Καλοκαίρι. Αύγουστος, αυτές οι ήσυχες πια μέρες στην πατρίδα των παιδικών μας χρόνων μας φέρνουν στο μυαλό αναμνήσεις από τα ξέφρενα χρόνια της αθωότητας.
Με το άρωμα του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου να πλανάται γύρω μας.
Με την αλμύρα να καίει το κορμί και να την ξεπλένεις στην αυλή με το λάστιχο.
Τη γεύση παγωτού στα χείλη.
Τα θερινά σινεμά με τα ταξίδια του νου, στραμμένοι προς τον ουρανό υπό το βλέμμα του φωτεινού Βέγα και με τα δάχτυλα να μπλέκονται μεταξύ τους στα κρυφά κάτω από τα τραπεζάκια.
Με την κιθάρα και το χορό δίπλα στο κύμα.
Με τον έρωτα να μας παίρνει το μυαλό και την πεποίθηση πως θα κρατήσει για πάντα.
Με τις σιωπές αμηχανίας στα ευθύβολα βλέμματα.
Τα αναψοκοκκινισμένα δέρματα.
Τα πρώτα φιλιά που δεν είχαν τέλος.
Τα πρώτα τσιγάρα στα βραχάκια τη νύχτα, μη μας δει κάνα μάτι.
Οι βόλτες με τα μηχανάκια σε ερημικές παραλίες.
Οι καυγάδες με τους γονείς για την ώρα της επιστροφής.
Οι συναυλίες και οι βραχνές φωνές την επομένη.
Οι πρώτες μπύρες.
Τα πρώτα μεθύσια.
Τα γέλια και οι φιλοσοφικές συζητήσεις περιμένοντας μισοζαλισμένοι την ανατολή και έπειτα οι βουτιές στα σκοτεινά νερά.
Με την προσμονή του αύριο και τα όνειρα για το πώς θα είμαστε όταν γίνουμε είκοσι, τριάντα, σαράντα…
Ψάχναμε στα βιβλία, αναλύαμε τους άλλους και τον εαυτό μας.
Ανακαλύπταμε καταστάσεις, σχέσεις, αισθήσεις, νέες σκέψεις με μια ανεξάντλητη περιέργεια για τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που ξεδιπλωνόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας και εμείς έτοιμοι να τον αρπάξουμε σαν να προσπαθούμε να καβαλήσουμε τη ράχη του Κενταύρου.
Δεν ξέραμε τίποτε. Αλλά οι μύθοι μας ήταν τόσο αληθινοί για μας, που νομίζαμε πως τα ξέραμε όλα.
Οι παρέες, τότε που δεν υπήρχαν ακόμα οι δικαιολογίες που μας χωρίζουν. Τότε που το καλοκαίρι ήταν σχεδόν ατελείωτο και η φιλία ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Τότε που δεν χρειαζόμασταν πολλά για να είμαστε ευτυχισμένοι.
Τα χρόνια πέρασαν, μεγαλώσαμε, φτιάξαμε σπίτια σε άλλα μέρη, αλλάξαμε δουλειές, βρήκαμε άλλους τρόπους να κερδίζουμε τη ζωή. Όμως παρά τις μεγάλες αλλαγές κάθε Αύγουστο η παρέα ξανασμίγει στο νησί, στα ίδια μέρη, στις ίδιες θάλασσες, ξανακάνει τις ίδιες γνώριμες διαδρομές, με εκείνη την αδιόρατη μελαγχολία πως δεν είμαστε πια παιδιά μα με την ίδια λαχτάρα, όπως τότε, πως και αυτός ο Αύγουστος θα κρατήσει για πάντα.