Τα σκληρά και ημίσκληρα τυριά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της τυροκομικής και της διατροφικής παράδοσης της Ελλάδας.
Η χώρα μας περιλαμβάνεται στις τρεις πρώτες της Ευρώπης στην κατά κεφαλήν κατανάλωση και στις 10 πρώτες στην παραγωγή τυριών μεταξύ της ΕΕ-28. Στην εγχώρια αγορά τα νοικοκυριά διαθέτουν κατά μέσο όρο 8,74 ευρώ τον μήνα για την αγορά σκληρών και ημίσκληρων τυριών έναντι 12,34 ευρώ για μαλακά, με το κεφαλοτύρι να έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις των καταναλωτών, στο οποίο, μάλιστα, πραγματοποιούνται εισαγωγές αξίας άνω των 17,7 εκατ. ευρώ.
Οι τρόποι νοθείας των σκληρών και ημίσκληρων τυριών, παρουσιάζονται στο ρεπορτάζ του Γιάννη Σάρρου στην εφημερίδα “Υπαιθρος Χώρα”, με αφορμή συχνές καταγγελίες κτηνοτρόφων, μελών συνεταιρισμών, ακόμη και τυροκομικών μονάδων για συστηματικές προσπάθειες νοθείας στον συγκεκριμένο κλάδο, που συχνά συντελούνται. Νοθεία, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή χρησιμοποίησης αγελαδινού γάλακτος, εισαγόμενου αιγοπρόβειου ή άλλων υποκατάστατων.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, σε επιχειρήσεις κάθε κρίκου της αλυσίδας, από την παραγωγή έως και τη διακίνηση, τέθηκε το απλό ερώτημα: «Πώς γίνεται η νοθεία και σε τι συνίστανται οι απάτες», για τις οποίες πολλοί γνωρίζουν, αλλά λίγοι μιλούν. Μιλήσαμε με έμπειρους τυροκόμους και με επαγγελματίες εμπόρους που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τις… μεθόδους που μετέρχονται οι κερδοσκόποι. Πλαστές ταυτότητες και εισαγόμενο γάλα που ανακατεύεται με το ελληνικό, είναι ο συνήθης τρόπος δράσης, η οποία συστηματικά υπονομεύει το εισόδημα των παραγωγών και των καλών επαγγελματιών τυροκόμων, τους υγιείς συνεταιρισμούς και τη δυναμική μιας ακόμα κατηγορίας εγχώριων προϊόντων. Και όλα αυτά, στη σκιά νομοθετημάτων και διατάξεων που στα χαρτιά… καλά κρατούν”.
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΟΥΓΙΑ «ΗΠΕΙΡΟΥ»
Απροκάλυπτη είναι η απάτη με τις πλαστές ταυτότητες που περιγράφουν από παραγωγοί μέχρι έμποροι. Κάθε παρτίδα που παράγεται την ίδια μέρα σε ένα τυροκομείο φέρει έναν αριθμό με συγκεκριμένους κωδικούς και με αριθμό ΠΟΠ (εφόσον πρόκειται για ΠΟΠ). Η πρακτική με την οποία εξαπατούν λιανέμπορους και τελικούς καταναλωτές κάποιοι χονδρέμποροι, αναφέρουν οι μαρτυρίες, είναι απλή. Αγοράζουν έναν αριθμό κεφαλιών τυριών με καθόλα νόμιμο τρόπο, με τα παραστατικά τους, τις αποδείξεις τους, τα πιστοποιητικά τους. Ο ίδιος μπορεί να έχει φέρει πολλαπλάσιο αριθμό κεφαλιών τύπου γραβιέρας, κεφαλογραβιέρας κ.λπ., από τη Βουλγαρία ή τη Ρουμανία (απ’ όπου προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εισαγωγών αυτών των τυριών). Με έναν… μαγικό τρόπο, βρίσκονται όλες οι ποσότητες, και οι εγχώριες και οι εισαγόμενες, να πωλούνται σε καταστήματα λιανικής με την ταυτότητα που φέρουν οι εγχώριες που αγόρασε ο έμπορος, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να τρώει κεφαλογραβιέρα Ρουμανίας για… Θεσσαλίας, και μάλιστα «με ούγια».
ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΟ ΓΑΛΑ, ΑΛΛΑ Η ΓΡΑΒΙΕΡΑ ΠΟΠ
Γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πρακτική δεν είναι άλλη από την ελληνοποίηση της πρώτης ύλης. Και αυτό, όπως μας πληροφόρησαν άριστοι γνώστες της αγοράς, δεν συμβαίνει συνήθως από μικρά, παραδοσιακά τυροκομεία που τυροκομούν 200, 300 ή και 500 κιλά την ημέρα, αλλά από κάποιες μεγάλες τυροκομικές μονάδες που είναι… «μέσα στα κόλπα». Στην πραγματικότητα, αγοράζουν κάποιες ποσότητες ντόπιο πρόβειο γάλα με 78 λεπτά, εισάγουν ένα άλλο ποσοστό στα 50 λεπτά και έχουν ένα τελικό αποτέλεσμα κόστους γάλακτος 65 λεπτά, ίσως και παρακάτω, ανάλογα με τις ποσότητες που εισήγαγαν. Συνεπώς, έχει ασκηθεί αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος του τυροκομείου, που προμηθεύτηκε όλη την πρώτη ύλη από τον τόπο του και απάτη σε βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι αγοράζουν για ντόπιο προϊόν ένα σκληρό τυρί με εισαγόμενο γάλα.
«Είναι κραυγαλέα ένδειξη τέτοιας απάτης και η τιμή στην οποία βλέπουμε να πουλάει κάποιος το τελικό προϊόν. Όταν ξέρουμε ότι για να κάνεις ένα κιλό γραβιέρα, για παράδειγμα, θέλεις αρχή-τέλος, δηλαδή μέσο όρο όλης της σεζόν, περίπου 7 κιλά γάλα που το αγοράζουμε όλοι 78-80 λεπτά το κιλό, δεν μπορεί ένα τυροκομείο να πουλάει το τελικό προϊόν κάτω από την τιμή κόστους του γάλακτος που χρειάστηκε για την παρασκευή του. “Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;”, που λέει κι ο λαός μας», περιγράφει πολύπειρος παραδοσιακός τυροκόμος.
TA EIΣΑΓΟΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΚΕΡΔΟΦΟΡΑ ΓΙΑ ΧΩΡΟΥΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
Με γνώμονα τη διαμόρφωση ελκυστικότερων τιμών για τους πελάτες τους, ξενοδοχειακές μονάδες και μάλιστα σε κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς δεν επιλέγουν σκληρά και ημίσκληρα τυριά από τον τόπο τους. «Τα ξενοδοχεία επιλέγουν το χαμηλότερο κόστος και το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος», σημειώνει παραγωγός-τυροκόμος από την Κρήτη. Ελάχιστοι, όπως μας λένε εκπρόσωποι του κλάδου από το νησί, είναι οι επιχειρηματίες που έχουν αρχίσει να διαφοροποιούν το πελατολόγιό τους, διαμορφώνοντας διαφορετικά πακέτα τιμών με βάση την προέλευση του προϊόντος που προσφέρουν. Δηλαδή, άλλη τιμή, λίγο πιο αυξημένη, για να βάλουν ντόπιο τυρί και άλλα ντόπια προϊόντα. Όσο για τα εστιατόρια, οι ίδιοι μας είπαν χαρακτηριστικά: «Πόσα είναι τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, όπου έχουμε υπάρξει όλοι μας πελάτες, τα οποία διευκρινίζουν εάν το τυρί που σερβίρουν είναι ελληνικό, ρουμάνικο ή βουλγάρικο;».
Πηγή: ypaithros.gr