Κατά περίπου 67% μικρότερη είναι σήμερα η ελληνική οινοπαραγωγή σε σύγκριση με 20 χρόνια πριν, απόρροια κυρίως της σημαντικής μείωσης του ελληνικού αμπελώνα.
«Ουκ εν τω πολλώ το ευ» θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος, κάτι που εν μέρει ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι αυξάνεται το μερίδιο των ελληνικών οίνων ΠΟΠ (προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης) και ΠΓΕ (προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης), οίνοι με υψηλή προστιθέμενη αξία εντός και εκτός Ελλάδας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 36,26% της συνολικής ελληνικής οινοπαραγωγής 2024-2025 πρόκειται για οίνους ΠΟΠ και ΠΓΕ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό επί της ελληνικής οινοπαραγωγής 2020-2021 ήταν 25,84%. Είναι αυτό αρκετό και είναι η αλήθεια;
Την απάντηση έδωσε χθες ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου Στέλιος Μπουτάρης, μιλώντας σε γεύμα εργασίας: «∆ίνουμε την αίσθηση του “μεγάλου”, κάτι εύλογο λαμβάνοντας υπόψη τα σημαντικά βήματα ανάπτυξης που έχουν γίνει. Ομως, αν δούμε τα νούμερα και τα δεδομένα, η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός αμπελώνας είναι μικρός (περί τα 610.000 στρέμματα με πτωτική τάση) και αντίστοιχα μικρό είναι και το μέγεθος του επιχειρείν του. Ολος ο ελληνικός αμπελώνας είναι σχεδόν το 1/5 του Μπορντό (όχι δηλαδή του γαλλικού αμπελώνα, αλλά μόνο μιας ζώνης του). Και όλος ο τζίρος του ελληνικού κρασιού, εντός και εκτός, είναι μικρότερος από τον τζίρο της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας» (σ.σ. κάτω δηλαδή από 400 εκατ. ευρώ).

Σε μερικούς ακόμη αριθμούς αποτυπώνεται επίσης η κατάσταση του κλάδου: ο κατακερματισμένος κλήρος με μέσο μέγεθος 4 στρέμματα και η μεγάλη ηλικία των αμπελουργών –58 έτη μέσος όρος– χωρίς ισχυρή τάση ανανέωσης του δυναμικού του.
Την ίδια ώρα ο κλάδος, όπως ανέφερε ο κ. Μπουτάρης, βρίσκεται αντιμέτωπος με σειρά άλλων προκλήσεων: περίπλοκη και παρωχημένη οινική νομοθεσία, απουσία αυτοχρηματοδότησης του κλάδου σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Αυστρία και η Πορτογαλία, υψηλή εξάρτηση από την ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση, ειδικά για την προώθηση στο εξωτερικό, ενίσχυση του διεθνούς ανταγωνισμού με νέες αμπελοοινικές περιοχές να αναδύονται όπως η Γεωργία ή η Μεγάλη Βρετανία, η οποία λόγω κλιματικής αλλαγής και ανόδου της θερμοκρασίας παράγει πλέον εξαιρετικά κρασιά, κυρίως αφρώδη, η μείωση της κατανάλωσης ειδικά στα νέα κοινά και φυσικά η απειλή των δασμών Τραμπ.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η κλιματική αλλαγή η οποία, σύμφωνα με τον νέο πρόεδρο του ΣΕΟ, «βγάζει όλες τις αδυναμίες μας στην επιφάνεια, όπως και τις νοοτροπίες που πρέπει να αλλάξουν άμεσα και ριζικά».
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων ο κ. Μπουτάρης τόνισε την ανάγκη για «ένα νέο εθνικό συμβόλαιο όπου το αμπέλι δεν είναι απλώς ένα αγροτικό προϊόν, αλλά ένα σύμβολο πολιτισμού, βιωσιμότητας και ταυτότητας».
Και αναρωτήθηκε: «Ενα υπεραιωνόβιο αυτόρριζο αμπέλι στη Σαντορίνη που συνεχίζει μια αδιάλειπτη αμπελοκαλλιέργεια 3.500 ετών δεν είναι μέρος της κληρονομιάς μας; ∆εν θα έπρεπε να προστατεύεται, όχι ως μουσειακό είδος, αλλά ως μέρος μιας στρατηγικής που να δίνει έμφαση και στο βιώσιμο μέλλον του;».
Ο ίδιος επίσης έθεσε ως στόχο να έχει ενεργοποιηθεί μέχρι την επόμενη χρονιά το Παρατηρητήριο Οίνου έτσι ώστε να υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία για τον κλάδο, ενέργεια που αποτελεί μέρος του στρατηγικού σχεδίου για το ελληνικό κρασί που έχει ήδη ξεκινήσει σε συνεργασία με την ΚΕΟΣΟΕ (Κεντρική Συνεταιριστική Ενωση Αμπελοοινικών Προϊόντων) και την Ε∆ΟΑΟ (Εθνική ∆ιεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου και Οίνου).
Πηγή: moneyreview.gr