«Η ελληνική ακτοπλοϊκή αγορά παρουσιάζει, και σήμερα, διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε ολιγοπωλιακή αγορά και σε συνθήκες που απαντώνται και σε άλλες αγορές τακτικών μεταφορικών υπηρεσιών (π.χ. αεροπορικές μεταφορές), αλλά και στην αγορά της ποντοπόρου ναυτιλίας τακτικών γραμμών», σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση επί της Κλαδικής Έρευνας στην Ακτοπλοΐα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που δόθηκε σήμερα στη δημοσότητα.
Και τούτο διότι, όπως επισημαίνεται στην Ενδιάμεση Έκθεση, «ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στις κύριες γραμμές κι ένας ακόμη μικρότερος αριθμός κυριαρχεί στην αγορά. Δύο όμιλοι κατέχουν το 60% της αγοράς, ενώ οι λοιποί συμμετέχοντες σε αυτή κατέχουν, ο καθένας ξεχωριστά, μερίδιο αγοράς μικρότερο του 5%. Στον μεγάλο αριθμό τοπικών και πορθμειακών γραμμών δραστηριοποιείται ένας μεγάλος αριθμός πολύ μικρών επιχειρήσεων οικογενειακού χαρακτήρα, με ατελή οργάνωση».
Στην Έκθεση εκφράζεται η εκτίμηση ότι «δύο βασικά ζητήματα απασχολούν τον καταναλωτή: Το πρώτο ζήτημα αφορά στις τιμές στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια. Ιδιαίτερη συζήτηση γίνεται για τις δρομολογιακές γραμμές των Κυκλάδων, όπου οι τιμές θεωρούνται σημαντικά υψηλότερες σε σύγκριση με τις τιμές άλλων μεγαλύτερων σε χρόνο και απόσταση διαδρομών, όπως για παράδειγμα της γραμμής σύνδεσης της Κρήτης. Σε πολλά δημοσιεύματα διαπιστώνεται, επίσης, ότι τα εισιτήρια για διανησιωτικές μετακινήσεις είναι συχνά πολύ ακριβότερα από τα εισιτήρια σε δρομολόγια που συνδέουν τα νησιά με την ηπειρωτική χώρα. Οι ακτοπλοϊκές εταιρείες συνήθως αποδίδουν τις ανατιμήσεις στο αυξημένο λειτουργικό κόστος, λόγω της ανόδου στις τιμές των καυσίμων καθώς και λόγω των νέων περιβαλλοντικών κανονισμών».
«Το δεύτερο ζήτημα», σύμφωνα με την Έκθεση, «αφορά στη διαχρονικά χαμηλή συχνότητα και ποιότητα της ακτοπλοϊκής σύνδεσης των νησιών, το οποίο επηρεάζει κρίσιμα την καθημερινότητα των κατοίκων και την τοπική οικονομική και τουριστική ανάπτυξη. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις ελλείψεις δρομολογίων, ειδικά κατά τη χειμερινή περίοδο, όπου πολλά νησιά, και ιδιαίτερα τα μικρότερα, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη σύνδεση τους με την ηπειρωτική χώρα ή και απομονώνονται λόγω ακυρώσεων δρομολογίων εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών ή ελλείψεων σε πλοία. Το πρόβλημα επιτείνεται από την απουσία σταθερού διανησιωτικού δικτύου, με τους κατοίκους να αναγκάζονται να ταξιδεύουν μέσω μεγάλων κόμβων, κυρίως του Πειραιά, ακόμη και σε κοντινές αποστάσεις».
«Άλλα ζητήματα που, επίσης, αναδεικνύονται είναι η παλαιότητα του ελληνικού ακτοπλοϊκού στόλου, η ακαταλληλότητα των λιμενικών υποδομών και η ανάγκη κρατικών παρεμβάσεων, ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και οικονομικά προσιτή ακτοπλοϊκή σύνδεση των νησιών όλο τον χρόνο».
Ειδικά για τη «γήρανση του ελληνικού ακτοπλοϊκού στόλου», επισημαίνεται ότι «αποτελεί εξέχουσα πρόκληση για τον ακτοπλοϊκό κλάδο. Το συγκεκριμένο πρόβλημα εντοπίζεται εντονότερο στα πλοία που δραστηριοποιούνται στις ακτοπλοϊκές γραμμές μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, καλύπτοντας ουσιαστικά τις ανάγκες του Αιγαίου, και των οποίων ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 31 έτη. Με δεδομένο ότι όλα τα πλοία πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις ασφάλειας επιβατών και ναυσιπλοΐας, βασική απόρροια του υψηλού μέσου όρου ηλικίας του στόλου είναι το υψηλό λειτουργικό κόστος των γερασμένων πλοίων (π.χ. επισκευές, καύσιμα), το οποίο μετακυλίεται στους επιβάτες μέσω υψηλότερων τιμών».
Στην Έκθεση τονίζεται, ακόμη, ότι «η κατάσταση επιδεινώνεται καθώς, στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, οι ακτοπλοϊκές εταιρείες θα πρέπει, είτε να ανανεώσουν τον στόλο τους με νέα και/ή μικρότερης ηλικίας πλοία, είτε να ενσωματώσουν σε όλα τα πλοία τους νέα αντιρρυπαντικά συστήματα και πράσινες τεχνολογίες (π.χ. πλυντρίδες καυσαερίων, συστήματα επεξεργασίας έρματος) ώστε να συμμορφώνονται με την τήρηση των εθνικών και ενωσιακών περιβαλλοντικών προτύπων. Απαιτούνται, συνεπώς, επενδύσεις από τις εταιρείες του κλάδου».
Σύμφωνα με την έκθεση, «το εάν και σε ποιο βαθμό θα γινεί ανανέωση ή αναβάθμιση του ακτοπλοϊκού στόλου εξαρτάται από το κόστος της περιβαλλοντικής αναβάθμισης των υφιστάμενων πλοίων, το κόστος ανανέωσής του με νέα ή νεότευκτα πλοία και την υφιστάμενη χρηματοοικονομική κατάσταση των εταιρειών του κλάδου. Ενδεχομένως, είτε σε επίπεδο επιμέρους εταιρειών, είτε σε συνολικό επίπεδο κλάδου θα υπάρξει και χρηματοδοτικό κενό (funding gap) κάλυψης της συνολικής επενδυτικής δαπάνης. Σε κάθε περίπτωση όμως, ανεξάρτητα δηλαδή εάν γίνει αναβάθμιση ή ανανέωση και ανεξάρτητα εάν υπάρξει χρηματοδοτικό κενό ή όχι, η επικείμενη επενδυτική δραστηριότητα του κλάδου ανοίγει ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού, το οποίο θα καθορίζει το πώς θα διαμορφωθεί η ακτοπλοϊκή αγορά στο άμεσο μέλλον. Οι επενδύσεις που θα γίνουν θα προσδιορίσουν νέες χωρητικότητες και ποιότητες και, κατ’ επέκταση, θα αναπροσδιορίσουν τοποθεσίες και τιμές. Στο πλαίσιο του επικείμενου επενδυτικού ανταγωνισμού μεταξύ των ακτοπλοϊκών εταιρειών κρίσιμη μεταβλητή είναι και η χρηματοδότηση των αναγκαίων επενδύσεων, καθώς είναι αυτή που θα καθορίσει, εν τέλει, τη θέση των υφιστάμενων εταιρειών στην νέα αγορά αλλά και τη δυνατότητα εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο».
Η Ενδιάμεση Έκθεση ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2025 και παρουσιάζει τη διάρθρωση της αγοράς ακτοπλοΐας, τους προσδιοριστικούς παράγοντες της προσφοράς και ζήτησης, τις παραμέτρους ανταγωνισμού, το θεσμικό πλαίσιο και τους κανόνες υπό τους οποίους διαμορφώνονται οι επιχειρηματικές επιλογές και η συμπεριφορά των παικτών στην αγορά.
Μέσα από αυτή την έρευνα, αναδεικνύονται αναποτελεσματικότητες και πιθανές στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς, οι οποίες χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Παράλληλα, με την καταγραφή προβληματισμών και τη διατύπωση προκαταρκτικών θέσεων και προτάσεων, η Ενδιάμεση Έκθεση φιλοδοξεί να προκαλέσει έναν ειλικρινή και ανοιχτό διάλογο με τους αρμόδιους φορείς και τα ενδιαφερόμενα μέρη, με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την εύρεση της απαραίτητης ισορροπίας μεταξύ της οικονομικής βιωσιμότητας των παικτών της αγοράς και της εξυπηρέτησης του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να καταθέσουν τις θέσεις τους σχετικά με τα εξεταζόμενα ζητήματα μέσω υπομνημάτων μέχρι τις 14 Νοεμβρίου 2025 ή/και διά της συμμετοχής τους σε τηλεδιαβούλευση, η οποία θα διεξαχθεί στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου. Η ακριβής ημερομηνία της τηλεδιαβούλευσης θα ανακοινωθεί το επόμενο διάστημα, σημειώνει, τονίζοντας ότι ιι θέσεις των ενδιαφερομένων μερών θα αποτελέσουν πολύτιμο οδηγό για την κατάρτιση της Τελικής Έκθεσης.
Διευκρινίζεται ότι η Κλαδική Έρευνα στην Ακτοπλοΐα, της οποίας η Ενδιάμεση Έκθεση δημοσιεύτηκε σήμερα, είναι ανεξάρτητη από αυτεπάγγελτες έρευνες της Επιτροπής Ανταγωνισμού στον κλάδο, με τις οποίες διερευνώνται παραβάσεις του Ν. 3959/2011 και των άρθρων 101/102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα αποτελέσματα ωστόσο της παρούσας κλαδικής έρευνας, σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, συμβάλλουν στην πληρέστερη κατανόηση του κλάδου και των συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν.
Δείτε όλη την Ενδιάμεση Έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού:
endiamesi_aktoploia




