«Ελαίας Δρόμοι» είναι το νέο ντοκιμαντέρ της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ιεράπετρας Ελένης Βλάσση που καταγράφει τον διαχρονικό πολιτισμό της ελιάς, που έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις, καθώς ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι από τα μινωικά χρόνια μέχρι και σήμερα, στο αρχαίο Ιερό Αλσος Καβουσίου άνθισε η ελαιοκαλλιέργεια.
Θέμα του ντοκιμαντέρ είναι το ιερό Αλσος του Καβουσίου Λασιθίου με τον αρχαίο ελαιώνα και την αρχαιότερη μινωική ελιά, τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους Αζοριά, Κάστρο, Βρόντος που το περιβάλουν, τα βυζαντινά εξωκλήσια, τα φαράγγια Μέσωνα και Χαυγά, το δίκτυο μονοπατιών.
Ήδη έχουν ξεκινήσει τα γυρίσματα του και με αφορμή αυτό το γεγονός η καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Ελένη Βλάσση, ο Πρόεδρος Κοινότητας Καβουσίου Ιωάννης Ρεμεδιάκης και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καβουσίου θα δώσουν συνέντευξη Τύπου όπου αναμένεται να αναπτύξουν τις πτυχές του ντοκιμαντέρ ενώ θα ακολουθήσουν εκδηλώσεις, που θα γίνουν στην αρχαιότερη Μινωική Ελιά, στην περιοχή Αζοριά Καβουσίου, του Δήμου Ιεράπετρας, την Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016 και ώρα 11:30 π.μ.
Η ελιά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή και ανάπτυξη των λαών οι οποίοι έζησαν στην περιοχή αυτή σημειώνουν οι οργανωτές της εκδήλωσης.
Επισημαίνουν ότι από εδώ μεταφέρθηκε η γνώση της ελιάς σε όλες τις χώρες, που βρέχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Το λάδι αποτελεί ίσως το μοναδικό σημείο αναφοράς για όλους τους λαούς της Μεσογείου, τόσο ως τροφή, όσο και ως σύμβολο παγκόσμιας ειρήνης.
Σύμφωνα με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ιεράπετρας Ελένη Βλάσση το ντοκιμαντέρ θα κάνει «flash back» στο χρόνο και παραλληλισμό της ζωής των ανθρώπων της Μινωικής και της σύγχρονης εποχής, καθώς το Καβούσι θεωρήθηκε εξ’ αρχής σαν ένα είδος οικισμού – μοντέλου για την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, αφού κατοικείται από τη νεολιθική εποχή, διατρέχοντας αδιάλειπτα τους αιώνες μέχρι τις μέρες μας, . Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς γεφυρώνουν την περίοδο που μεσολαβεί από την εξαφάνιση του Μινωικού πολιτισμού έως την εμφάνιση του ελληνικού πολιτισμού, στο αποφασιστικό αλλά αρκετά υποτιμημένο μεσοδιάστημα της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Ακόμη επισημαίνεται από τους συνετελεστες του ότι στους ίδιους βράχους, στα ίδια μονοπάτια, στους ίδιους αρχαίους ελαιώνες, στα ίδια καλντερίμια, δραστηριοποιήθηκαν οι άνθρωποι στο πέρασμα των αιώνων. Από τις ίδιες αρχαίες ελιές του Καβουσίου ηλικίας πάνω από 5000 χρόνια, που φύτεψε κατά τους θρύλους ο Μίνωας στη χαραυγή της ιστορίας μάζευαν οι Μινωίτες τον καρπό της ζωής, που ανέθρεψε και ανατρέφει όλες τις γενεές ανά τις χιλιετίες.
Υπενθυμίζεται πως η αρχαία μινωική ελιά του Καβουσίου είναι ένα από μνημειακά ελαιόδεντρα που υπάρχουν στην Κρήτη και αποτελεί σημαντικό μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς. Βρίσκεται νότια του χωριού στη περιοχή “Aζοριά” στο κέντρο ενός αρχαίου ελαιώνα μαζί με άλλες ελιές, σε υψόμετρο 252 μέτρα.
To ελαιόδεντρο έχει ανακηρυχθεί από τον Σύνδεσμο Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης ως «μνημειακό» λόγω των μεγάλων διαστάσεων του κορμού του και λόγω της θέσεώς του κοντά στους αρχαίους οικισμούς «Βρόντος», «Ακρόπολη Αζοριά», «Πλάι του Κάστρου». Πρόκειται για δέντρο με κορμό τεραστίων διαστάσεων, με περίμετρο 22, 10 μ. στη βάση και μέγιστη διάμετρο 14, 20 μέτρα. Στα ογδόντα εκατοστά από το έδαφος η μέγιστη διάμετρος είναι 4, 95 μέτρα και η περίμετρος της στα 14, 20 μέτρα.
Οι διαστάσεις του κορμού και η πολύ μεγάλη στηθαία περίμετρός της αρχαιότερης Μινωικής ελιάς, την κατατάσσουν ως την μεγαλύτερη από τα λίγα μεγάλα δέντρα που υπάρχουν στην Κρήτη, στην Ελλάδα και στην Μεσόγειο. Ο συμμετρικός κορμός της με εξαιρετικό ανάγλυφο και εσωτερική σπηλαίωση είναι σήμερα κλεισμένος με πέτρες και χώμα για τη διευκόλυνση της συγκομιδής κόμη έχει κλαδευτεί όμορφα και συμμετρικά και φτάνει το ύψος περίπου των επτά μέτρων.
Το ντοκιμαντέρ όπως τονίζεται έρχεται να αναδείξει το ιδιαίτερο επιστημονικό, αρχαιολογικό, ιστορικό, οικολογικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον που έχει η περιοχή, ούτως ώστε να τεθεί σε καθεστώς αυστηρής προστασίας.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ