Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από το πλήθος των έολων επιχειρημάτων από ανθρώπους που εκτιμώ, σέβομαι και θεωρώ ότι έχουν βαθιά γνώση των ιδεών περί κουλτούρας, ηθικής, γνώσης για την περίπλοκη δομή μιας προσωπικότητας, κ.ο.κ.
1. Διάβασα όλες τις κηδείες αριστερών καλλιτεχνών, από τη Μελίνα μέχρι τον Αγγελόπουλο, στις οποίες δεν παρευρέθηκε η Δεξιά. Υπολανθάνον επιχείρημα είναι ότι αφού δεν παρευρέθηκε η Δεξιά, «απολίτιστη και πολωτική» ως γνωστόν, έχει το δικαίωμα και η Αριστερά να μην παρευρεθεί σε κηδεία καλλιτέχνη, ο οποίος για λόγους που δεν με αφορούν, ούτε με ενδιαφέρουν, ψήφιζε Δεξιά. Το επιχείρημα καταρρέει αυτοδίκαια λόγω Χατζηδάκη, (και πολλών άλλων), που διαμόρφωσαν τους «αισθητικούς μας ορίζοντες», οριστικά και αμετάκλητα, για την ακρίβεια προσδιόρισαν την ίδια την έννοια της «Αισθητικής».
2. Διάβασα δηλώσεις του Διονύση Σαββόπουλου διαμέσου των δεκαετιών, είτε χιουμοριστικές τύπου «ψηφίζω Μητσοτάκη επειδή ντύνεται καλύτερα», παραμορφωμένες δηλώσεις για το μεταναστευτικό, για τη νεορθοδοξία, ή άλλες που ήταν πραγματικά επιπόλαιες, και κατά περιόδους νεοσυντηρητικές. Και αυτές επίσης με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Διότι η συμβολή του Διονύση Σαββόπουλου είναι στη μουσική, στον στίχο, στο τραγούδι, κ.ο.κ. δεν είναι στην πολιτική φιλοσοφία, δεν είναι στη βαθυστόχαστη κοινωνιολογία της ελληνικής κοινωνίας ή στη συγκρότηση ιδεολογικών ρευμάτων.
Απορώ πραγματικά πώς κρίνεται ο Σαββόπουλος από αυτό. Είναι σα να διαβάζω το «Χρέος» του Θεοδωράκη και να του κάνω κριτική για τις ατέλειες, τα προβληματικά σημεία και τις απλοϊκότητες και εξ αυτού εκπορευόμενες να συμπαρασύρω το μουσικό του έργο. Για να μη μιλήσω για τον Χάιντεγκερ, τον κορυφαίο φιλόσοφο της κριτικής στον Διαφωτισμό, που πρακτικά διαμόρφωσε όλο το ρεύμα του μεταμοντερνισμού, τον αγαπημένο μου Σελίν και το αξεπέραστο αντιπολεμικό λογοτεχνικό του έργο, και τόσους άλλους, που κατά σύμπτωση αποδείχθηκαν και λίγο, έως πολύ, Ναζί στα πολιτικά τους. Δύο μέτρα και δύο σταθμά δεν είναι ό,τι καλύτερο για μία τοποθέτηση της Αριστεράς.
3. Αυτοί που σχολιάζουν αυτά κι άλλα πολλά δεν μπήκαν καν στον κόπο, για λόγους δεοντολογίας, να διαβάσουν το πρόσφατο βιβλίο του Σαββόπουλου, ως μία μορφή απολογισμού ή μιας απολογίας. Η δεοντολογία θα το επέβαλε πριν καταπιαστεί κάποιος με αυτές τις αναλύσεις του πόσο «κακός και απαράδεκτος» ήταν, μία ανάγνωση το πώς είδε ο ίδιος όλα αυτά, και πως τα έκρινε, τι αναθεώρησε, πώς τέλος πάντων επαναστοχάστηκε ή ένιωθε για την ίδια τη ζωή του. Στοιχειώδης δεοντολογία.
4. Ο Σαββόπουλος είναι αντικειμενικά, αντικειμενικά το υπογραμμίζω, «ογκόλιθος» της μουσικής. «Ογκόλιθος», «μουσικό τέρας», έτσι λένε οι φίλοι μου που ξέρουν από μουσική, γιατί είναι οι ίδιοι Μουσικοί. Αν κρίνω και από αυτά που είπε ο Ιωαννίδης, μάλλον έτσι θα είναι. Εγώ δεν ξέρω. Απλός ακροατής είμαι. Επειδή είμαι μιας ηλικίας άνθρωπος, ταυτίστηκα βιωματικά με τη μουσική του. Πολύ όμως. Σε κάθε περίπτωση είναι πλέον κλασικός. Αν με συγκίνησε τόσο πολύ τότε, – στη συγχρονία ας πούμε, συγκίνησε εξίσου και τα παιδιά μου στη διαχρονία. Και θα τον ακούν και οι επόμενες γενιές. Ανήκει σε μια μεγάλη γενιά που σε διάστημα 20-30 χρόνων διαμόρφωσαν ένα εκρηκτικό μουσικό τοπίο στη χώρα και ταυτόχρονα, όπως λέει και ο Μαρξ, διαμόρφωσαν μία «εθνική κουλτούρα» που εν δυνάμει γινόταν «παγκόσμια κουλτούρα». Θεοδωράκης, Χατζηδάκης, Ξαρχάκος, Μικρούτσικος, Μαρκόπουλος και τόσοι άλλοι.
Όλα τα σχόλια, καλοί και κακοί δίσκοι, βαθυστόχαστες αναλύσεις εάν όλο το έργο του είναι αξιόλογο, εάν παρασύρθηκε από τη συντηρητική στροφή του, κ.ο.κ. έχουν απλά «την πλάκα τους». Ένα κορυφαίο βιβλίο γράφει, κατά κανόνα, ένας συγγραφέας και μερικά άλλα, ενδιαφέροντα μεν, όχι κορυφαία. Ένα ή δύο, άντε τρεις κορυφαίους δίσκους το μέγιστο ένας μουσικός (εκτός εάν πρόκειται για τους Beatles).
Οι «μουσικές» κακεντρεχείς αναλύσεις που διάβαζα, μου θυμίζουν κάτι Αμερικανούς τουρίστες που πάνε στην Ακρόπολη, και στραβομουτσουνιάζουν, σιγοψυθιρίζοντας: «αυτή είναι η Ακρόπολη, χμ δε μου αρέσει». Δικαίωμα τους θα μου πείτε. Αλλά η Ακρόπολη μάλλον δεν θίγεται, δεν κλονίζεται η αυτοπεποίθησή της.
5. Όταν φεύγει ένας αδιαμφισβήτητα μεγάλος μουσικός, δεν «βάζουμε δίσκους στο σπίτι μας» -το κάνουμε κι αυτό, αλλά πάμε στην κηδεία, διότι η κηδεία είναι κοινωνική πράξη και κοινωνική πρακτική- στο χωριό, στην πόλη, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά μας. Πρώτη φορά ακούω την «εξατομίκευση του πένθους στο σπίτι μας» ως «κοινωνική πρακτική». Δίνω κάθε δικαίωμα σε έναν άνθρωπο να μη θέλει να πενθήσει, επειδή δε συμπαθούσε τον γείτονα ή τον συνάδελφό του ή επειδή δεν τον σεβόταν αρκετά, αλλά στην κηδεία θα πάει, χάριν της κοινωνικής συνοχής του χωριού ή του επαγγέλματος, ή της αλληλεγγύης προς τους πραγματικά πενθούντες, την οικογένεια τους κοινούς φίλους, ή για οποιαδήποτε άλλο λόγο. Κοινώς θα εκφράσει «δημόσια», μόνο «δημόσια», το πένθος του. Αν πρόκειται για ένα μεγάλο μουσικό, τόσο επιδραστικό σε διαδοχικές γενιές, φοβάμαι πως δεν υπάρχει επιλογή.
Είναι «ανιστόρητη ασέβεια», διότι ό,τι μας διαμόρφωσε ανοικτά ή υπόκρυφα το σεβόμαστε. Θα άκουγα το επιχείρημα ότι το έργο του δεν είχε αντίκτυπο, ότι ήταν πρόσκαιρο και χάθηκε. Μόνο που αυτό δεν λέγεται, ούτε για αστείο. Η Αριστερά συνομιλεί διαρκώς με την Ιστορία, αποστρέφεται την ερμηνεία της συγκυρίας από λόγους και παράγοντες της συγκυρίας, συνομιλεί και τακτοποιεί τις υποθέσεις της, από μία απλή ομιλία στη Βουλή, μέχρι τις πιο βαθιές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που οραματίζεται, σε συνεχή διάλογο με την Ιστορία, και τα στοιχεία που εμπλουτίζουν την ερμηνεία και κυρίως την πολιτική πρακτική της. Και ο Σαββόπουλος ήταν μέρος της Ιστορίας μας. Με μια λέξη, θα έπρεπε υποχρεωτικά η Αριστερά να πάει στην κηδεία.
6. Η φρικτή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη, με διαφορά η πιο «διεφθαρμένη κυβέρνηση» που πέρασε από τον τόπο στη μεταπολίτευση, «αρπακτικά» κανονικά, υπηρέτες των πιο στενών και δόλιων επιχειρηματικών και ολιγαρχικών συμφερόντων, που διαλύουν την ελληνική κοινωνία και υποθηκεύουν το μέλλον της, αυτή η κυβέρνηση έστησε μία πρωτόγνωρη κυβερνητική φιέστα με την κηδεία του Σαββόπουλου. Είναι πιεσμένη. Τους έπιασαν στα πράσα, ως κλασικούς «κλεφτοκοτάδες» των ευρωπαϊκών πόρων και το «κίνημα των Τεμπών» πραγματικά γονάτισε την κυβέρνηση.
Προσωπικά θα μποϊκόταρα, θα αποδομούσα, την κυβερνητική φιέστα με χίλιους δύο διαφορετικούς τρόπους. Θα απέδιδα τον αυθεντικό, τον ειλικρινή, τον δεοντολογικά ορθό φόρο τιμής στον Διονύση Σαββόπουλο. Θα πήγαινα θα άφηνα ένα λουλούδι, θα άκουγα με δέος την καταπληκτική ομιλία του Ιωαννίδη, θα ανακατευόμουνα με το πλήθος, επιδεικτικά θα αποχωρούσα όταν θα μιλούσε, ο μάλλον άσχετος με τη μουσική, Πρωθυπουργός της χώρας. Μπορώ να σκεφτώ δεκάδες τρόπους, αλλά κάθε ένας από μας, τους αρχηγούς, τα πολιτικά στελέχη, Αριστερούς κάθε κοπής και είδους, θα έβρισκαν τον δέοντα τρόπο να ξεπεράσουν αυτό τον σκόπελο της αποπνικτικής υποκρισίας της Δεξιάς. Αποδίδοντας τον φόρο τιμής στον μοναδικό μουσικό.
7. Και το τελευταίο σχόλιο. Είμαστε «κοπάδια», αντιδρούμε ως «κοπάδι». Η μαζική αναπαραγωγή του χουντοδεξιού, δεν τον ήξερα καν, κάποιου Δρυμιώτη, (τρέχα γύρευε δηλαδή), για το ότι «οι αριστεροί δεν μπορεί να είναι Έλληνες» δεν εμπλουτίζει τον διάλογο. Τα «κοπάδια» στα social media είναι «κοπάδια». Για να ενισχύσουμε την έλλειψη πένθους, την αποτρόπαια έλλειψη χειρισμού, την αμηχανία, φθάσαμε στην πιο γελοία αντιμετώπιση ενός ανύπαρκτου τύπου. Κάτι σαν τη συνεχή ενασχόληση με το «τι είπε ο Άδωνης», ο Πρετεντέρης, ο Πορτοσάλτε, κ.ο.κ., προκειμένου να κρύψουμε το τι λέμε εμείς, τι έχουμε να πούμε εμείς, τι κάνουμε εμείς, πώς ηγεμονεύουμε μία συζήτηση, καλλιεργούμε μία ιδέα, συγκροτούμε μία πρακτική. Δεν αποτελεί απάντηση στο επίμαχο θέμα.
Μάλλον αξίζαμε και αξίζουμε καλύτερα.
* Ο κ. Γιώργος Σταθάκης είναι πρώην υπουργός, πρώην βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία

