού και θεσμικού προσανατολισμού από την πλευρά της Πολιτείας, ακόμη και οι πιο αξιόλογες επιμέρους προσπάθειες δεν επαρκούν για να παραγάγουν αποτελέσματα σε διεθνές επίπεδο. Όταν μάλιστα απουσιάζει συνολικός σχεδιασμός, ακόμη και ως προς τη διαχείριση των ίδιων των τόπων μνήμης, το κενό καλύπτεται συχνά από παρεμβάσεις τρίτων, οι οποίες μπορεί να λειτουργήσουν διασπαστικά και αποπροσανατολιστικά ως προς το βασικό αίτημα: την έμπρακτη ιστορική αποκατάσταση. Προσφάτως, παρατηρείται και η εμπλοκή ιδιωτικών συμφερόντων στα ζητήματα διαχείρισης της συλλογικής μνήμης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια λειτουργία της.
Η Πολιτεία πρέπει να εντάξει τη μνήμη σε εθνικό σχεδιασμό που συνδέει την ιστορική ευθύνη με τη σύγχρονη διεθνή παρουσία της χώρας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ιστορική μνήμη μπορεί να λειτουργήσει ως στοιχείο ενδυνάμωσης της συλλογικής αναφοράς του ελληνικού λαού. Επιπροσθέτως, μπορεί να αποτελέσει μοχλό ενίσχυσης της διεθνούς εικόνας, να προάγει την πολιτισμική διπλωματία και να εδραιώσει σχέσεις εμπιστοσύνης με άλλα κράτη και κοινωνίες.
Η δέσμευση της Πολιτείας είχε φανεί, μεταξύ άλλων, και με την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής στις 17 Απριλίου 2019, που επανεπιβεβαίωσε την ενεργή, απαράγραπτη και νομικά διεκδικήσιμη φύση των ελληνικών αξιώσεων. Έκτοτε, όμως, παραμένει ζητούμενο η μετουσίωση αυτής της κοινοβουλευτικής βούλησης σε συνεκτική πολιτική πράξη και κυβερνητική στρατηγική. Άλλωστε, η συλλογική μνήμη δεν είναι ουδέτερη, αλλά διαμορφώνεται μέσα από συγκρούσεις, αντιφάσεις και κοινωνικούς αγώνες.
Πρέπει να τονιστεί πως οι εξελίξεις στον πόλεμο της Ουκρανίας και το μέλλον των ευρωρωσικών σχέσεων αναδιαμορφώνουν το ευρωπαϊκό μνημονικό τοπίο. Το αίτημα των επανορθώσεων και οι προσπάθειες διακρατικής συνεργασίας (να σημειωθεί πως σχετική πρόταση έγινε στην Ελλάδα από την Πολωνία κατά το παρελθόν) υφίστανται πιέσεις αναλόγως των κυρίαρχων εθνικών πολιτικών, ιδίως όταν αυτές επιθυμούν την ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ κρατών χωρίς τα «βαρίδια» του σκοτεινού παρελθόντος, εννοώντας ακόμη και το αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης. Αυτή η προσέγγιση συνιστά μια εξαιρετικά προβληματική θεώρηση της ευρωπαϊκής συνεργασίας, η οποία εναρμονίζεται δυστυχώς με φαινόμενα εργαλειοποίησης της μνήμης, ιστορικού αναθεωρητισμού ή αποσιώπησης γεγονότων.
Η έρευνα σε μαρτυρικούς τόπους ανά την επικράτεια, καταδεικνύει την ανάγκη συντονισμένων προσπαθειών και εμπιστοσύνης στη γνώση όσων μελετούν και προτείνουν την ανάπτυξη μιας εθνικής στρατηγικής για τη μνήμη. Χωρίς μια τέτοια στρατηγική, όσο φεύγουν οι τελευταίοι επιζώντες και συρρικνώνονται οι κοινότητες μνήμης, υπάρχει ο κίνδυνος οι μνημονικοί μας τόποι να τεθούν στο περιθώριο, την ώρα που άλλες χώρες οικοδομούν αφηγήματα εντός ενός συγκρουσιακού και συχνά εργαλειοποιημένου ευρωπαϊκού μνημονικού τοπίου.
* Ο κ. Νίκος Κοσμίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχιτεκτονικής (ΔΠΘ)