Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του κράτους, αντιμετωπίζεται στη χώρα μας ως μια τυπική, διεκπεραιωτική διαδικασία. Δεν θα έπρεπε. Γιατί ο προϋπολογισμός αφενός αποτελεί την κορωνίδα της ετήσιας κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, αφετέρου είναι η μετάφραση σε αριθμούς, της πολιτικής μιας κυβέρνησης και του σχεδίου που έχει για την υλοποίησή της.
Για αυτούς τους λόγους η στενή λογιστική προσέγγιση, η αποστεωμένη και στατική παράθεση αριθμών, οι «εικασίες» πάνω σε έσοδα και έξοδα, άνευ αξιολόγησης και συγκεκριμένης στόχευσης, θα έπρεπε να ανήκουν στο παρελθόν. Για να το πω διαφορετικά ο κρατικός προϋπολογισμός θα έπρεπε να είναι ένα πεδίο διεξοδικής συζήτησης ουσίας και όχι μια εθιμοτυπική, πενθήμερη, προεόρτια παράθεση παράλληλων μονολόγων. Και βέβαια δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό, γιατί μπορούμε απλά να μιμηθούμε τις καλές πρακτικές άλλων χωρών.
Σε πάνω από τις μισές χώρες του ΟΟΣΑ ο μέσος χρόνος διάρκειας συζήτησης του προϋπολογισμού είναι 3 με 4 μήνες. Η Ελλάδα και εδώ, κατέχει τη θέση του ουραγού. Στις ΗΠΑ, την ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη, ο προϋπολογισμός συζητείται για οκτώ ολόκληρους μήνες! Και όταν λέω συζητούν, κυριολεκτώ. Συζητούν. Δηλαδή επεμβαίνουν πάνω στο προτεινόμενο κείμενο του προϋπολογισμού δυναμικά και το συνδιαμορφώνουν εκ νέου. Σε αντίθεση με εμάς, όπου το νομοθετικό σώμα, δηλαδή η Βουλή. απλώς εγκρίνει ή απορρίπτει στο σύνολό του τον προϋπολογισμό, οι έξω τον ξαναγράφουν!
Τι κερδίζουν από όλα αυτά; Διαφάνεια. Ακρίβεια. Εγκυρότητα.
Πρόκειται για μια ανοιχτή διαδικασία, που καταλήγει σε ένα εύχρηστο εργαλείο, προσβάσιμο και κατανοητό από τον μέσο πολίτη. Ότι ακριβώς οφείλει να κάνει δηλαδή, κάθε χρηστή δημοκρατική διακυβέρνηση. Στη χώρα μας, αντιθέτως, δεν εξετάζουμε ουσιαστικά την κατανομή των κονδυλίων, αφού ποτέ δεν αξιολογούμε τις δράσεις και τα αποτελέσματα. Όμως, δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να κατευθύνουμε κονδύλια σε κωδικούς, χωρίς να έχει προηγηθεί η σαφής αξιολόγησή τους. Η αξιολόγηση και η συγκεκριμένη στόχευση κάθε δράσης θα έπρεπε να αποτελούν εδώ και καιρό την απόλυτη προτεραιότητά μας. Γιατί εδώ, στα καθ’ ημάς, όταν η παρούσα, εθιμοτυπική διαδικασία τελειώσει το Σάββατο, τα μεσάνυχτα -όλοι γνωρίζουμε- πως πιθανότατα θα έχουμε ψηφίσει μια «μαγική εικόνα».
Κάθε Υπουργός δύναται να αυθαιρετήσει, αναπροσαρμόζοντας τους κωδικούς του Υπουργείου του, δρώντας κατά βούληση. Είναι σαφές πως με αυτό το μοντέλο τού προϋπολογίζειν κανείς δεν ξέρει που πάνε τα λεφτά μας. Και η παρούσα κυβέρνηση, δεν φαίνεται να επιθυμεί να αλλάξει το συγκεκριμένο, στατικό -όπως προείπα- μοντέλο, επειδή τη βολεύει και αυτήν.
Η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να χρεώνει τους Έλληνες με επιπλέον 2, 5 δισ. ευρώ για το 2017, μόνο και μόνο για να συντηρηθούν αναιτιολόγητες σπατάλες. Η κυβέρνηση επιβάλλει αύξηση έμμεσων φόρων για το 2017 κατά 1, 3 δισ. ευρώ! Και ας διατείνεται πως γνωρίζει ότι τέτοιου είδους φόροι πλήττουν όλες τις κοινωνικές τάξεις ανεξαιρέτως, ακόμη και αυτές για τις οποίες υποτίθεται ότι μεριμνά, λόγω ταξικής συνάφειας. Τι εμπεριέχεται όμως σε αυτά τα 1, 3 δισ.;
Καταρχάς, μεσούσης της συζήτησης για τον προϋπολογισμό, ο Πρωθυπουργός πριν λίγες ημέρες, εξήγγειλε νέες κρατικές δαπάνες με την περίφημη επαναφορά της «13ης σύνταξης» -που εντέλει αποκαλύφθηκε πως είναι ένα εφάπαξ βοήθημα- αλλάζοντας σημαντικά τα στοιχεία του προϋπολογισμό, πάνω στα οποία συζητούσαμε… Η παρούσα κυβέρνηση, αν και συχνά επικαλείται το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς», συνεχίζει στα βήματα των προκατόχων της, που αντιμετώπιζαν το κράτος ως φέουδο. Συνεχίζει να διογκώνει το Υπουργικό Συμβούλιο, προσλαμβάνοντας στρατιές κομματικών συμβούλων. «Ανακαλύπτει» και θεσμοθετεί νέες πατέντες και νέους τύπους Γραμματέων, υπερδιπλασιάζοντας τον αριθμό τους. Φτάσαμε στο δυσθεώρητο νούμερο των 151 Γραμματειών για να τρέξει η κρατική μηχανή και τα Υπουργεία. Τον Ιανουάριο του 2015 ήταν 72!
Για να μην αναφερθώ στους αθρόους διορισμούς μελών Διοικητικών Συμβουλίων, διαφόρων Οργανισμών. Φτάσαμε να έχουμε Οργανισμούς του Δημοσίου, που οι σύμβουλοι είναι περισσότεροι από τους εργαζόμενους! Σε άλλες περιπτώσεις Οργανισμών -δεν γίνεται- ενώ έχουν προ πολλού χάσει τον όγκο εργασιών τους -για να μην πω το αντικείμενό τους- να έχουμε νέες, αδικαιολόγητες προσλήψεις.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της εταιρείας Κτιριακές Υποδομές Α.Ε. (ΚΤΥΠ). Μια εταιρεία, χωρίς ιδιαίτερο έργο τα τελευταία χρόνια, δίχως δηλαδή να χτίζει σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές ή άλλες παρόμοιες κρατικές εγκαταστάσεις, συνεχίζει να προσλαμβάνει υπαλλήλους. Στο υπάρχον προσωπικό 330 ατόμων, προχθές με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, προστέθηκαν ακόμη 220. Η κυβέρνηση συνεχίζει να δαπανά εκατομμύρια ευρώ ανά έτος σε ενοίκια για κρατικές υπηρεσίες, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν αναξιοποίητα κτίρια του Δημοσίου.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του κτιρίου Κεράνη, αλλά και όπου αλλού ανά την Επικράτεια. Οι μετεγκαταστάσεις υπηρεσιών αναβάλλονται διαρκώς, υπό το βάρος συνδικαλιστικών πιέσεων στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί στη χειρότερη, συνδιαλλαγές και πελατειασμοί, οδηγούν το Δημόσιο στο να πληρώνει έως και 24 ευρώ / τετραγωνικό μέτρο! Τιμή που παρασάγγας απέχει από αυτές της αγοράς.
Για να κατανοήσει κανείς τι σημαίνει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3, 5%, πρέπει να σκεφτεί πως η πιο δυνατή οικονομία της Ευρώπης, η γερμανική, έχει πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 1, 8%. Η δε Κύπρος, μετά τη βάσανο του Μνημονίου και τη θαυμαστή προσαρμογή της στις μεταρρυθμίσεις, ακολουθεί με πρωτογενές πλεόνασμα, μόλις 1, 4%. Οι υπόλοιπες χώρες υπολείπονται και αρκετές είναι ελλειμματικές. Για αυτό λοιπόν λέμε πως άλλη λύση στο πρόβλημα της χώρας, από την πραγματοποίηση σημαντικού όγκου επενδύσεων, στον συντομότερο δυνατό χρόνο, δεν υπάρχει.
Την ίδια στιγμή, τα κονδύλια που δίνονται για τη στήριξη της ανέργων είναι μόλις ο, 7% του ΑΕΠ, δηλαδή κάτω από το μισό του κοινοτικού μέσου όρου (1, 5%), ενώ έχουμε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη! Δεν γίνεται να μην προχωρούν ή να ναυαγούν, προ καιρού αποφασισμένες αποκρατικοποιήσεις. Για παράδειγμα, πέρυσι. Η κυβέρνηση προσδοκούσε από ιδιωτικοποιήσεις περίπου 2, 5 δισ. ευρώ. Έλαβε μόλις 499, 8 εκ. ευρώ. Για το 2017 υπολογίζει πως θα εισπραχθούν 2, 03 δισ. ευρώ. Μακάρι! Αλλά με την απλή μέθοδο των τριών, οι αριθμοί μάλλον δεν βγαίνουν.
Τι φταίει; Το γνωστό μοτίβο: Το θεατρικό έργο που κάθε φορά η κυβέρνηση στήνει, με αφορμή μια αποκρατικοποίηση. Γιατί δεν έχει ακόμη πειστεί σε βάθος, για το πόσο σημαντική είναι η επιχειρηματικότητα και το επενδύειν, στο σημερινό οικονομικό γίγνεσθαι. Η περίπτωση του ΔΕΣΦΑ, μόλις την προ-προηγούμενη εβδομάδα είναι χαρακτηριστική. Ο ΔΕΣΦΑ ήταν μια «ουρά» ακόμη από την πρώτη αξιολόγηση, που μεταφέρεται και στη δεύτερη αξιολόγηση, και από τον προϋπολογισμό του 2016 στον προϋπολογισμό του 2017. Μείον 400 εκ. ευρώ λοιπόν στα ταμεία.
Η παροιμιώδης κυβερνητική αναξιοπιστία, ξαναχτύπησε. Δεν γίνεται όμως να συνεχίσουμε έτσι. Γιατί ο λογαριασμός είναι βαρύς και άδικα κατανεμημένος σε όλους μας. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε, αυξάνοντας αντί να μειώνουμε την κρατική σπατάλη. Και ας μην παραπλανούμαστε από το γεγονός πως οι δαπάνες των γενικών υπηρεσιών του ελληνικού κράτους είναι κοντά στον κοινοτικό μέσο όρο. Γιατί διασφαλίζουν πολύ χαμηλότερες κοινωνικές παροχές στους Έλληνες και στις Ελληνίδες.
Αλλιώς. Όλη αυτή η ραγδαία αύξηση φόρων και εισφορών επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, θα μπορούσε να είναι δικαιολογημένη, αν στήριζε ένα αξιοζήλευτο κοινωνικό κράτος. Ή διαφορετικά, αν οι πολίτες απολάμβαναν υψηλής ποιότητας παροχές, σε υγεία, παιδεία, πολιτισμό και υποδομές. Αλλά δυστυχώς, όπως όλοι ξέρουμε δεν είναι έτσι.
Για παράδειγμα: Ακούμε καθημερινά ιστορίες ντροπής για νοσοκομεία, σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες, που λειτουργούν στο μίνιμουμ του επιπέδου, που αρμόζει σε ευρωπαϊκό κράτος. Η τελευταία έκθεση – καταπέλτης της Κομισιόν για τις «μεταρρυθμίσεις» της παρούσας κυβέρνησης, αλλά και για τη διαχείριση των κονδυλίων της Παιδείας, είναι αποκαλυπτική… Όπως επίσης και η έκθεση ΠΙΖΑ για την απόδοση των Ελλήνων μαθητών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να χρεώνει τους Έλληνες με επιπλέον 2, 5 δισ. ευρώ για το 2017, μόνο και μόνο για να συντηρηθούν αναιτιολόγητες σπατάλες. Η κυβέρνηση επιβάλλει αύξηση έμμεσων φόρων για το 2017 κατά 1, 3 δισ. ευρώ! Και ας διατείνεται πως γνωρίζει ότι τέτοιου είδους φόροι πλήττουν όλες τις κοινωνικές τάξεις ανεξαιρέτως, ακόμη και αυτές για τις οποίες υποτίθεται ότι μεριμνά, λόγω ταξικής συνάφειας. Τι εμπεριέχεται όμως σε αυτά τα 1, 3 δισ.;
Ας δούμε μερικά από αυτά:
• 219 εκ. ευρώ από την αύξηση του ΦΠΑ σε προϊόντα και υπηρεσίες που αφορούν τον κάθε Έλληνα και την κάθε Ελληνίδα.
• 439 εκ. ευρώ από τον ΕΦΚ στη βενζίνη και το πετρέλαιο.
• 142 εκ. ευρώ από τον ΕΦΚ στα τσιγάρα και τον καπνό.
• 54, 2 εκ. ευρώ από το τέλος συνδρομητών σταθερής τηλεφωνίας και, τέλος, 62 εκ. ευρώ από τον φόρο στον καφέ.
Φαντάζομαι πως κανείς δεν θεωρεί είδη πολυτελείας όλα τα παραπάνω. Κι, όμως, η κυβέρνηση εξακολουθεί να τα υπερφορολογεί, άδικα – γιατί άδικη και κοινωνικά ανάλγητη είναι, ξαναλέω, η έμμεση φορολογία. Παράλληλα, όλοι, καθημερινά διαπιστώνουμε πως η αγορά καταρρέει. Ο ιδιωτικός τομέας και η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, υποφέρουν από την αύξηση της φορολογίας, των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και την εμπέδωση μιας αρνητικής, αντιαναπτυξιακής ψυχολογίας, βασισμένης στις μόνιμες αρνητικές εκπλήξεις. Χαρακτηριστικά για φέτος, προβλέπεται αύξηση των εσόδων από φόρο εισοδήματος, κατά 1 δισ. το 2017. Η αύξηση αυτή όμως, προέρχεται μόνο από την επιβάρυνση των φυσικών προσώπων, δηλαδή τις επιχειρήσεις. Είναι ενδεικτικό, ότι τα έσοδα από φόρους σε νομικά πρόσωπα, κυρίως επιχειρήσεις δηλαδή, αναμένονται για το 2017 μειωμένα κατά 7% σε σχέση με το 2016.
Η κυβέρνηση αναγνωρίζει πως οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές (από 26% στο 29%) στις επιχειρήσεις θα οδηγήσουν σε μειωμένα έσοδα, αλλά δεν κάνει τίποτα για αναστροφή αυτής της κατάστασης. Κι ας ξέρει πως ο κοινοτικός μέσος όρος είναι 22, 1%, κι ας ξέρει πως οι γειτονικές μας και άρα άμεσα ανταγωνιστικές προς εμάς Βουλγαρία και Κύπρος έχουν φόρο 10% και 12, 5% αντίστοιχα. Για αυτό δεν είναι τυχαίο πως αντιμετωπίζουμε μια πρωτοφανή ιστορικά για μια αναπτυγμένη δυτική οικονομία, διαδικασία φυγής εγκεφάλων στο εξωτερικό. Έλληνες και Ελληνίδες, κάτοχοι διδακτορικών τίτλων ηλικίας μέχρι 40 ετών, στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες, στην πληροφορική, στην εφαρμοσμένη μηχανική, στη βιομηχανική παραγωγή και στις κατασκευές -δηλαδή στους πιο δυναμικούς τομείς της οικονομίας- μεταναστεύουν μαζικά.
Αυτό το πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, όμως, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο, για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Αν έμενε εδώ και δεν απαξιωνόταν από την ανεργία και τους χαμηλούς μισθούς. Αν δεν απαξιωνόταν από την απουσία προοπτικής, αναπτυξιακού πλάνου και θετικού αφηγήματος σε επίπεδο χώρας. Εξαϋλώνουμε τους πόρους που διαθέσαμε ως κοινωνία και ως οικονομία, χαρίζοντάς τους σε ήδη ισχυρές χώρες. Χώρες που εκμεταλλεύονται ένα δυναμικό – ένα ανθρώπινο κεφάλαιο, για το οποίο οι ίδιες δεν έχουν πληρώσει ούτε ένα ευρώ. Χάνουμε περισσότερα από 9, 1 δισ. ευρώ σε φορολογικά έσοδα ως χώρα.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της εταιρείας Κτιριακές Υποδομές Α.Ε. (ΚΤΥΠ). Μια εταιρεία, χωρίς ιδιαίτερο έργο τα τελευταία χρόνια, δίχως δηλαδή να χτίζει σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές ή άλλες παρόμοιες κρατικές εγκαταστάσεις, συνεχίζει να προσλαμβάνει υπαλλήλους. Στο υπάρχον προσωπικό 330 ατόμων, προχθές με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, προστέθηκαν ακόμη 220. Η κυβέρνηση συνεχίζει να δαπανά εκατομμύρια ευρώ ανά έτος σε ενοίκια για κρατικές υπηρεσίες, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν αναξιοποίητα κτίρια του Δημοσίου.
Χαρίζουμε 12, 9 δισ. στο ΑΕΠ των χωρών μετεγκατάστασης, όπως η Αγγλία και η Γερμανία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της εθνικής μας οικονομίας, δεν είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Είναι η απομείωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Είναι η αποεπένδυση. Είναι η αδυναμία παραγωγής εθνικού πλούτου. Η υποχρέωση διασφάλισης πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2018 και εντεύθεν για απροσδιόριστο ακόμη χρόνο είναι σχεδόν άπιαστο όνειρο.
Για να κατανοήσει κανείς τι σημαίνει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3, 5%, πρέπει να σκεφτεί πως η πιο δυνατή οικονομία της Ευρώπης, η γερμανική, έχει πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 1, 8%. Η δε Κύπρος, μετά τη βάσανο του Μνημονίου και τη θαυμαστή προσαρμογή της στις μεταρρυθμίσεις, ακολουθεί με πρωτογενές πλεόνασμα, μόλις 1, 4%. Οι υπόλοιπες χώρες υπολείπονται και αρκετές είναι ελλειμματικές. Για αυτό λοιπόν λέμε πως άλλη λύση στο πρόβλημα της χώρας, από την πραγματοποίηση σημαντικού όγκου επενδύσεων, στον συντομότερο δυνατό χρόνο, δεν υπάρχει.
Ειδάλλως, η περιλάλητη ανάπτυξη θα παραμείνει ευχολόγιο και το 2, 7% ανάπτυξης που προβλέπει ο προϋπολογισμός θα αντικατασταθεί από ένα 4ο Μνημόνιο. Επείγει η ελληνική οικονομία να αλλάξει παράδειγμα, λέγοντας αντίο σε ένα ξεπερασμένο, πατερναλιστικό – ισοπεδωτικό κράτος, το οποίο καλωσορίζει την καινοτομία, την εξωστρέφεια, τη δημιουργία, έτσι ώστε να επιστρέψουμε στην ομαλότητα, αλλά και να καταφέρουμε επιτυχώς την έξοδό μας στις αγορές. Είναι η μόνη μας ελπίδα.
* Το συγκεκριμένο κείμενο είναι η ομιλία του βουλευτή Ηρακλείου με «Το Ποτάμι» Σπύρου Δανέλλη σε εκδήλωση που έγινε στο Ηράκλειο, με θέμα «Πού πάνε τα λεφτά;»