«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων», έγραψε ο Γκράμσι – και φαίνεται πως στη μικρή, πανέμορφη πόλη μας, τα Χανιά, το τέρας –ή ένα από τα πολλά τέρατα– φοράει τον μανδύα της οικολογίας, του διαλόγου, του πολιτισμού. Ο λόγος για το 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων με κεντρικό θέμα «Το σπίτι μας, ο πλανήτης» – ή αλλιώς, για το πιο προβεβλημένο και άψογα οργανωμένο ξέπλυμα θεσμικής υποκρισίας των τελευταίων ετών.
Ο τίτλος παραπέμπει, προφανώς, σε περιβαλλοντική ευαισθησία και σε οικολογικές ανησυχίες. Όμως, όταν το περιβάλλον έχει καταντήσει το πρόσχημα μιας κενής, επιτελεστικής ρητορικής, όταν το βιβλίο λειτουργεί ως προπέτασμα καπνού και η οικολογία ως εργαλείο εξωραϊσμού του κρατικού και δημοτικού αυταρχισμού αλλά κυρίως του πολέμου, οφείλουμε να αντιδράσουμε. Όχι μόνο για λόγους πολιτικής συνέπειας, αλλά και για λόγους στοιχειώδους ηθικής.
Ένα…φανταστικό πρόγραμμα: Ποιοι, γιατί και πώς
Ας ξεκινήσουμε από το «φανταστικό» πρόγραμμα, όπως ήδη το χαρακτήρισα – όχι επειδή είναι εντυπωσιακό, αλλά επειδή προκαλεί φαντασιακούς ακροβατισμούς στο μυαλό όσων επιχειρούν να κατανοήσουν τη λογική του. Όπως καταγράφουν τα Χανιώτικα Νέα (10/6/2025), το φεστιβάλ περιλαμβάνει «160 συγγραφείς, μεταφραστές, πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες» σε μια πλειάδα δράσεων στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου (ΚΑΜ), στο Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης, στην Παλιά Πόλη. Η κεντρική θεματική, «Το σπίτι μας, ο πλανήτης», δίνει χώρο σε ημερίδες, ομιλίες και διαλόγους «για την οικολογία και την κλιματική κρίση».
Μέχρι εδώ, καλά. Ποιος/α να διαφωνήσει; Μα όλοι και όλες γνωρίζουμε πια πώς λειτουργεί το θεσμικό περιτύλιγμα. Μέσα στα πάνελ, ανάμεσα στους συγγραφείς και τους οικο-διανοούμενους, βρίσκονται – ή «τρυπώνουν» – οι πολιτικοί και οι φορείς που συμβολίζουν αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι πολεμούν: την απαξίωση του φυσικού περιβάλλοντος, την εκποίηση της δημόσιας γης, την ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σχετική ενότητα για την «Οικολογία» συμμετέχουν, όπως προκύπτει από το πρόγραμμα, πολιτικά πρόσωπα όπως η Ντόρα Μπακογιάννη, ο δήμαρχος Χανίων Παναγιώτης Σημανδηράκης, ο αντιπεριφερειάρχης Νίκος Καλογερής, ο Γιώργος Σταθάκης, ο Γιάννης Μανιάτης. Ονόματα που εκπροσωπούν την τοπική πολιτική σκηνή αλλά και την εθνική, με ιστορικό στήριξης «αναπτυξιακών» έργων, ακόμα κι όταν αυτά συγκρούονταν με την έννοια της περιβαλλοντικής προστασίας.

Οικολογία του τσιμέντου, του πολέμου και των βάσεων
Είναι νόμιμο να αναρωτηθεί κανείς: σε ποιον πλανήτη μιλάνε για οικολογία; Γιατί όχι στην Σούδα, π.χ., όπου η αμερικανική βάση μεγαλώνει, επεκτείνεται, αναβαθμίζεται με τη σιωπηρή συναίνεση όλων σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων του τόπου – εκτός της Αριστεράς και των προοδευτικών, κινηματικών δυνάμεων. Όταν η βάση της Σούδας αποτελεί κόμβο της γεωστρατηγικής κατοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, πώς μπορούμε να μιλάμε για το «στοίχημα της Οικολογίας» χωρίς να θίγουμε τον στρατιωτικοποιημένο χαρακτήρα της πόλης μας; Και μην ξεχνάμε: η Σούδα δεν είναι ουδέτερη. Είναι το έδαφος από το οποίο εκκινούν πολεμικές επιχειρήσεις, παρακολουθήσεις, επεμβάσεις, με τραγικές επιπτώσεις για το κλίμα, τους λαούς και τη ζωή (πιο πρόσφατο παράδειγμα, η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Ιράν του κράτους-τρομοκράτη Ισραήλ και των ΗΠΑ) . Κι όμως, οι ομιλητές ποτέ δεν εξέφρασαν κριτικό λόγο για τη βάση, ούτε για το οικολογικό αποτύπωμα του ΝΑΤΟ. Ούτε λέξη. Η αποσιώπηση είναι εκκωφαντική. Ή μάλλον, είπαν αλλά για να υποστηρίξουν τον στρατιωτικό ρόλο της βάσης. Συγκεκριμένα, όπως διαβάζουμε στον Αγώνα της Κρήτης (20/6/2025) η Ντόρα Μπακογιάννη, ισχυρό στέλεχος της Νέα Δημοκρατίας, που τόνισε ότι η βάση «είναι πολύ καλά εξοπλισμένη και ότι το μέτρο θωράκισης της αποτελεί ενδεδειγμένη προληπτική επιλογή, δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής».
Με την ευκαιρία, θα μας πει τι ακριβώς συζήτησαν με τον πρέσβη του Ισραήλ Νόαμ Κατζ στην πρόσφατη συνάντηση τους (ανέβηκε σχετική ανάρτηση στο προφίλ της πολιτικού); Μήπως ότι το κράτος απαρτχάιντ δολοφονεί τα παιδιά στη Γάζα με τρόπο… οικολογικό; Ή θα ξεχάσουμε τον Γιώργο Σταθάκη που ως πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί μια κομβική φιγούρα στη συζήτηση για την ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας, ιδίως στο ζήτημα των υδρογονανθράκων και των εξορύξεων και που μόλις το 2019 υπέγραψε συμφωνίες με κοινοπραξίες όπως Total – ExxonMobil – ΕΛΠΕ για έρευνες νοτίως της Κρήτης.
Δεν ξεχνάμε, φυσικά, την πρόσφατη τιμητική βράβευση της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου από το Δήμο Χανίων, η οποία συμμετείχε στο Φεστιβάλ του 2023, στο ίδιο σκηνικό φιέστας. Μια Πρόεδρος που επικρότησε τα νομοθετήματα περί fast-track επενδύσεων, την υποβάθμιση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και τον περιορισμό των διαδηλώσεων. Αυτή η μορφή – θεσμικά ευπρεπισμένη αλλά πολιτικά ουδέτερη – υπήρξε το πρόσωπο της «ανώδυνης ευαισθησίας». Τώρα, στη φετινή διοργάνωση, τα εγκαίνια θα τελέσει ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Νικήτας Κακλαμάνης.
Είναι απολύτως συμβολική η σύνδεση αυτών των προσώπων με το βιβλίο. Το βιβλίο, ως σύμβολο γνώσης, μετατρέπεται σε ξέπλυμα των χυδαίων πολιτικών της κεντρικής και τοπικής εξουσίας. Η λογοτεχνία δεν ανασαίνει, όταν βρίσκεται υπό την επιτήρηση των επίσημων χορηγών. Και πεθαίνει ως θύμα μιας ανύπαρκτης πολιτικής στο βιβλίο που προωθεί τα ευτελή αναγνώσματα και κυρίως, την εργασιακή εκμετάλλευση στο χώρο του βιβλίου. Ακόμα και μέσα στο Φεστιβάλ, όπως συμβαίνει με το θεσμό των εθελοντών… Άραγε δεν μπορούσε μέσα στο προυπολογισμό του Φεστιβάλ να προβλεφθεί κανονική αμοιβή για όσυς/ες εργαστούν για λογαριασμό του; Ασφαλώς, και θα μπορούσε. Αντιθέτως, η ουσιαστική λογοτεχνία αμφισβητεί, διαρρηγνύει, παρεμβαίνει. Και δεν βρίσκει χώρο, όταν οι εκδηλώσεις έχουν σπόνσορες υπουργεία και δημοτικές αρχές που εναλλάσσονται σαν κακοστημένοι θίασοι.
Ποιοι λογοτέχνες; Ποιοι αναγνώστες;
Το ερώτημα τίθεται ευθέως: οι λογοτέχνες, οι ποιητές, το κοινό – ειδικά όσοι κι όσες κινούνται στον προοδευτικό, αριστερό ή οικολογικό χώρο – τι θέση παίρνουν απέναντι σ’ αυτό; Δεν ενοχλούνται όταν παρελαύνουν από το ίδιο βήμα με εκείνους που ενέκριναν επενδύσεις σε περιοχές Natura; Δεν τους προβληματίζει όταν ο Δήμος Χανίων τους προσκαλεί, την ώρα που προχωρά σε αντιδραστικές πολιτικές στον δημόσιο χώρο (όπως στο πρώην Στρατόπεδο Μαρκοπούλου, στο υπό κατασκευή αντλιοστάσιο της Παχιάς Άμμου); Η λογοτεχνική κοινότητα δεν είναι τυφλή. Ξέρει – και ο λόγος της βαραίνει περισσότερο από τις ομιλίες των πολιτικών. Γι’ αυτό, έχει καθήκον να μιλήσει.
Ας μην είμαστε αφελείς: πίσω από κάθε μεγάλη «πολιτιστική διοργάνωση» κρύβεται ένα δίκτυο επιρροής, χρηματοδότησης και νομιμοποίησης. Το Φεστιβάλ Βιβλίου δεν είναι εξαίρεση. Όπως αναφέρεται σε δελτία τύπου, χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Πολιτισμού, την Περιφέρεια Κρήτης, και υποστηρίζεται θεσμικά από τον Δήμο Χανίων και διάφορους οργανισμούς. Προφανώς, δεν είναι ουδέτερη η υποστήριξη. Η κρατική πολιτιστική πολιτική χρησιμοποιεί τέτοιες διοργανώσεις για να στείλει ένα μήνυμα «ομαλότητας» και επιφανειακής προόδου. (Να συζητάμε για πρόοδο μέσα σε μια νέα εποχή πολέμου στο Ιράν και της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη μοιάζει και είναι, το λιγότερο, υποκριτικό). Ταυτόχρονα, τα Χανιά συνεχίζουν να χάνουν ελεύθερους χώρους, να εκποιούν παραλίες, να χτίζουν ξενοδοχεία μέσα στον αστικό ιστό και σε εργατικές γειτονιές, μέσα στη φύση και τους αρχαιολογικούς χώρους. Οι ίδιες αρχές που συνδιοργανώνουν το Φεστιβάλ, υπογράφουν και τις αποφάσεις που επιτρέπουν την καταστροφή της φύσης.
Ακόμα κι επιλογή του λιμανιού ως σκηνικό του Φεστιβάλ δεν είναι αθώα. Γνωρίζω ότι ακόμα και κόσμος από τη δική μας πλευρά μπορεί να εκφράσει τη διαφωνία του για τη συγκεκριμένη θέση. Και όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι το Ενετικό Λιμάνι είναι σύμβολο και πεδίο δράσης της τουριστικής υπερ-εκμετάλλευσης. Το λιμάνι χάνει τη δημόσια ταυτότητά του: συμφέροντα και επενδυτές το μετατρέπουν σταδιακά σε decor. Ξεχνάμε άραγε, ότι το Πολυτεχνείο Κρήτης και εταιρεία ισραηλινών συμφέροντων θέλουν να εκδιώξουν την Κατάληψη Ρόζα Νέρα από το λόφο Καστέλι και να μετατρέψουν το πρώην κτίριο της Μεραρχίας σε υπερπολυτελές ξενοδοχείο; Η παρουσία του Φεστιβάλ στο λιμάνι, χωρίς καμία δημόσια κριτική, απλώς ενισχύει το branding της πόλης ως «πολιτιστικής μητρόπολης», με όρους τουριστικής εμπορευματοποίησης. (Αυτό ισχύει με όλα τα Φεστιβάλ από την αχρείαστη Παραδοσιακή Στράτα μέχρι το Φεστιβάλ Εναλλακτικού Τουρισμού & Εμπειριών “260KMemories Festival” που στη φετινή διοργάνωση εστίασε στον… θρησκευτικό τουρισμό).
Το καθήκον της ρήξης
Η λογοτεχνία δεν είναι ντεκόρ. Δεν είναι κολαούζος της πολιτικής εξουσίας. Αν δεν ασκεί ριζική κριτική, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ακόμα εμπόρευμα. Όσοι και όσες συμμετέχουν στο Φεστιβάλ, είτε ως ομιλητές είτε ως θεατές, οφείλουν να πάρουν θέση. Ειδάλλως, συναινούν – συνειδητά ή ασυνείδητα – στο «ξέπλυμα» που επιτελείται. Αν το Φεστιβάλ Βιβλίου θέλει πραγματικά να είναι οικολογικό, ας μιλήσει για τη βάση της Σούδας. Αν θέλει να είναι δημοκρατικό, ας φιλοξενήσει συζητήσεις για τις εκκενώσεις καταλήψεων, την έλλειψη στέγης, τις ιδιωτικοποιήσεις του ρεύματος και του νερού. Αλλιώς, ας πάψει να χρησιμοποιεί τα λόγια μας για να καλλωπίσει τις πράξεις τους.
Ας είμαστε ειλικρινείς, όσο δυσάρεστο κι αν είναι, η εποχή μας δεν έχει ανάγκη από νέες «εκδηλώσεις». Έχει ανάγκη από ρήγματα. Κι αν τα φεστιβάλ δεν μπορούν να γίνουν ρωγμές, τότε τουλάχιστον ας πάψουν να μας κοροϊδεύουν. Το Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί εργαλείο πολιτιστικής ηγεμονίας. Οικοδομεί μια εικόνα «ανοιχτής πόλης» την ίδια στιγμή που φιμώνει τις συγκρούσεις, εξευγενίζει τη διαμαρτυρία, και καθιστά την οικολογία ένα αβλαβές θέμα. Σε μια πόλη που χάνει το περιβάλλον της και τους κατοίκους της μέσα σε έναν κυκεώνα τουριστικής βιομηχανίας και στρατιωτικής επιρροής, ο ρόλος του βιβλίου δεν είναι να διακοσμεί – είναι να ορθώνεται απέναντι.
* O κ. Ειρηναίος Μαράκης είναι ποιητής, πρώην δημοτικός σύμβουλος Χανίων